Isaiah 48

Halljátok ezt Jákób háza, a kik Izráel nevéről neveztettek, és Júda forrásából származának, a kik az Úr nevére esküsznek, és Izráel Istenét emlegetik; *de *nem híven és nem igazán.
Ακουσατε τουτο, οικος Ιακωβ οι κληθεντες με το ονομα του Ισραηλ και εξελθοντες εκ της πηγης του Ιουδα οι ομνυοντες εις το ονομα του Κυριου και αναφεροντες τον Θεον του Ισραηλ, πλην ουχι εν αληθεια ουδε εν δικαιοσυνη.
Mert a szent várostól nevezik magokat, és Izráel Istenéhez támaszkodnak, a kinek neve seregeknek Ura!
Διοτι λαμβανουσι το ονομα αυτων εκ της πολεως της αγιας και επιστηριζονται επι τον Θεον του Ισραηλ το ονομα αυτου ειναι, Ο Κυριος των δυναμεων.
Mik eddig történtek, előre megjelentém, szám hirdeté és tudatá azokat, gyorsan véghez vivém, és bekövetkezének,
Εκτοτε ανηγγειλα τα απ αρχης και εξηλθον εκ του στοματος μου και διεκηρυξα αυτα εκαμα ταυτα αιφνιδιως και εγειναν.
Mert tudtam, hogy te kemény vagy, és vasinakból van nyakad és homlokod ércz:
Επειδη γνωριζω οτι εισαι σκληρος, και ο τραχηλος σου ειναι νευρον σιδηρουν και το μετωπον σου χαλκινον.
Tehát előre megjelentém néked, mielőtt bekövetkezett, tudtodra adtam, hogy ezt ne mondd: Faragott képem mívelé ezeket, bálványom és öntött képem parancsolá ezeket.
Εκτοτε δε ανηγγειλα τουτο προς σε πριν γεινη διεκηρυξα τουτο εις σε, δια να μη ειπης, Το ειδωλον μου εκαμε ταυτα και το γλυπτον μου και το χυτον μου προσεταξε ταυτα.
Hallottad volt, *és most* lásd mindezt; avagy ti nem tesztek-é erről bizonyságot? Mostantól fogva újakat tudatok veled: titkoltakat, a melyeket nem tudtál;
Ηκουσας ιδε παντα ταυτα και δεν θελετε ομολογησει; απο τουδε διακηρυττω προς σε νεα, μαλιστα αποκεκρυμμενα, και τα οποια συ δεν ηξευρες.
Mostan rendeltettek el és nem régen, és ezelőtt nem hallottál felőlök, hogy ezt ne mondd: Ímé, tudtam én azokat.
Τωρα εγειναν και ουχι παλαιοθεν, και ουδε προ της ημερας ταυτης ηκουσας περι αυτων, δια να μη ειπης, Ιδου, εγω ηξευρον ταυτα.
Nem is hallottad, nem is tudtad, füled sem vala nyitva régen, mivel tudtam, hogy nagyon hűtelen vagy, és pártütőnek hívatál anyád méhétől fogva.
Ουτε ηκουσας ουτε ηξευρες ουτε απ αρχης ηνοιχθησαν τα ωτα σου διοτι ηξευρον ετι βεβαιως ηθελες φερθη απιστως και εκ κοιλιας ωνομασθης παραβατης.
Nevemért elhalasztom haragomat, és dicséretemért fékezem magamat veled szemben, hogy ki ne vágjalak.
Ενεκεν του ονοματος μου θελω μακρυνει τον θυμον μου, και δια τον επαινον μου θελω βασταχθη προς σε, ωστε να μη σε εξολοθρευσω.
Ímé, megtisztítottalak, de nem úgy, mint ezüstöt, megpróbáltalak a nyomor kemenczéjében.
Ιδου, σε εκαθαρισα, πλην ουχι ως αργυρον σε κατεστησα εκλεκτον εν τω χωνευτηριω της θλιψεως.
Enmagamért, enmagamért cselekszem; mert hogyan szentségteleníttetnék meg *nevem?!* És dicsőségemet másnak nem adom.
Ενεκεν εμου, ενεκεν εμου θελω καμει τουτο διοτι πως ηθελε μολυνθη το ονομα μου; ναι, δεν θελω δωσει την δοξαν μου εις αλλον.
