I Samuel 25

Απεθανε δε ο Σαμουηλ και συνηχθησαν πας ο Ισραηλ και εκλαυσαν αυτον, και ενεταφιασαν αυτον εν τω οικω αυτου εν Ραμα. Και εσηκωθη ο Δαβιδ και κατεβη εις την ερημον Φαραν.
Och Samuel dog, och hela Israel församlade sig och höll dödsklagan efter honom; och de begrovo honom där han bodde i Rama. Och David stod upp och drog ned till öknen Paran.1 Sam. 7,17. 28,3.
Ητο δε ανθρωπος τις εν Μαων, του οποιου τα κτηματα ησαν εν τω Καρμηλω, και ο ανθρωπος ητο μεγας σφοδρα και ειχε τρισχιλια προβατα και χιλιας αιγας και εκουρευε τα προβατα αυτου εν τω Καρμηλω.
I Maon fanns då en man som hade sin boskapsskötsel i Karmel, och den mannen var mycket rik; han ägde tre tusen får och ett tusen getter. Och han höll just då på att klippa sina får i Karmel.Jos. 15,55.
Το δε ονομα του ανθρωπου ητο Ναβαλ και το ονομα της γυναικος αυτου Αβιγαια και η μεν γυνη ητο καλη εις την συνεσιν και ωραια την οψιν ο ανθρωπος ομως σκληρος, και κακος εις τας πραξεις αυτου ητο δε εκ της γενεας του Χαλεβ.
Mannen hette Nabal, och hans hustru hette Abigail. Hustrun hade ett gott förstånd och ett skönt utseende; men mannen var hård och ondskefull; och han var en avkomling av Kaleb.
Και ηκουσεν ο Δαβιδ εν τη ερημω, οτι ο Ναβαλ εκουρευε τα προβατα αυτου.
När nu David i öknen fick höra att Nabal klippte sina får,
Και απεστειλεν ο Δαβιδ δεκα νεους, και ειπεν ο Δαβιδ προς τους νεους, Αναβητε εις τον Καρμηλον και υπαγετε προς τον Ναβαλ και χαιρετησατε αυτον εξ ονοματος μου.
sände han dit tio unga män; och David sade till männen: »Gån upp till Karmel och begiven eder till Nabal och hälsen honom från mig.
και θελετε ειπει, Να ησαι πολυχρονιος ειρηνη και εις σε, ειρηνη και εις τον οικον σου, ειρηνη και εις παντα οσα εχεις
Och I skolen säga till mina bröder där: »Frid vare med dig själv frid vare med ditt hus, och frid vare med allt vad du har.
και τωρα ηκουσα οτι εχεις κουρευτας ιδου, τους ποιμενας σου, οιτινες ησαν μεθ ημων, δεν εβλαψαμεν αυτους, ουδε εχαθη τι εις αυτους, καθ ολον τον καιρον καθ ον ησαν εν τω Καρμηλω
Jag har nu hört att du håller på med fårklippning. Nu är det så att dina herdar hava vistats i vårt grannskap, utan att vi hava gjort dem något förfång, och utan att något har kommit bort för dem under hela den tid de hava varit i Karmel.
ερωτησον τους νεους σου, και θελουσι σοι ειπει ας ευρωσι λοιπον οι νεοι ουτοι χαριν εις τους οφθαλμους σου διοτι εις ημεραν καλην ηλθομεν δος, παρακαλουμεν, ο, τι ελθη εις την χειρα σου προς τους δουλους σου και προς τον υιον σου τον Δαβιδ.
Fråga dina tjänare därom, så skola de själva säga dig det. Låt nu våra män finna nåd för dina ögon. Vi hava ju kommit hit på en glad dag. Giv därför åt dina tjänare och åt din son David vad du kan hava till hands.»
Και ελθοντες οι νεοι του Δαβιδ ελαλησαν προς τον Ναβαλ κατα παντας τους λογους τουτους εν ονοματι του Δαβιδ, και επαυσαν.
När nu Davids män kommo dit, talade de på Davids vägnar till Nabal alldeles såsom det var dem befallt, och sedan väntade de stilla.
