Genesis 4

Ο δε Αδαμ εγνωρισεν Ευαν την γυναικα αυτου και συνελαβε, και εγεννησε τον Καιν και ειπεν, Απεκτησα ανθρωπον δια του Κυριου.
Adam s'a împreunat cu nevastă-sa Eva; ea a rămas însărcinată, şi a născut pe Cain. Şi a zis: ,,Am căpătat un om cu ajutorul Domnului!``
Και προσετι εγεννησε τον αδελφον αυτου τον Αβελ. Και ητο ο Αβελ ποιμην προβατων, ο δε Καιν ητο γεωργος.
A mai născut şi pe fratele său Abel. Abel era cioban, iar Cain era plugar.
Και μεθ ημερας προσεφερεν ο Καιν απο των καρπων της γης προσφοραν προς τον Κυριον.
După o bucată de vreme, Cain a adus Domnului o jertfă de mîncare din roadele pămîntului.
Και ο Αβελ προσεφερε και αυτος απο των πρωτοτοκων των προβατων αυτου, και απο των στεατων αυτων. Και επεβλεψε με ευμενειαν Κυριος επι τον Αβελ και επι την προσφοραν αυτου
Abel a adus şi el o jertfă de mîncare din oile întîi născute ale turmei lui şi din grăsimea lor. Domnul a privit cu plăcere spre Abel şi spre jertfa lui;
επι δε τον Καιν και επι την προσφοραν αυτου δεν επεβλεψε. Και ηγανακτησεν ο Καιν σφοδρα, και εκατηφιασε το προσωπον αυτου
dar spre Cain şi spre jertfa lui, n'a privit cu plăcere. Cain s'a mîniat foarte tare, şi i s'a posomorît faţa.
Και ειπε Κυριος προς τον Καιν, Δια τι ηγανακτησας; και δια τι εκατηφιασε το προσωπον σου;
Şi Domnul a zis lui Cain: ,,Pentruce te-ai mîniat, şi pentruce ţi s'a posomorît faţa?
αν συ πραττης καλως, δεν θελεις εισθαι ευπροσδεκτος; και εαν δεν πραττης καλως, εις την θυραν κειται η αμαρτια. Αλλ εις σε θελει εισθαι η επιθυμια αυτου, και συ θελεις εξουσιαζει επ αυτου.
Nu -i aşa? Dacă faci bine, vei fi bine primit; dar dacă faci rău, păcatul pîndeşte la uşă; dorinţa lui se ţine după tine, dar tu să -l stăpîneşti.``
Και ειπεν ο Καιν προς Αβελ τον αδελφον αυτου, Ας υπαγωμεν εις την πεδιαδα και ενω ησαν εν τη πεδιαδι, σηκωθεις ο Καιν κατα του αδελφου αυτου Αβελ εφονευσεν αυτον.
Însă Cain a zis fratelui său Abel: ,,Haidem să ieşim la cîmp.`` Dar pe cînd erau la cîmp, Cain s'a ridicat împotriva fratelui său Abel, şi l -a omorît.
Και ειπε Κυριος προς τον Καιν, Που ειναι Αβελ ο αδελφος σου; Ο δε ειπε, Δεν εξευρω μη φυλαξ του αδελφου μου ειμαι εγω;
Domnul a zis lui Cain: ,,Unde este fratele tău Abel?`` El a răspuns: ,,Nu ştiu. Sînt eu păzitorul fratelui meu?``
Και ειπεν ο Θεος, Τι εκαμες; η φωνη του αιματος του αδελφου σου βοα προς εμε εκ της γης
Şi Dumnezeu a zis: ,,Ce ai făcut? Glasul sîngelui fratelui tău strigă din pămînt la Mine.
και τωρα επικαταρατος να ησαι απο της γης, ητις ηνοιξε το στομα αυτης δια να δεχθη το αιμα του αδελφου σου εκ της χειρος σου
Acum blestemat eşti tu, isgonit din ogorul acesta, care şi -a deschis gura ca să primească din mîna ta sîngele fratelui tău!
οταν εργαζησαι την γην, δεν θελει εις το εξης σοι δωσει τον καρπον αυτης πλανητης και φυγας θελεις εισθαι επι της γης.
Cînd vei lucra pămîntul, să nu-ţi mai dea bogăţia lui. Pribeag şi fugar să fii pe pămînt.``
Και ειπεν ο Καιν προς τον Κυριον, Η αμαρτια μου ειναι μεγαλητερα παρ ωστε να συγχωρηθη
Cain a zis Domnului: ,,Pedeapsa mea e prea mare ca s'o pot suferi.
ιδου, με διωκεις σημερον απο προσωπου της γης, και απο του προσωπου σου θελω κρυφθη, και θελω εισθαι πλανητης και φυγας επι της γης και πας οστις με ευρη, θελει με φονευσει.
