Exodus 8

Και ειπε Κυριος προς τον Μωυσην, Υπαγε προς τον Φαραω, και ειπε προς αυτον, ουτω λεγει Κυριος, Εξαποστειλον τον λαον μου δια να με λατρευση
És monda az Úr Mózesnek: Menj be a Faraóhoz és mondd néki: Azt mondja az Úr: Bocsásd el az én népemet, hogy szolgáljanak nékem.
και αν δεν θελης να εξαποστειλης αυτον, ιδου, εγω θελω κτυπησει παντα τα ορια σου με βατραχους
Ha pedig te el nem akarod bocsátani, ímé én egész határodat békákkal verem meg.
και ο ποταμος θελει εξεμεσει βατραχους, οιτινες αναβαινοντες θελουσιν εισελθει εις τον οικον σου και εις τον κοιτωνα σου και επι της κλινης σου και εις τας οικιας των θεραποντων σου και επι τον λαον σου και εις τους κλιβανους σου και εις τας σκαφας σου
És a folyóvíz békáktól pozsog és felmennek és bemennek a te házadba és ágyasházadba és ágyadra és a te szolgáid házába és néped közé és a te kemenczéidbe és sütőteknőidbe.
και επι σε και επι τον λαον σου και επι παντας τους θεραποντας σου θελουσιν αναβη οι βατραχοι.
És reád és népedre s minden te szolgáidra felmennek a békák.
Ειπε δε Κυριος προς τον Μωυσην, Ειπε προς τον Ααρων, Εκτεινον την χειρα σου με την ραβδον σου επι τους ρυακας, επι τους ποταμους και επι τας λιμνας και αναγαγε τους βατραχους επι την γην της Αιγυπτου.
És monda az Úr Mózesnek: Mondd Áronnak: Nyujtsd ki kezedet a te vessződdel a folyóvizekre, csatornákra és a tavakra, és hozd fel a békákat Égyiptom földére.
Και εξετεινεν ο Ααρων την χειρα αυτου επι τα υδατα της Αιγυπτου και ανεβησαν οι βατραχοι και εκαλυψαν την γην της Αιγυπτου.
És kinyujtá kezét Áron Égyiptom vizeire, és békák jövének fel és ellepék Égyiptom földét.
Και εκαμον ομοιως οι μαγοι με τας επωδας αυτων και ανηγαγον τους βατραχους επι την γην της Αιγυπτου.
De az írástudók is úgy cselekedének az ő titkos mesterségökkel és felhozák a békákat Égyiptom földére.
Τοτε εκαλεσεν ο Φαραω τον Μωυσην και τον Ααρων και ειπε, Δεηθητε του Κυριου να σηκωση τους βατραχους απ εμου και απο του λαου μου και θελω εξαποστειλει τον λαον δια να θυσιασωσιν εις τον Κυριον.
És hívatá a Faraó Mózest és Áront és monda: Könyörögjetek az Úrnak, hogy távolítsa el rólam és az én népemről a békákat, és én elbocsátom a népet, hogy áldozzék az Úrnak.
Και ειπεν ο Μωυσης προς τον Φαραω, Διορισον εις εμε, ποτε να δεηθω υπερ σου και υπερ των θεραποντων σου και υπερ του λαου σου δια να εξαλειψη τους βατραχους απο σου, και απο των οικιων σου, και μονον εν τω ποταμω να μεινωσιν.
Mózes pedig monda a Faraónak: Parancsolj velem: mikorra könyörögjek éretted és a te szolgáidért és a te népedért, hogy elpusztuljanak a békák tőled és házaidtól; és csak a folyóvízben maradjanak meg.
Ο δε ειπεν, Αυριον. Και ειπε, Θελει γεινει κατα τον λογον σου δια να γνωρισης οτι δεν ειναι ουδεις ως ο Κυριος ο Θεος ημων
Felele a *Faraó:* Holnapra. És monda *Mózes:* A mint kívánod, hogy megtudd, hogy nincs hasonló a mi Urunkhoz Istenünkhöz.
και θελουσι σηκωθη οι βατραχοι απο σου και απο των οικιων σου και απο των θεραποντων σου και απο του λαου σου μονον εν τω ποταμω θελουσι μεινει.
És eltávoznak a békák tőled, meg a te házaidtól, szolgáidtól és a te népedtől; csak a folyóvízben maradnak meg.
Τοτε εξηλθον ο Μωυσης και ο Ααρων απο του Φαραω και εβοησεν ο Μωυσης προς τον Κυριον περι των βατραχων, τους οποιους εφερεν επι τον Φαραω.