Αλλ ο Ναβαλ απεκριθη προς τους δουλους του Δαβιδ και ειπε, Τις ειναι ο Δαβιδ; και τις ο υιος του Ιεσσαι; πολλοι ειναι την σημερον οι δουλοι, οιτινες αποσκιρτωσιν εκαστος απο του κυριου αυτου
Men Nabal svarade Davids tjänare och sade: »Vem är David, vem är Isais son? I denna tid är det många tjänare som rymma från sina herrar.
θελω λαβει λοιπον τον αρτον μου και το υδωρ μου και το σφακτον μου, το οποιον εσφαξα δια τους κουρευτας μου, και δωσει εις ανθρωπους τους οποιους δεν γνωριζω ποθεν ειναι;
Skulle jag taga min mat och min dryck och slaktdjuren, som jag har slaktat åt mina fårklippare, och giva detta åt män om vilka jag icke ens vet varifrån de äro?»
Και εστραφησαν οι νεοι του Δαβιδ εις την οδον αυτων και ανεχωρησαν και ελθοντες απηγγειλαν προς αυτον παντας τους λογους τουτους.
Då vände Davids män om och gingo sin väg; och när de hade kommit tillbaka, berättade de for honom allt, såsom det hade tillgått.
Και ειπεν ο Δαβιδ προς τους ανδρας αυτου, Ζωσθητε εκαστος την ομφαιαν αυτου. Και εζωσθησαν εκαστος την ομφαιαν αυτου και ο Δαβιδ ομοιως εζωσθη την ομφαιαν αυτου και ανεβησαν κατοπιν του Δαβιδ εως τετρακοσιοι ανδρες διακοσιοι δε εμειναν πλησιον της αποσκευης.
Då sade David till sina män: »Var och en omgjorde sig med sitt svärd.» Och var och en omgjordade sig med sitt svärd; jämväl David själv omgjordade sig med sitt svärd. Och vid pass fyra hundra man följde med David ditupp, men två hundra stannade vid trossen.
Εις δε εκ των νεων απηγγειλε προς την Αβιγαιαν, την γυναικα του Ναβαλ, λεγων, Ιδου, ο Δαβιδ απεστειλε μηνυτας εκ της ερημου δια να χαιρετηση τον κυριον ημων, και εκεινος απεδιωξεν αυτους
Men en av tjänarna berättade för Abigail, Nabals hustru, och sade: »David har skickat sändebud hit från öknen och låtit hälsa vår herre, men han visade av dem.
οι ανδρες ομως εσταθησαν πολυ καλοι προς ημας και δεν εβλαφθημεν ουδε εχασαμεν ουδεν, οσον καιρον συνανεστραφημεν μετ αυτων, οτε ημεθα εν τοις αγροις
Dessa män hava likväl varit oss mycket nyttiga; vi hava aldrig lidit något förfång, och aldrig har något kommit bort för oss under hela den tid vi drogo omkring i deras närhet, medan vi voro därute på marken.
ησαν ως τειχος περιξ ημων και νυκτα και ημεραν, καθ ολον τον καιρον καθ ον ημεθα μετ αυτων βοσκοντες τα προβατα
De voro en mur för oss både dag och natt under hela den tid vi vistades i deras grannskap, medan vi vaktade hjorden.
τωρα λοιπον, γνωρισον και ιδε τι θελεις καμει συ διοτι κακον απεφασισθη κατα του κυριου ημων, και κατα παντος του οικου αυτου επειδη ειναι ανθρωπος δυστροπος, ωστε ουδεις δυναται να ομιληση προς αυτον.
Så betänk nu och se till, vad du bör göra, ty något ont är nog beslutet mot vår herre och över hela hans hus; och han är ju en ond man, så att ingen vågar säga något åt honom.»
Τοτε εσπευσεν η Αβιγαια, και ελαβε διακοσιους αρτους, και δυο αγγεια οινου, και πεντε προβατα ητοιμασμενα, και πεντε μετρα σιτου πεφρυγανισμενου, και εκατον δεσμας σταφιδος, και διακοσιας πηττας συκων, και εθεσεν αυτα επι ονων.
Då gick Abigail strax och tog två hundra bröd, två vinläglar, fem tillredda får, fem sea-mått rostade ax, ett hundra russinkakor och två hundra fikonkakor, och lastade detta på åsnor.
