Ο δε Μωυσης ανεβη προς τον Θεον και εκαλεσεν αυτον ο Κυριος εκ του ορους, λεγων, Ουτω θελεις ειπει προς τον οικον Ιακωβ, και αναγγειλει προς τους υιους Ισραηλ.
τωρα λοιπον εαν τωοντι υπακουσητε εις την φωνην μου, και φυλαξητε την διαθηκην μου, θελετε εισθαι εις εμε ο εκλεκτος απο παντων των λαων διοτι ιδικη μου ειναι πασα η γη
Και ηλθεν ο Μωυσης και εκαλεσε τους πρεσβυτερους του λαου και εθεσεν εμπροσθεν αυτων παντας εκεινους τους λογους, τους οποιους προσεταξεν εις αυτον ο Κυριος.
Και ειπε Κυριος προς τον Μωυσην, Ιδου, εγω ερχομαι προς σε εν νεφελη πυκνη, δια να ακουση ο λαος οταν λαλησω προς σε, και ετι να πιστευη εις σε παντοτε. Ανηγγειλε δε ο Μωυσης προς τον Κυριον τους λογους του λαου.
και θελεις βαλει εις τον λαον ορια κυκλοθεν, λεγων, Προσεχετε εις εαυτους μη αναβητε εις το ορος η εγγισητε εις τα ακρα αυτου οστις εγγιση το ορος, θελει εξαπαντος θανατωθη
δεν θελει εγγισει εις αυτον χειρ, διοτι με λιθους θελει λιθοβοληθη η με βελη θελει κατατοξευθη ειτε ζωον ειναι ειτε ανθρωπος, δεν θελει ζησει. Οταν η σαλπιγξ ηχηση, τοτε θελουσιν αναβη επι το ορος.
Και εν τη ημερα τη τριτη το πρωι εγειναν βρονται και αστραπαι, και νεφελη πυκνη ητο επι του ορους, και φωνη σαλπιγγος δυνατη σφοδρα και ετρεμε πας ο λαος ο εν τω στρατοπεδω.
Και ειπε Κυριος προς τον Μωυσην, Καταβας, διαμαρτυρηθητι προς τον λαον, μηποτε υπερβωσι τα ορια και αναβωσι προς τον Κυριον δια να περιεργασθωσι και πεσωσι πολλοι εξ αυτων
Και ειπεν ο Μωυσης προς τον Κυριον, Ο λαος δεν δυναται να αναβη εις το ορος Σινα διοτι συ προσεταξας εις ημας, λεγων, Βαλε ορια κυκλοθεν του ορους και αγιασον αυτο.
Και ειπε Κυριος προς αυτον, Υπαγε, καταβα επειτα θελεις αναβη, συ και ο Ααρων μετα σου οι ιερεις ομως και ο λαος ας μη υπερβωσι τα ορια δια να αναβωσι προς τον Κυριον, δια να μη εξορμηση επ αυτους.