Hallgass rám Jákób és Izráel, én elhívottam, én vagyok az első és én az utolsó.
Ακουσον μου, Ιακωβ, και Ισραηλ τον οποιον εγω εκαλεσα εγω αυτος ειμαι εγω ο πρωτος, εγω και ο εσχατος.
Hiszen kezem veté e föld alapját, és jobbom terjeszté ki az egeket, ha én szólítom őket, mind itt állnak.
Και η χειρ μου εθεμελιωσε την γην και η δεξια μου εμετρησε με σπιθαμην τους ουρανους οταν καλω αυτους, παριστανται ομου.
Gyűljetek egybe mind, és halljátok meg: ki jelenté meg közülök ezeket? az, kit az Úr szeret, elvégzi akaratját Bábelen, és karja lészen a Káldeusokon.
Συναχθητε, παντες σεις, και ακουσατε τις εκ τουτων ανηγγειλε ταυτα; Ο Κυριος ηγαπησεν αυτον οθεν θελει εκπληρωσει το θελημα αυτου επι την Βαβυλωνα και ο βραχιων αυτου θελει εισθαι επι τους Χαλδαιους.
Én, én szóltam, és őt el is hívtam, elhoztam őt, és szerencsés lesz útja.
Εγω, εγω ελαλησα ναι, εκαλεσα αυτον εφερα αυτον και εγω θελω ευοδωσει την οδον αυτου.
Közelgjetek hozzám, halljátok ezt, nem szóltam eleitől fogva titkon! mióta ez történik, ott vagyok! És most az Úr Isten engem küldött, és az ő lelkét.
Πλησιασατε προς εμε, ακουσατε τουτο απ αρχης δεν ελαλησα εν κρυπτω αφοτου εγεινε τουτο, εγω ημην εκει και τωρα Κυριος ο Θεος απεστειλεν εμε και το πνευμα αυτου.
Így szól az Úr, Megváltód, Izráelnek Szentje: Én vagyok az Úr, Istened, ki tanítlak hasznosra, és vezetlek oly úton, a melyen járnod kell.
Ουτω λεγει Κυριος, ο Λυτρωτης σου, ο Αγιος του Ισραηλ Εγω ειμαι Κυριος ο Θεος σου, ο διδασκων σε δια την ωφελειαν σου, ο οδηγων σε δια της οδου δι ης επρεπε να υπαγης.
Vajha figyelmeztél volna parancsolataimra! olyan volna békességed, mint a folyóvíz, és igazságod, mint a tenger habjai;
Ειθε να ηκουες τα προσταγματα μου τοτε η ειρηνη σου ηθελεν εισθαι ως ποταμος και η δικαιοσυνη σου ως κυματα θαλασσης
És olyan volna magod, mint a tengernek fövénye, és méhednek gyümölcsei, mint annak kövecskéi; nem vágatnék ki és nem pusztulna el neve orczám elől.
και το σπερμα σου ηθελεν εισθαι ως η αμμος και τα εκγονα της κοιλιας σου ως τα λιθαρια αυτης το ονομα αυτου δεν ηθελεν αποκοπη ουδε εξαλειφθη απ εμπροσθεν μου.
Menjetek ki Bábelből, fussatok el Káldeából ujjongásnak szavával! jelentsétek meg, tudassátok ezt, terjesszétek a föld végső határáig; mondjátok: Megváltotta az Úr szolgáját, Jákóbot.
Εξελθετε εκ της Βαβυλωνος, φευγετε απο των Χαλδαιων, μετα φωνης αλαλαγμου αναγγειλατε, διακηρυξατε τουτο, εκφωνησατε αυτο εως εσχατου της γης, ειπατε, Ο Κυριος ελυτρωσε τον δουλον αυτου Ιακωβ.
Nem szomjaznak, bárha pusztaságon vezeti is őket: kősziklából vizet fakaszt nékik, és meghasítja a sziklát és víz ömöl belőle.
Και δεν εδιψησαν, οτε ωδηγει αυτους δια της ερημου εκαμε να ευσωσι δι αυτους υδατα εκ πετρας και εσχισε την πετραν και τα υδατα ερρευσαν.
Nincs békesség, így szól az Úr, az istenteleneknek!
Ειρηνη δεν ειναι εις τους ασεβεις, λεγει Κυριος.