Και ειπε προς τους νεους αυτης, Προπορευεσθε εμπροσθεν μου ιδου, εγω ερχομαι κατοπιν σας προς τον Ναβαλ ομως τον ανδρα αυτης δεν εφανερωσε τουτο.
Och hon sade till sina tjänare: »Gån framför mig, jag vill komma efter eder.» Men för sin man Nabal sade hon intet härom.
Και καθως αυτη, καθημενη επι του ονου, κατεβαινεν υπο την σκεπην του ορους, ιδου, ο Δαβιδ και οι ανδρες αυτου κατεβαινον προς αυτην και συνηντησεν αυτους.
När hon nu red på sin åsna och kom ned i en hålväg i berget, fick hon se David och hans män komma ned från motsatta sidan, så att hon måste möta dem.
ειχε δε ειπει ο Δαβιδ, Ματαιως τωοντι εφυλαξα παντα οσα ειχεν ουτος εν τη ερημω, και δεν εχαθη ουδεν εκ παντων των κτηματων αυτου και ανταπεδωκεν εις εμε κακον αντι καλου
Men David hade sagt: »Förgäves har jag skyddat allt vad den mannen hade i öknen, så att intet av allt vad han ägde har kommit bort; men har har vedergällt mig med ont för gott.Ps. 35,12.
ουτω να καμη ο Θεος εις τους εχθρους του Δαβιδ και ουτω να προσθεση, εαν εως το πρωι αφησω εκ παντων των πραγματων αυτου ουρουντα εις τοιχον.
Så sant Gud må straffa Davids fiender nu och framgent, jag skall av allt som tillhör honom icke låta någon av mankön leva kvar till i morgon.»
Και καθως ειδεν η Αβιγαια τον Δαβιδ, εσπευσε και κατεβη απο του ονου και επεσεν ενωπιον του Δαβιδ κατα προσωπον και προσεκυνησεν εως εδαφους.
Då nu Abigail fick se David, steg hon strax ned från åsnan och föll ned inför David på sitt ansikte och bugade sig mot jorden.
Και προσεπεσεν εις τους ποδας αυτου και ειπεν, Επ εμε, επ εμε, κυριε μου, ας ηναι αυτη η αδικια και ας λαληση, παρακαλω, η δουλη σου εις τα ωτα σου, και ακουσον τους λογους της δουλης σου.
Hon föll till hans fötter och sade: »På mig vilar denna missgärning, herre. Men låt din tjänarinna få tala inför dig, och hör på din tjänarinnas ord.
Ας μη δωση ο κυριος μου, παρακαλω, ουδεμιαν προσοχην εις τουτον τον δυστροπον ανθρωπον, τον Ναβαλ διοτι κατα το ονομα αυτου, τοιουτος ειναι Ναβαλ το ονομα αυτου, και αφροσυνη μετ αυτου εγω δε η δουλη σου δεν ειδον τους νεους του κυριου μου, τους οποιους απεστειλας.
Icke må min herre fästa något avseende vid Nabal, den onde mannen, ty vad hans namn betyder, det är han; Nabal heter han, och dårskap bor i honom. Men jag, din tjänarinna, har icke sett de män som du, min herre, sände.
Τωρα λοιπον, κυριε μου, ζη Κυριος και ζη η ψυχη σου, ο Κυριος βεβαιως σε εκρατησεν απο του να εμβης εις αιμα και να εκδικηθης δια της χειρος σου τωρα δε οι εχθροι σου και οι ζητουντες κακον εις τον κυριον μου, ας ηναι ως ο Ναβαλ.
Och nu, min herre, så sant HERREN lever, och så sant du själv lever, du som av HERREN har avhållits från att ådraga dig blodskuld och skaffa dig rätt med egen hand: må det nu gå dina fiender och dem som söka bereda min herre ofärd såsom det må gå Nabal.
Και τωρα αυτη η προσφορα, την οποιαν η δουλη σου εφερε προς τον κυριον μου, ας δοθη εις τους νεους τους ακολουθουντας τον κυριον μου.
