Jeremiah 23

Jaj a pásztoroknak, a kik elvesztik és elszélesztik az én mezőmnek juhait, azt mondja az Úr.
Ουαι εις τους ποιμενας τους φθειροντας και διασκορπιζοντας τα προβατα της βοσκης μου, λεγει Κυριος.
Azért ezt mondja az Úr, Izráel Istene a pásztoroknak, a kik legeltetik az én népemet: Ti szélesztettétek el az én juhaimat és űztétek el őket; és nem néztetek utánok; ímé, én megbüntetem a ti cselekedeteiteknek gonoszságát, azt mondja az Úr.
Δια τουτο ουτω λεγει Κυριος, ο Θεος του Ισραηλ, κατα των ποιμενων, οιτινες ποιμαινουσι τον λαον μου. Σεις διεσκορπισατε τα προβατα μου και απεδιωξατε αυτα και δεν επεσκεφθητε αυτα ιδου, εγω θελω επισκεφθη εφ υμας την κακιαν των εργων υμων, λεγει Κυριος.
Juhaimnak maradékát pedig összegyűjtöm minden földről, a melyekre elűztem őket, és visszahozom őket az ő legelőikre, és szaporodnak és megsokasodnak.
Και εγω θελω συναξει το υπολοιπον των προβατων μου εκ παντων των τοπων, οπου εδιωξα αυτα, και θελω επιστρεψει αυτα παλιν εις τας βοσκας αυτων, και θελουσι καρποφορησει και πληθυνθη
És pásztorokat rendelek melléjök, hogy legeltessék őket, és többé nem félnek és nem rettegnek, sem meg nem fogyatkoznak, azt mondja az Úr.
και θελω καταστησει ποιμενας επ αυτα και θελουσι ποιμαινει αυτα και δεν θελουσι φοβηθη πλεον ουδε τρομαξει ουδε εκλειψει, λεγει Κυριος.
Ímé, eljőnek a napok, azt mondja az Úr, és támasztok Dávidnak igaz magvat, és uralkodik mint király, és bölcsen cselekszik és méltányosságot és igazságot cselekszik e földön.
Ιδου, ερχονται ημεραι, λεγει Κυριος, και θελω ανεγειρει εις τον Δαβιδ βλαστον δικαιον, και βασιλευς θελει βασιλευσει και ευημερησει και εκτελεσει κρισιν και δικαιοσυνην επι της γης.
Az ő idejében megszabadul Júda, és Izráel bátorságosan lakozik, és ez lesz az ő neve, a melylyel nevezik őt: Az Úr a mi igazságunk!
Εν ταις ημεραις αυτου ο Ιουδας θελει σωθη και ο Ισραηλ θελει κατοικησει εν ασφαλεια και τουτο ειναι το ονομα αυτου, με το οποιον θελει ονομασθη, Ο Κυριος η δικαιοσυνη ημων.
Azért ímé elközelgetnek a napok, azt mondja az Úr, a melyekben nem mondják többé: Él az Úr, a ki kihozta Izráel fiait Égyiptom földéből.
Δια τουτο, ιδου, ερχονται ημεραι, λεγει Κυριος, και δεν θελουσιν ειπει πλεον, Ζη ο Κυριος, οστις ανηγαγε τους υιους Ισραηλ εκ γης Αιγυπτου
Hanem inkább ezt mondják: Él az Úr, a ki kihozta és a ki haza vezérlette Izráel házának magvát az északi földről és mindama földekről, a melyekre kiűztem vala őket, és lakoznak az ő földjökön.
αλλα, Ζη ο Κυριος, οστις ανηγαγε και οστις εφερε το σπερμα του οικου Ισραηλ εκ της γης του βορρα και εκ παντων των τοπων, οπου ειχα διωξει αυτους και θελουσι κατοικησει εν τη γη αυτων.
A próféták miatt megkeseredett az én szívem én bennem, minden csontom reszket; olyan vagyok, mint a részeg férfi és mint a bortól elázott ember, az Úrért és az ő szent igéjéért.