És kiméne Mózes és Áron a Faraótól és kiálta Mózes az Úrhoz a békák felől, a melyeket a Faraóra bocsátott vala.
Και εκαμεν ο Κυριος κατα τον λογον του Μωυσεως και ετελευτησαν οι βατραχοι εκ των οικιων, εκ των επαυλεων και εκ των αγρων.
És az Úr Mózes beszéde szerint cselekedék és kiveszének a békák a házakból, udvarokból és mezőkről.
Και συνηγαγον αυτους σωρους, και εβρωμησεν η γη.
És rakásokba gyűjték azokat össze és a föld megbüszhödék.
Ιδων δε ο Φαραω οτι εγεινεν αναψυχη, εσκληρυνε την καρδιαν αυτου, και δεν εισηκουσεν εις αυτους, καθως ελαλησεν ο Κυριος.
S a mint látá a Faraó, hogy baja könnyebbűl, megkeményíté az ő szívét, és nem hallgata reájok, a mint megmondotta vala az Úr.
Και ειπε Κυριος προς τον Μωυσην, Ειπε προς τον Ααρων, Εκτεινον την ραβδον σου και κτυπησον το χωμα της γης, δια να γεινη σκνιπες καθ ολην την γην της Αιγυπτου.
És szóla az Úr Mózesnek: Mondd Áronnak: Nyujtsd ki a te vessződet és sujtsd meg a föld porát, hogy tetvekké legyen egész Égyiptom földén.
Και εκαμον ουτω διοτι εξετεινεν ο Ααρων την χειρα αυτου με την ραβδον αυτου, και εκτυπησε το χωμα της γης, και εγεινε σκνιπες εις τους ανθρωπους και εις τα κτηνη ολον το χωμα της γης εγεινε σκνιπες καθ ολην την γην της Αιγυπτου.
És aképen cselekedének. Áron kinyujtá kezét az ő vesszejével és megsujtá a föld porát, és tetvek lőnek emberen és barmon; a föld minden pora tetvekké lőn egész Égyiptom földén.
Και εκαμον ομοιως οι μαγοι με τας επωδας αυτων δια να εκβαλωσι σκνιπας πλην δεν ηδυνηθησαν οι σκνιπες λοιπον ησαν επι τους ανθρωπους και επι τα κτηνη.
És úgy cselekedének az írástudók is az ő varázslásukkal, hogy tetveket hozzanak elő, de nem teheték; és valának a tetvek emberen és barmon.
Τοτε ειπον οι μαγοι προς τον Φαραω, Δακτυλος Θεου ειναι τουτο. Η καρδια ομως του Φαραω εσκληρυνθη και δεν εισηκουσεν εις αυτους, καθως ελαλησεν ο Κυριος.
És mondák az írástudók a Faraónak: Az Isten ujja ez. De kemény maradt a Faraó szíve, és nem hallgata reájok; a mint mondotta vala az Úr.
Και ειπε Κυριος προς τον Μωυσην, Σηκωθητι ενωρις το πρωι και σταθητι ενωπιον του Φαραω ιδου, εξερχεται εις το υδωρ και ειπε προς αυτον, Ουτω λεγει Κυριος Εξαποστειλον τον λαον μου δια να με λατρευση
Az Úr pedig monda Mózesnek: Kelj fel reggel és állj a Faraó eleibe; ímé kimegy a vizek felé, és mondd néki: Ezt mondja az Úr: Bocsásd el az én népemet, hogy szolgáljanak nékem.
διοτι εαν δεν εξαποστειλης τον λαον μου, ιδου, θελω στειλει επι σε και επι τους θεραποντας σου και επι τον λαον σου και επι τας οικιας σου κυνομυιαν, και αι οικιαι των Αιγυπτιων και η γη ετι επι της οποιας κατοικουσι θελουσι γεμισει απο κυνομυιαν
Mert ha el nem bocsátod az én népemet, ímé én bocsátok te reád, a te szolgáidra és a te népedre és a te házaidra ártalmas bogarakat, és megtelnek az Égyiptombeliek házai ártalmas bogarakkal és a föld is, a melyen ők vannak.
θελω ομως εξαιρεσει εν εκεινη τη ημερα την γην Γεσεν, εν η κατοικει ο λαος μου, ωστε να μη ηναι εκει παντελως κυνομυια δια να γνωρισης οτι εγω ειμαι ο Κυριος εν τω μεσω της γης
De különválasztom azon a napon a Gósen földét, a melyen az én népem lakik, hogy ne legyenek ott ártalmas bogarak, azért, hogy megtudd, hogy én vagyok az Úr ezen a földön.
