Joshua 4

Mikor pedig az egész nép teljesen általment vala a Jordánon, szóla az Úr Józsuénak, mondván:
Και αφου πας ο λαος ετελειωσε διαβαινων τον Ιορδανην, ειπε Κυριος προς τον Ιησουν, λεγων,
Vegyetek magatokhoz a népből tizenkét férfiút, egy-egy férfiút egy-egy nemzetségből.
Λαβετε εις εαυτους δωδεκα ανδρας εκ του λαου, ανα ενα ανδρα κατα φυλην,
És parancsoljátok nékik, mondván: Vegyetek fel innét a Jordán közepéből, arról a helyről, a hol bátorsággal állanak a papok lábai, tizenkét követ, és vigyétek át azokat magatokkal, és tegyétek le a szálláson, a hol megháltok ez éjszaka.
και προσταξον αυτους, λεγων, Λαβετε εντευθεν εκ μεσου του Ιορδανου, εκ του τοπου οπου των ιερεων οι ποδες εσταθησαν στερεοι, δωδεκα λιθους και θελετε μετακομισει αυτους μεθ εαυτων, και θελετε θεσει αυτους εν τω τοπω οπου στρατοπεδευσητε ταυτην την νυκτα.
Előhivá azért Józsué a tizenkét férfiút, a kiket az Izráel fiai közül rendelt vala, egy-egy férfiút egy-egy nemzetségből;
Τοτε ο Ιησους προσεκαλεσε τους δωδεκα ανδρας, τους οποιους ειχε διορισει εκ των υιων Ισραηλ, ανα ενα ανδρα κατα φυλην
És monda nékik Józsué: Menjetek át az Úrnak, a ti Isteneteknek frigyládája előtt a Jordán közepébe, s vegyen fel mindegyikőtök egy-egy követ az ő vállára, az Izráel fiai nemzetségeinek száma szerint,
και ειπε προς αυτους ο Ιησους, διαβητε εμπροσθεν της κιβωτου Κυριου του Θεου σας εν τω μεσω του Ιορδανου, και σηκωσατε εκαστος απο σας ενα λιθον επι τους ωμους αυτου, κατα τον αριθμον των φυλων των υιων Ισραηλ
Hogy legyen ez jelül köztetek. Ha kérdezik majd ezután a ti fiaitok, mondván: Mire valók néktek ezek a kövek?
δια να ηναι τουτο σημειον μεταξυ σας ωστε οταν ερωτωσιν οι υιοι σας εις το μελλον λεγοντες, Τι δηλουσιν εις εσας οι λιθοι ουτοι;
Mondjátok meg nékik, hogy kétfelé vált a Jordánnak vize az Úr frigyládája előtt, mikor általment a Jordánon; ketté vált a Jordánnak vize, és ezek a kövek emlékeztetőül lesznek az Izráel fiainak mindörökre.
τοτε θελετε αποκριθη προς αυτους, Οτι εκοπησαν τα υδατα του Ιορδανου απ εμπροσθεν της κιβωτου της διαθηκης του Κυριου οτε διεβαινε τον Ιορδανην, τα υδατα του Ιορδανου εκοπησαν και οι λιθοι ουτοι θελουσιν εισθαι προς τους υιους Ισραηλ εις μνημοσυνον εως αιωνος.
És úgy cselekedének Izráel fiai, a mint megparancsolta vala Józsué, és felvevének a Jordán közepéből tizenkét követ, a mint megmondotta vala az Úr Józsuénak, az Izráel fiai nemzetségeinek száma szerint, és általhozák magokkal az éjjeli szállásra és ott letevék azokat.
Και εκαμον ουτως οι υιοι Ισραηλ καθως προσεταξεν ο Ιησους, και ελαβον δωδεκα λιθους εκ μεσου του Ιορδανου, καθως ειπε Κυριος προς τον Ιησουν, κατα τον αριθμον των φυλων των υιων Ισραηλ, και μετεκομισαν αυτους μεθ εαυτων εις τον τοπον οπου κατελυσαν και εθεσαν αυτους εκει.
Tizenkét követ állíta fel Józsué a Jordán közepén is, azon a helyen, a hol állottak vala a frigyládát vivő papok lábai; ott is vannak mind e mai napig.
Και αλλους δωδεκα λιθους εστησεν ο Ιησους εν τω μεσω του Ιορδανου, εν τω τοπω οπου εσταθησαν οι ποδες των ιερεων, των βασταζοντων την κιβωτον της διαθηκης και εκει ειναι μεχρι της σημερον.
A papok pedig, a ládának hordozói, állanak vala a Jordán közepén, a míg végbe mene mind az a dolog, a mit parancsolt vala az Úr Józsuénak, hogy mondja meg a népnek, egészen úgy, a mint Mózes parancsolta vala Józsuénak. A nép pedig sietett és általméne.
Οι δε ιερεις οι βασταζοντες την κιβωτον ισταντο εν τω μεσω του Ιορδανου, εωσου ετελεσθησαν παντα οσα ο Κυριος προσεταξεν εις τον Ιησουν να ειπη προς τον λαον, κατα παντα οσα ο Μωυσης προσεταξεν εις τον Ιησουν και εσπευσεν ο λαος και διεβη.
