Habakkuk 1

Detta är den utsaga som uppenbarades för profeten Habackuk.
Η ορασις, την οποιαν ειδεν Αββακουμ ο προφητης.
 Huru länge, HERRE, skall jag ropa,      utan att du hör  klaga inför dig över våld,      utan att du frälsar?
Εως ποτε, Κυριε, θελω κραζει, και δεν θελεις εισακουει; θελω βοα προς σε, Αδικια και δεν θελεις σωζει;
 Varför låter du mig se sådan ondska?      Huru kan du själv skåda på sådan orättrådighet,  på det fördärv och det våld jag har inför mina ögon?  Så uppstår ju kiv, och så upphäva sig trätor.
Δια τι με καμνεις να βλεπω ανομιαν και να θεωρω ταλαιπωριαν και αρπαγην και αδικιαν εμπροσθεν μου; και υπαρχουσι διεγειροντες εριδα και φιλονεικιαν.
 Därigenom bliver lagen vanmäktig,  och rätten kommer aldrig fram.  Ty den ogudaktige snärjer den rättfärdige;  så framstår rätten förvrängd.
Δια τουτο ο νομος ειναι αργος, και δεν εξερχεται κρισις τελεια επειδη ο ασεβης καταδυναστευει τον δικαιον, δια τουτο εξερχεται κρισις διεστραμμενη.
 Sen efter bland hedningarna och skåden;      häpnen, ja, stån där med häpnad  Ty en gärning utför han i edra dagar,  som I icke skolen tro, när den förtäljes.Apg. 13,41.
Ιδετε μεταξυ των εθνων και επιβλεψατε και θαυμασατε μεγαλως, διοτι εγω θελω πραξει εργον εν ταις ημεραις σας, το οποιον δεν θελετε πιστευσει, εαν τις διηγηθη αυτο.
 Ty se, jag skall uppväcka kaldéerna  det bistra och oförvägna folket,  som drager ut så vitt som jorden når  och inkräktar boningar som icke äro deras.
Διοτι, ιδου, εγω εξεγειρω τους Χαλδαιους, το εθνος το πικρον και ορμητικον, το οποιον θελει διελθει το πλατος του τοπου, δια να κληρονομηση κατοικιας ουχι εαυτου.
 Det folket är förskräckligt och fruktansvärt;  rätt och myndighet tager det sig självt.
Ειναι φοβεροι και τρομεροι η κρισις αυτων και η εξουσια αυτων θελει προερχεσθαι εξ αυτων.
 Dess hästar äro snabbare än pantrar  och vildare än vargar om aftonen;  dess ryttare jaga fram i fyrsprång.  Ja, fjärran ifrån komma dess ryttare,  de flyga åstad såsom örnen,      när han störtar sig över sitt rovJer. 4,13. 5,6. Sef. 3,3. Matt. 24,28.
Και οι ιπποι αυτων ειναι ταχυτεροι παρδαλεων και οξυτεροι λυκων της εσπερας και οι ιππεις αυτων θελουσι διαχυθη και οι ιππεις αυτων θελουσιν ελθει απο μακροθεν θελουσι πεταξει ως αετος σπευδων εις βρωσιν,
 Alla hasta de till våld,  av sin stridslust drivas de framåt;  och fångar hopa de såsom sand.
παντες θελουσιν ελθει επι αρπαγη η οψις των προσωπων αυτων ειναι ως ο ανατολικος ανεμος, και θελουσι συναξει τους αιχμαλωτους ως αμμον.
 Konungar äro dem ett åtlöje,  och furstar räkna de för lekverk;  åt alla slags fästen le de,  de kasta upp jordvallar och intaga dem.
Και θελουσι περιπαιζει τους βασιλεις, και οι αρχοντες θελουσιν εισθαι παιγνιον εις αυτους θελουσιν εμπαιζει παν οχυρωμα διοτι θελουσιν επισωρευσει χωμα και θελουσι κυριευσει αυτο.
 Så fara de åstad såsom vinden,  alltjämt framåt till att åsamka sig skuld;  ty deras egen kraft är deras gud.
Τοτε το πνευμα αυτου θελει αλλοιωθη, και θελει υπερβη παν οριον και θελει ασεβει, αποδιδων την ισχυν αυτου ταυτην εις τον θεον αυτου.
 Är du då icke till av ålder?  Jo, HERRE, min Gud, min Helige, vi skola ej dö!  HERRE, till en dom är det du har satt dem,  och till en tuktan har du berett dem, du vår klippa.5 Mos. 32,4.
Δεν εισαι συ απ αιωνος, Κυριε Θεε μου, ο Αγιος μου; δεν θελομεν αποθανει. Συ, Κυριε, διεταξας αυτους δια κρισιν και συ, Ισχυρε, κατεστησας αυτους εις παιδειαν ημων.
 Du vilkens ögon äro för rena för att se på det onda,  du som icke lider att skåda på orättrådighet,  huru kan du ändå skåda på dessa trolösa människor  och tiga stilla, när den ogudaktige fördärvar  den som har rätt mot honom?Job 21,7. Ps. 5,5 f. Jer. 12,1 f.
Οι οφθαλμοι σου ειναι καθαρωτεροι παρα ωστε να βλεπης τα πονηρα, και δεν δυνασαι να επιβλεπης εις την ανομιαν δια τι επιβλεπεις εις τους παρανομους και σιωπας, οταν ο ασεβης καταπινη τον δικαιοτερον εαυτου,
 Så vållar du att människorna bliva lika fiskar i havet,  lika kräldjur, som icke hava någon herre.
και καμνεις τους ανθρωπους ως τους ιχθυας της θαλασσης, ως τα ερπετα, τα μη εχοντα αρχοντα εφ εαυτων;
 Ja, denne drager dem allasammans upp med sin krok,      han fångar dem i sitt nät      och församlar dem i sitt garn;  däröver är han glad och fröjdar sig.
Ανασυρουσι παντας δια του αγκιστρου, ελκουσιν αυτους εις το δικτυον αυτων και συναγουσιν αυτους εις την σαγηνην αυτων δια τουτο ευφραινονται και χαιρουσι.
 Fördenskull frambär han offer åt sitt nät      och tänder offereld åt sitt garn;  genom dem bliver ju hans andel så fet  och hans mat så kräslig.
Δια τουτο θυσιαζουσιν εις το δικτυον αυτων και καιουσι θυμιαμα εις την σαγηνην αυτων διοτι δι αυτων η μερις αυτων ειναι παχεια και το φαγητον αυτων εκλεκτον.
 Men skall han därför framgent få tömma sitt nät  och beständigt dräpa folken      utan någon förskoning
Μη δια τουτο θελουσι παντοτε εκκενονει το δικτυον αυτων; και δεν θελουσι φειδεσθαι φονευοντες παντοτε τα εθνη;