και θελω βαλει διαφοραν μεταξυ του λαου μου και του λαου σου αυριον θελει γεινει το σημειον τουτο.
És különbséget tészek az én népem között és a te néped között. Holnap lészen e jelenség.
Και εκαμε Κυριος ουτω και ηλθε κυνομυια πληθος εις την οικιαν του Φαραω και εις τας οικιας των θεραποντων αυτου και εις ολην την γην της Αιγυπτου η γη διεφθαρη εκ του πληθους της κυνομυιας.
És aképen cselekedék az Úr; jövének ugyanis ártalmas bogarak a Faraó házára és az ő szolgái házára, és egész Égyiptom földén pusztává lőn a föld az ártalmas bogarak miatt.
Και εκαλεσεν ο Φαραω τον Μωυσην και τον Ααρων και ειπεν, Υπαγετε, καμετε θυσιαν εις τον Θεον σας εν ταυτη τη γη.
És hívatá a Faraó Mózest és Áront és monda: Menjetek, áldozzatok a ti Istenteknek ezen a földön.
Ειπε δε ο Μωυσης, Δεν αρμοζει να γεινη ουτω διοτι ημεις θυσιαζομεν εις Κυριον τον Θεον ημων θυσιας, τας οποιας οι Αιγυπτιοι βδελυττονται ιδου, εαν ημεις θυσιασωμεν θυσιας, τας οποιας οι Αιγυπτιοι βδελυττονται, εμπροσθεν των οφθαλμων αυτων, δεν θελουσι μας λιθοβολησει;
Mózes pedig monda: Nincs rendén, hogy úgy cselekedjünk, hogy mi azt áldozzuk az Úrnak a mi Istenünknek, a mi utálatos az Égyiptombeliek előtt: ímé, ha azt áldozzuk az ő szemeik előtt, a mi az Égyiptombelieknek utálatos, nem köveznek-é meg minket?
θελομεν υπαγει οδον τριων ημερων εις την ερημον και θελομεν θυσιασει εις Κυριον τον Θεον ημων, καθως ειπε προς ημας.
Háromnapi járó földre megyünk a pusztába és úgy áldozunk a mi Urunknak Istenünknek, a mint megmondja nékünk.
Τοτε ειπεν ο Φαραω, Εγω θελω σας εξαποστειλει, δια να θυσιασητε εις Κυριον τον Θεον σας εν τη ερημω μονον να μη υπαγητε πολυ μακραν δεηθητε υπερ εμου.
És monda a Faraó: Én elbocsátlak titeket, hogy áldozzatok a ti Uratoknak Istenteknek a pusztában, csak nagyon messze ne távozzatok; imádkozzatok érettem.
Και ειπεν ο Μωυσης, Ιδου, εγω εξερχομαι απο σου και θελω δεηθη του Κυριου, ωστε η κυνομυια να σηκωθη αυριον απο του Φαραω, απο των θεραποντων αυτου και απο του λαου αυτου πλην ας μη εξακολουθη ο Φαραω να απατα ημας, μη εξαποστελλων τον λαον, δια να θυσιαση εις τον Κυριον.
Mózes pedig monda: Ímé én kimegyek te tőled és imádkozom az Úrhoz és eltávoznak az ártalmas bogarak a Faraótól és az ő szolgáitól és az ő népétől holnap; csak megint el ne ámítson a Faraó, hogy el ne bocsássa a népet áldozni az Úrnak.
Τοτε εξηλθεν ο Μωυσης απο του Φαραω και εδεηθη του Κυριου.
És kiméne Mózes a Faraótól és imádkozék az Úrhoz.
Και εκαμε Κυριος κατα τον λογον του Μωυσεως και εσηκωσε την κυνομυιαν απο του Φαραω, απο των θεραποντων αυτου και απο του λαου αυτου δεν εμεινεν ουδε μια.
És az Úr Mózes beszéde szerint cselekedék; s eltávozának az ártalmas bogarak a Faraótól, szolgáitól és népétől; egy sem marada.
Πλην ο Φαραω και ταυτην την φοραν εσκληρυνε την καρδιαν αυτου και δεν εξαπεστειλε τον λαον.
De a Faraó ezúttal is megkeményíté az ő szívét és nem bocsátá el a népet.