Psalms 60

Au chef des chantres. Sur le lis lyrique. Hymne de David, pour enseigner. Lorsqu'il fit la guerre aux Syriens de Mésopotamie et aux Syriens de Tsoba, et que Joab revint et battit dans la vallée du sel douze mille Edomites. O Dieu! tu nous as repoussés, dispersés, Tu t'es irrité: relève-nous!
Εις τον πρωτον μουσικον, επι Σουσαν−εδουθ, Μικταμ του Δαβιδ προς διδασκαλιαν, οποτε επολεμησε την Συριαν της Μεσοποταμιας και την Συριαν Σωβα, ο δε Ιωαβ επεστρεψε και επαταξε του Εδωμ εν τη κοιλαδι του αλατος δωδεκα χιλιαδας. Θεε, απερριψας ημας διεσκορπισας ημας ωργισθης επιστρεψον εις ημας.
Tu as ébranlé la terre, tu l'as déchirée: Répare ses brèches, car elle chancelle!
Εσεισας την γην διεσχισας αυτην ιασαι τα συντριμματα αυτης, διοτι σαλευεται.
Tu as fait voir à ton peuple des choses dures, Tu nous as abreuvés d'un vin d'étourdissement.
Εδειξας εις τον λαον σου πραγματα σκληρα εποτισας ημας οινον παραφροσυνης.
Tu as donné à ceux qui te craignent une bannière, Pour qu'elle s'élève à cause de la vérité. -Pause.
Εδωκας εις τους φοβουμενους σε σημαιαν, δια να υψονηται υπερ της αληθειας. Διαψαλμα.
Afin que tes bien-aimés soient délivrés, Sauve par ta droite, et exauce-nous!
Δια να ελευθερονωνται οι αγαπητοι σου, σωσον δια της δεξιας σου και επακουσον μου.
Dieu a dit dans sa sainteté: Je triompherai, Je partagerai Sichem, je mesurerai la vallée de Succoth;
Ο Θεος ελαλησεν εν τω αγιαστηριω αυτου θελω χαιρει θελω μοιρασει την Συχεμ και την κοιλαδα Σοκχωθ θελω διαμετρησει.
A moi Galaad, à moi Manassé; Ephraïm est le rempart de ma tête, Et Juda, mon sceptre;
Εμου ειναι ο Γαλααδ και εμου ο Μανασσης ο μεν Εφραιμ ειναι η δυναμις της κεφαλης μου ο δε Ιουδας ο νομοθετης μου
Moab est le bassin où je me lave; Je jette mon soulier sur Edom; Pays des Philistins, pousse à mon sujet des cris de joie! -
Ο Μωαβ ειναι η λεκανη του νιψιματος μου επι τον Εδωμ θελω ριψει το υποδημα μου αλαλαξον επ εμοι, Παλαιστινη.
Qui me mènera dans la ville forte? Qui me conduira à Edom?
Τις θελει με φερει εις την περιτετειχισμενην πολιν; τις θελει με οδηγησει εως Εδωμ;
N'est-ce pas toi, ô Dieu, qui nous as repoussés, Et qui ne sortais plus, ô Dieu, avec nos armées?
Ουχι συ, Θεε, ο απορριψας ημας; και δεν θελεις εξελθει, Θεε, μετα των στρατευματων ημων;
Donne-nous du secours contre la détresse! Le secours de l'homme n'est que vanité.
Βοηθησον ημας απο της θλιψεως διοτι ματαια ειναι η παρα των ανθρωπων σωτηρια.
Avec Dieu, nous ferons des exploits; Il écrasera nos ennemis.
Δια του Θεου θελομεν καμει ανδραγαθιας, και αυτος θελει καταπατησει τους εχθρους ημων.