Iată că Tu mă izgoneşti azi de pe faţa pămîntului; eu voi trebui să mă ascund de Faţa Ta, şi să fiu pribeag şi fugar pe pămînt; şi oricine mă va găsi, mă va omorî.``
Ειπε δε προς αυτον ο Κυριος, δια τουτο, πας οστις φονευση τον Καιν, επταπλασιως θελει τιμωρηθη. Και εβαλεν ο Κυριος σημειον εις τον Καιν, δια να μη φονευση αυτον πας οστις ευρη αυτον.
Domnul i -a zis: ,,Nicidecum; ci dacă va omorî cineva pe Cain, Cain să fie răzbunat de şeapte ori.`` Şi Domnul a hotărît un semn pentru Cain, ca oricine îl va găsi, să nu -l omoare.
Και εξηλθεν ο Καιν απο προσωπου του Κυριου, και κατωκησεν εν τη γη Νωδ, προς ανατολας της Εδεμ.
Apoi, Cain a ieşit din Faţa Domnului, şi a locuit în ţara Nod, la răsărit de Eden.
Εγνωρισε δε ο Καιν την γυναικα αυτου, και συνελαβε, και εγεννησε τον Ενωχ εκτισε δε πολιν, και εκαλεσε το ονομα της πολεως κατα το ονομα του υιου αυτου, Ενωχ.
Cain s'a împreunat cu nevastă-sa; ea a rămas însărcinată şi a născut pe Enoh. El a început apoi să zidească o cetate, şi a pus acestei cetăţi numele fiului său Enoh.
Εγεννηθη δε εις τον Ενωχ ο Ιραδ και Ιραδ εγεννησε τον Μεχουιαηλ και Μεχουιαηλ εγεννησε τον Μεθουσαηλ και Μεθουσαηλ εγεννησε τον Λαμεχ.
Enoh a fost tatăl lui Irad; Irad a fost tatăl lui Mehuiael; Mehuiael a fost tatăl lui Metuşael; şi Metuşael a fost tatăl lui Lameh.
Και ελαβεν εις εαυτον ο Λαμεχ δυο γυναικας το ονομα της μιας, Αδα, και το ονομα της αλλης, Σιλλα.
Lameh şi -a luat două neveste: numele uneia era Ada, şi numele celeilalte era Ţila.
Και εγεννησεν η Αδα τον Ιαβαλ ουτος ητο πατηρ των κατοικουντων εν σκηναις και τρεφοντων κτηνη.
Ada a născut pe Iabal: el a fost tatăl celor ce locuiesc în corturi şi păzesc vitele.
Και το ονομα του αδελφου αυτου ητο Ιουβαλ ουτος ητο πατηρ παντων των παιζοντων κιθαραν και αυλον.
Numele fratelui său era Iubal: el a fost tatăl tuturor celor ce cîntă cu alăuta şi cu cavalul.
Η Σιλλα δε και αυτη εγεννησε τον Θουβαλ−καιν, χαλκεα παντος εργαλειου χαλκου και σιδηρου αδελφη δε του Θουβαλ−καιν ητο η Νααμα.
Ţila, de partea ei, a născut şi ea pe Tubal-Cain, făuritorul tuturor uneltelor de aramă şi de fer. Sora lui Tubal-Cain era Naama.
Και ειπεν ο Λαμεχ προς τας γυναικας εαυτου, Αδα και Σιλλα, Ακουσατε την φωνην μου γυναικες του Λαμεχ, ακροασθητε τους λογους μου επειδη ανδρα εφονευσα εις πληγην μου και νεον εις μαστιγα μου
Lameh a zis nevestelor sale: ,,Ada şi Ţila, ascultaţi glasul meu! Nevestele lui Lameh, ascultaţi cuvîntul meu! Am omorît un om pentru rana mea, Şi un tînăr pentru vînătăile mele.
διοτι ο μεν Καιν επταπλασιως θελει εκδικηθη ο δε Λαμεχ εβδομηκοντακις επτα.
Cain va fi răsbunat de şeapte ori, Iar Lameh de şaptezeci de ori cîte şapte.``
Εγνωρισε δε παλιν ο Αδαμ την γυναικα αυτου, και εγεννησεν υιον, και εκαλεσε το ονομα αυτου Σηθ, λεγουσα, Οτι εδωκεν εις εμε ο Θεος αλλο σπερμα αντι του Αβελ, τον οποιον εφονευσεν ο Καιν.
Adam s'a împreunat iarăş cu nevastă-sa; ea a născut un fiu, şi i -a pus numele Set; ,,căci``, a zis ea, ,,Dumnezeu mi -a dat o altă sămînţă în locul lui Abel, pe care l -a ucis Cain.``
Και εις τον Σηθ ομοιως εγεννηθη υιος και εκαλεσε το ονομα αυτου Ενως. Τοτε εγεινεν αρχη να ονομαζωνται με το ονομα του Κυριου.
Lui Set i s'a născut şi lui un fiu, şi i -a pus numele Enos. Atunci au început oamenii să cheme Numele Domnului.