És a mint véget ére az egész nép általmenetele, általméne az Úr ládája is és a papok is, a nép előtt.
Και αφου πας ο λαος ετελειωσε διαβαινων, διεβη και η κιβωτος του Κυριου και οι ιερεις εμπροσθεν του λαου.
Általmentek vala a Rúben fiai, a Gád fiai és Manassé félnemzetsége is felfegyverkezve az Izráel fiai előtt, a miképen szólt vala nékik Mózes.
Και οι υιοι Ρουβην και οι υιοι Γαδ και το ημισυ της φυλης Μανασση διεβησαν ωπλισμενοι εμπροσθεν των υιων Ισραηλ, καθως ειπε προς αυτους ο Μωυσης.
Mintegy negyven ezernyi fegyveres vitéz ment vala át az Úr előtt a harczra, Jérikhónak sík mezejére.
Εως τεσσαρακοντα χιλιαδες ενοπλοι διεβησαν εμπροσθεν του Κυριου εις πολεμον, προς τας πεδιαδας της Ιεριχω.
Azon a napon felmagasztalá az Úr Józsuét az egész Izráel szemei előtt, és félék őt, a mint félték vala Mózest, életének minden napjaiban.
Εν εκεινη τη ημερα εμεγαλυνεν ο Κυριος τον Ιησουν ενωπιον παντος του Ισραηλ, και εφοβουντο αυτον, καθως εφοβουντο τον Μωυσην, πασας τας ημερας της ζωης αυτου.
Mert szólt vala az Úr Józsuénak, mondván:
Και ειπε Κυριος προς τον Ιησουν λεγων,
Parancsold meg a papoknak, a kik a bizonyság ládáját hordozzák, hogy jőjjenek fel a Jordánból.
Προσταξον τους ιερεις τους βασταζοντας την κιβωτον του μαρτυριου, να αναβωσιν εκ του Ιορδανου.
És parancsola Józsué a papoknak, mondván: Jőjjetek fel a Jordánból!
Και προσεταξεν ο Ιησους τους ιερεις λεγων, Αναβητε εκ του Ιορδανου.
És lőn, hogy a mint a papok, az Úr frigyládájának hordozói, feljöttek vala a Jordán közepéből, és érintik vala a papok talpai a szárazt: visszatére a Jordán vize az ő helyére, és folyt vala, mint az előtt, minden partja felett.
Και αφου οι ιερεις οι βασταζοντες την κιβωτον της διαθηκης του Κυριου ανεβησαν εκ μεσου του Ιορδανου, και τα ιχνη των ποδων των ιερεων επατησαν επι της ξηρας, τα υδατα του Ιορδανου επιστρεψαντα εις τον τοπον αυτων επλημμυρησαν πασας τας οχθας αυτου, καθως προτερον.
A nép pedig az első hónak tizedik napján jöve fel a Jordánból, és tábort üte Gilgálban, Jérikhónak keleti határán.
Και ανεβη ο λαος εκ του Ιορδανου την δεκατην του πρωτου μηνος και εστρατοπεδευσαν εν Γαλγαλοις προς το ανατολικον μερος της Ιεριχω.
Azt a tizenkét követ is, a melyeket a Jordánból hoztak vala, Gilgálban állatá fel Józsué.
Και τους δωδεκα εκεινους λιθους, τους οποιους ελαβον εκ του Ιορδανου, εστησεν ο Ιησους εν Γαλγαλοις.
És szóla Izráel fiainak, mondván: Ha fiaitok kérdezik majd apáiktól, mondván: Mire valók ezek a kövek?
Και ειπε προς τους υιους Ισραηλ, λεγων, Οταν εις το μελλον ερωτωσιν οι υιοι σας τους πατερας αυτων, λεγοντες, Τι δηλουσιν οι λιθοι ουτοι;
Tudassátok majd a ti fiaitokkal, mondván: Szárazon jött át Izráel ezen a Jordánon.
τοτε θελετε αναγγειλει προς τους υιους σας, λεγοντες, Δια ξηρας διεβη ο Ισραηλ τον Ιορδανην τουτον
Mert kiszárította az Úr, a ti Istenetek a Jordán vizét ti előttetek, míg általjövétek rajta, a miképen cselekedett vala az Úr, a ti Istenetek a Veres tengerrel, a melyet megszárított előttünk; míg általjövénk rajta.
διοτι απεξηρανε Κυριος ο Θεος σας τα υδατα του Ιορδανου εμπροσθεν σας, εωσου διεβητε, καθως εκαμε Κυριος ο Θεος σας εις την Ερυθραν θαλασσαν, την οποιαν απεξηρανεν εμπροσθεν ημων, εωσου διεβημεν
Hogy megismerje a földnek minden népe az Úrnak kezét, hogy bizony erős az; hogy féljétek az Urat, a ti Isteneteket minden időben.
δια να γνωρισωσι παντες οι λαοι της γης την χειρα του Κυριου, οτι ειναι κραταια δια να φοβησθε Κυριον τον Θεον σας παντοτε.