Ενεκεν των προφητων η καρδια μου συντριβεται εντος μου σαλευονται παντα τα οστα μου ειμαι ως ανθρωπος μεθυων και ως ανθρωπος συνεχομενος υπο οινου, εξ αιτιας του Κυριου και εξ αιτιας των λογων της αγιοτητος αυτου.
Mert betelt a föld paráznákkal, mert a hamis esküvés miatt gyászol a föld, a pusztának legelője kiszáradt, és az ő futásuk gonosz, és az ő hatalmasságuk hamis.
Διοτι η γη ειναι πληρης μοιχων διοτι εξ αιτιας του ορκου πενθει η γη εξηρανθησαν αι βοσκαι της ερημου και η οδος αυτων εγεινε πονηρα και η δυναμις αυτων αδικος.
Mert mind a próféta, mind a pap istentelenek, még házamban is megtaláltam az ő gonoszságukat, azt mondja az Úr.
Διοτι και ο προφητης και ο ιερευς εμολυνθησαν ναι, εν τω οικω μου ευρηκα τας ασεβειας αυτων, λεγει Κυριος.
Azért az ő útjok olyan lesz, mint a sikamlós útak a setétben, megbotlanak és elesnek: mert veszedelmet hozok reájok, az ő büntetésöknek esztendejét, azt mondja az Úr.
Δια τουτο η οδος αυτων θελει εισθαι εις αυτους ως ολισθημα εν τω σκοτει θελουσιν ωθηθη και πεσει εν αυτη διοτι θελω φερει κακον επ αυτους εν τω ενιαυτω της επισκεψεως αυτων, λεγει Κυριος.
A Samariabeli prófétákban is bolondságot láttam: a Baál nevében prófétáltak, és elcsalták az én népemet, az Izráelt.
Ειδον μεν αφροσυνην εν τοις προφηταις της Σαμαρειας. προεφητευσαν δια του Βααλ και επλανων τον λαον μου τον Ισραηλ.
De a jeruzsálemi prófétákban is rútságot láttam: paráználkodnak és hazugságban járnak; sőt pártját fogják a gonoszoknak, annyira, hogy senki sem tér meg az ő gonoszságából; olyanok előttem mindnyájan, mint Sodoma, és a benne lakók, mint Gomora.
αλλ εν τοις προφηταις της Ιερουσαλημ ειδον φρικην μοιχευουσι και περιπατουσιν εν ψευδει και ενισχυουσι τας χειρας των κακουργων, ωστε ουδεις επιστρεφει απο της κακιας αυτου παντες ουτοι ειναι εις εμε ως Σοδομα και οι κατοικοι αυτης ως Γομορρα.
Azért ezt mondja a Seregek Ura a próféták felől: Ímé, én ürmöt adok enniök és mérget adok inniok, mert a jeruzsálemi prófétáktól ment ki az istentelenség minden földre.
Δια τουτο ουτω λεγει ο Κυριος των δυναμεων κατα των προφητων Ιδου, εγω θελω ψωμισει αυτους αψινθιον και θελω ποτισει αυτους υδωρ χολης διοτι εκ των προφητων της Ιερουσαλημ εξηλθεν ο μολυσμος εις απαντα τον τοπον.
Ezt mondja a Seregek Ura: Ne hallgassátok azoknak a prófétáknak szavait, a kik néktek prófétálnak, elbolondítanak titeket: az ő szívöknek látását szólják, nem az Úr szájából valót.
Ουτω λεγει ο Κυριος των δυναμεων Μη ακουετε τους λογους των προφητων των προφητευοντων εις εσας ουτοι σας καμνουσι ματαιους λαλουσιν ορασεις απο της καρδιας αυτων, ουχι απο στοματος Κυριου.
Szüntelen ezt mondják azoknak, a kik megvetnek engem: Azt mondta az Úr: Békességetek lesz néktek és mindenkinek, a ki az ő szívének keménysége szerint jár; ezt mondák: Nem jő ti reátok veszedelem!
