Efraims Hu står til Vind, efter Østenstorm jager han stadig, af Løgn og Svig er han fuld; med Assur slutter de Pagt, til Ægypten bringer de Olie.
Ο Εφραιμ βοσκεται ανεμον και κυνηγει τον ανατολικον ανεμον καθ ημεραν πληθυνει ψευδη και ολεθρον καμνουσι δε συνθηκην μετα των Ασσυριων και φερουσιν ελαιον εις την Αιγυπτον.
Efraim siger: "Jeg vandt dog Rigdom og Gods!" Al hans Vinding soner ej Brøden, han øved.
Και ο Εφραιμ ειπε, Βεβαιως εγω επλουτησα, απεκτησα υπαρχοντα εις εμαυτον εν πασι τοις κοποις μου δεν θελει ευρεθη εν εμοι ανομια, ητις να λογιζηται αμαρτια.
Gilead er Løgn og Tomhed, i Gilgal ofrer de Tyre; som Stendynger langs med Markfurer er deres Altre.
Εν Γαλααδ ταχα υπηρξεν ανομια; εν Γαλγαλοις μαλιστα εσταθησαν ματαιοτης θυσιαζουσι ταυρους, και τα θυσιαστηρια αυτων ειναι ως σωροι εν ταις αυλαξι των αγρων.