Och låt nu dessa hälsningsskänker, som din trälinna har medfört till min herre, givas åt de män som följa min herre.1 Mos. 33,11.
Συγχωρησον, παρακαλω, το αμαρτημα της δουλης σου διοτι ο Κυριος θελει βεβαιως καμει εις τον κυριον μου οικον ασφαλη, επειδη μαχεται ο κυριος μου τας μαχας του Κυριου, και κακια δεν ευρεθη εν σοι πωποτε.
Förlåt din tjänarinna vad hon har brutit. Ty HERREN skall förvisso åt min herre uppbygga ett hus som bliver beståndande, eftersom min herre för HERRENS krig; och du skall icke bliva skyldig till något ont, så länge du lever.
Αν και εσηκωθη ανθρωπος καταδιωκων σε και ζητων την ψυχην σου, η ψυχη ομως του κυριου μου θελει εισθαι δεδεμενη εις τον δεσμον της ζωης πλησιον Κυριου του Θεου σου τας δε ψυχας των εχθρων σου, ταυτας θελει εκσφενδονισει εκ μεσου της σφενδονης.
Och om någon står upp för att förfölja dig och söka döda dig, så må min herres liv vara inknutet i de levandes pung hos HERREN, din Gud; men dina fienders liv må han lägga i sin slunga och slunga det bort.Ps. 6,11. 31,21. 73,19. 97,10.
Και οταν καμη ο Κυριος εις τον κυριον μου κατα παντα τα αγαθα τα οποια ελαλησε περι σου, και σε καταστηση κυβερνητην επι τον Ισραηλ,
När nu HERREN gör med min herre allt det goda varom han har talat till dig, och förordnar dig till furste över Israel,
δεν θελει εισθαι τουτο σκανδαλον εις σε ουδε προσκομμα καρδιας εις τον κυριον μου, η οτι εχυσας αιμα αναιτιον, η οτι ο κυριος μου εξεδικησεν αυτος εαυτον πλην οταν ο Κυριος αγαθοποιηση τον κυριον μου, τοτε ενθυμηθητι την δουλην σου.
skall alltså detta icke bliva dig en stötesten eller vara till hjärteångest för min herre, att du har utgjutit blod utan sak, och att min herre själv har skaffat sig rätt. Men när HERREN gör min herre gott, så tänk på din tjänarinna.»
Και ειπεν ο Δαβιδ προς την Αβιγαιαν, Ευλογητος Κυριος ο Θεος του Ισραηλ, οστις σε απεστειλε την ημεραν ταυτην εις συναντησιν μου
Då sade David till Abigal: »Välsignad vare HERREN, Israels Gud som i dag har sänt dig mig till mötes!
και ευλογημενη η βουλη σου και ευλογημενη συ, ητις με εφυλαξας την ημεραν ταυτην απο του να εμβω εις αιματα και να εκδικηθω δια της χειρος μου
Och välsignat vare ditt förstånd, och välsignad vare du själv, som i dag har hindrat mig från att ådraga mig blodskuld och skaffa mig rätt med egen hand!
διοτι αληθως, ζη Κυριος ο Θεος του Ισραηλ, οστις με εμποδισεν απο του να σε κακοποιησω, εαν δεν ηθελες σπευσει να ελθης εις συναντησιν μου, δεν ηθελε μεινει εις τον Ναβαλ εως της αυγης ουρων εις τοιχον.
Men så sant HERREN, Israels Gud, lever, han som har avhållit mig från att göra dig något ont: om du icke strax hade kommit mig till mötes, så skulle i morgon, när det hade blivit dager, ingen av mankön hava funnits kvar av Nabals hus.»
Και ελαβεν ο Δαβιδ εκ της χειρος αυτης τα οσα εφερε προς αυτον και ειπε προς αυτην, Αναβα προς τον οικον σου εν ειρηνη βλεπε, εισηκουσα της φωνης σου και ετιμησα το προσωπον σου.
Därefter tog David emot av henne vad hon hade medfört åt honom; och han sade till henne: »Far i frid hem igen. Se, jag har lyssnat till dina ord och gjort dig till viljes.»Ords. 15,1.