Λεγουσι παντοτε προς τους καταφρονουντας με, Ο Κυριος ειπεν, Ειρηνη θελει εισθαι εις εσας και λεγουσι προς παντα περιπατουντα κατα τας ορεξεις της καρδιας αυτου, Δεν θελει ελθει κακον εφ υμας
Mert ki állott az Úr tanácsában, és ki látta és hallotta az ő igéjét? Ki figyelmezett az ő igéjére és hallotta azt?
διοτι τις παρεσταθη εν τη βουλη του Κυριου και ειδε και ηκουσε τον λογον αυτου; τις επροσεξεν εις τον λογον αυτου και ηκουσεν;
Ímé, az Úrnak szélvésze nagy haraggal kitör, és a hitetlenek fejére forgószél zúdul.
Ιδου, ανεμοστροβιλος παρα Κυριου εξηλθε με ορμην, και ανεμοστροβιλος ορμητικος θελει εξορμησει επι την κεφαλην των ασεβων.
Nem szünik meg az Úrnak haragja, míg meg nem valósítja és míg be nem teljesíti szívének gondolatait; az utolsó napokban értitek meg e dolog értelmét.
Ο θυμος του Κυριου δεν θελει αποστρεψει εωσου εκτελεση και εωσου καμη τους στοχασμους της καρδιας αυτου εν ταις εσχαταις ημεραις θελετε νοησει τουτο εντελως.
Nem küldöttem e prófétákat, de ők futottak, nem szólottam nékik, mégis prófétáltak.
Δεν απεστειλα τους προφητας τουτους και αυτοι ετρεξαν δεν ελαλησα προς αυτους και αυτοι προεφητευσαν
Ha tanácsomban állottak volna, akkor az én igéimet hirdették volna az én népemnek, és eltérítették volna őket az ő gonosz útaikról, és az ő cselekedetöknek gonoszságától.
αλλ εαν ηθελον παρασταθη εν τη βουλη μου, τοτε ηθελον καμει τον λαον μου να ακουση τους λογους μου, και ηθελον αποστρεψει αυτους απο της πονηρας οδου αυτων και απο της κακιας των εργων αυτων.
Csak a közelben vagyok-é én Isten? azt mondja az Úr, és nem vagyok-é Isten a messzeségben is?
Θεος εγγυθεν ειμαι εγω, λεγει Κυριος, και ουχι Θεος μακροθεν;
Vajjon elrejtőzhetik-é valaki a rejtekhelyeken, hogy én ne lássam őt? azt mondja az Úr, vajjon nem töltöm-é én be a mennyet és a földet? azt mondja az Úr.
Δυναται τις να κρυφθη εν κρυφιοις τοποις και εγω να μη ιδω αυτον; λεγει Κυριος. Δεν πληρω εγω τον ουρανον και την γην; λεγει Κυριος.
Hallottam, a mit a próféták mondanak, a kik hazugságot prófétálnak az én nevemben, mondván: Álmot láttam, álmot láttam.
Ηκουσα τι λεγουσιν οι προφηται, οι προφητευοντες εν τω ονοματι μου ψευδος, λεγοντες, Ειδον ενυπνιον, ειδον ενυπνιον.
Meddig lesz ez a hazugságot prófétáló próféták szívében, a kik az ő szívök csalárdságát prófétálják?
Εως ποτε θελει εισθαι τουτο εν τη καρδια των προφητων των προφητευοντων ψευδος; ναι, προφητευουσι τας απατας της καρδιας αυτων
A kik el akarják az én népemmel felejtetni az én nevemet az ő álmaikkal, a melyeket egymásnak beszélnek, miképen az ő atyáik elfeledkeztek az én nevemről a Baálért?
οιτινες στοχαζονται να καμωσι τον λαον μου να λησμονηση το ονομα μου, δια των ενυπνιων αυτων τα οποια διηγουνται εκαστος προς τον πλησιον αυτου, καθως ελησμονησαν οι πατερες αυτων το ονομα μου δια τον Βααλ.
A próféta, a ki álomlátó, beszéljen álmot; a kinél pedig az én igém van, beszélje az én igémet igazán. Mi köze van a polyvának a búzával? azt mondja az Úr.
