Ich vernahm es, und es zitterte mein Leib; bei der Stimme bebten meine Lippen; Morschheit drang in meine Gebeine, und wo ich stand, erzitterte ich: der ich ruhen werde am Tage der Drangsal, wenn derjenige gegen das Volk heranzieht, der es angreifen wird.
Ηκουσα, και τα εντοσθια μου συνεταραχθησαν τα χειλη μου ετρεμον εις την φωνην η σαθροτης εισηλθεν εις τα οστα μου, και υποκατω μου ελαβον τρομον πλην εν τη ημερα της θλιψεως θελω αναπαυθη, οταν αναβη κατα του λαου ο μελλων να εκπορθηση αυτον.