Και ηλθεν η Αβιγαια προς τον Ναβαλ και ιδου, ειχε συμποσιον εν τω οικω αυτου, ως συμποσιον βασιλεως και η καρδια του Ναβαλ ητο ευθυμος εν αυτω, και ητο εις ακρον μεθυσμενος οθεν δεν απηγγειλε προς αυτον ουδεν, μικρον μεγα, εως της αυγης.
När sedan Abigail kom hem till Nabal, höll denne just i sitt hus ett gästabud, som var såsom en konungs gästabud; och Nabals hjärta var glatt i honom, och han var mycket drucken. Därför omtalade hon alls intet för honom förrän om morgonen, när det blev dager.
Το πρωι ομως, αφου ο Ναβαλ εξεμεθυσεν, εφανερωσε προς αυτον η γυνη αυτου τα πραγματα ταυτα και ενεκρωθη η καρδια αυτου εντος αυτου και εγεινεν ως λιθος.
Men om morgonen, när ruset hade gått av Nabal, omtalade hans hustru för honom vad som hade hänt. Då blev hans hjärta såsom dött i hans bröst, och han blev såsom en sten.
Και μετα δεκα ημερας περιπου επαταξεν ο Κυριος τον Ναβαλ, και απεθανε.
Och vid pass tio dagar därefter slog HERREN Nabal, så att han dog.
Και οτε ηκουσεν ο Δαβιδ οτι απεθανεν ο Ναβαλ, ειπεν, Ευλογητος Κυριος, οστις εκρινε την κρισιν μο περι του ονειδισμου μου του γενομενου παρα του Ναβαλ, και ημποδισε τον δουλον αυτου απο κακου και την κακιαν του Ναβαλ εστρεψεν ο Κυριος κατα της κεφαλης αυτου. Και απεστειλεν ο Δαβιδ και ελαλησε προς την Αβιγαιαν, δια να λαβη αυτην γυναικα εις εαυτον.
När David hörde att Nabal var död, sade han: »Lovad vare HERREN, som på Nabal har hämnats den smälek han tillfogade mig, och som har bevarat sin tjänare från att göra vad ont var, under det att HERREN lät Nabals ondska komma tillbaka över hans eget huvud!» Och David sände åstad och lät säga Abigail att han önskade få henne till sin hustru.
Και ελθοντες οι δουλοι του Δαβιδ προς την Αβιγαιαν εις τον Καρμηλον, ελαλησαν προς αυτην, λεγοντες, Ο Δαβιδ απεστειλεν ημας προς σε, δια να σε λαβη γυναικα εις εαυτον.
När så Davids tjänare kommo till Abigail i Karmel, talade de till henne och sade: »David har sänt oss till dig för att få dig till hustru åt sig.»
Και εσηκωθη και προσεκυνησε κατα προσωπον εως εδαφους και ειπεν, Ιδου, ας ηναι η δουλη σου θεραπαινα δια να πλυνη τους ποδας των δουλων του κυριου μου.
Då stod hon upp och föll ned till jorden på sitt ansikte och sade: »Må din tjänarinna bliva en trälinna, som tvår min herres tjänares fötter.»
Και εσπευσεν η Αβιγαια και εσηκωθη και ανεβη επι του ονου, μετα πεντε κορασιων αυτης ακολουθουντων οπισω αυτης και υπηγε κατοπιν των απεσταλμενων του Δαβιδ και εγεινε γυνη αυτου.
Därefter stod Abigail upp med hast och satte sig på sin åsna, likaledes de fem tärnor som utgjorde hennes följe. Och hon följde med dem som David hade sänt till henne och blev hans hustru.
Ελαβεν ο Δαβιδ και την Αχινοαμ απο Ιεζραελ και ησαν αμφοτεραι γυναικες αυτου.
David hade ock tagit till hustru Ahinoam från Jisreel, så att dessa båda blevo hans hustrur.
Ο δε Σαουλ ειχε δωσει Μιχαλ, την θυγατερα αυτου, την γυναικα του Δαβιδ, εις τον Φαλτι τον υιον του Λαεις, τον απο Γαλλειμ.
Men Saul hade givit sin dotter Mikal, Davids hustru, åt Palti, Lais' son, från Gallim.2 Sam. 3,15.