Ο προφητης εις τον οποιον ειναι ενυπνιον, ας διηγηθη το ενυπνιον και εκεινος, εις τον οποιον ειναι ο λογος μου, ας λαληση τον λογον μου εν αληθεια. Τι ειναι το αχυρον προς τον σιτον; λεγει Κυριος.
Nem olyan-é az én igém, mint a tűz? azt mondja az Úr, mint a sziklazúzó pőröly?
Δεν ειναι ο λογος μου ως πυρ; λεγει ο Κυριος και ως σφυρα κατασυντριβουσα τον βραχον;
Azért ímé én a prófétákra *támadok,* azt mondja az Úr, a kik az én beszédeimet ellopják egyik a másikától.
Δια τουτο, ιδου, εγω ειμαι εναντιον των προφητων, λεγει Κυριος, οιτινες κλεπτουσι τους λογους μου, εκαστος απο του πλησιον αυτου.
Ímé, én a prófétákra *támadok,* azt mondja az Úr, a kik felemelik nyelvöket és azt mondják: *az Úr* mondja!
Ιδου, εγω ειμαι εναντιον των προφητων, λεγει Κυριος, οιτινες κινουσι τας γλωσσας αυτων και λεγουσιν, Αυτος λεγει.
Ímé, én a *próféták*ra *támadok,* a kik hazug álmokat prófétálnak, azt mondja az Úr, és beszélik azokat, és megcsalják az én népemet az ő hazugságaikkal és hízelkedéseikkel, holott én nem küldtem őket, sem nem parancsoltam nékik, és használni sem használtak e népnek, azt mondja az Úr.
Ιδου, εγω ειμαι εναντιον των προφητευοντων ενυπνια ψευδη, λεγει Κυριος, οιτινες διηγουνται αυτα και πλανωσι τον λαον μου με τα ψευδη αυτων και με την αφροσυνην αυτων ενω εγω δεν απεστειλα αυτους ουδε προσεταξα αυτους δια τουτο ουδολως θελουσιν ωφελησει τον λαον τουτον, λεγει Κυριος.
Mikor pedig megkérdez téged e nép, vagy a próféta, vagy a pap, mondván: Micsoda az Úrnak terhe? akkor mondd meg nékik azt: mi a teher? Az, hogy elvetlek titeket, azt mondja az Úr.
Και εαν ο λαος ουτος η ο προφητης η ο ιερευς σε ερωτησωσι, λεγοντες, Τι ειναι το φορτιον του Κυριου; τοτε θελεις ειπει προς αυτους, Τι το φορτιον; θελω βεβαιως σας εγκαταλειψει, λεγει Κυριος.
A mely próféta vagy pap, vagy község azt mondja: Ez az Úrnak terhe, meglátogatom azt az embert és annak házát.
Τον δε προφητην και τον ιερεα και τον λαον, οστις ειπη, Το φορτιον του Κυριου, εγω βεβαιως θελω παιδευσει τον ανθρωπον εκεινον και τον οικον αυτου.
Kiki ezt mondja az ő barátjának és kiki az ő atyjafiának: Mit felel az Úr? és mit szólt az Úr?
Ουτω θελετε ειπει, εκαστος προς τον πλησιον αυτου και εκαστος προς τον αδελφον αυτου Τι απεκριθη ο Κυριος; και, Τι ελαλησεν ο Κυριος;
És az Úrnak terhét ne emlegessétek többé, mert mindenkinek terhes lesz az ő szava, ha elforgatjátok az élő Istennek, a Seregek Urának, a mi Istenünknek, beszédét.
Και φορτιον Κυριου δεν θελετε αναφερει πλεον επειδη το φορτιον θελει εισθαι εις εκαστον ο λογος αυτου διοτι διεστρεψατε τους λογους του Θεου του ζωντος, του Κυριου των δυναμεων, του Θεου ημων.
Ezt mondjad a prófétának: Mit felelt néked az Úr és mit szólt az Úr?
Ουτω θελεις ειπει προς τον προφητην Τι σοι απεκριθη ο Κυριος; και, Τι ελαλησεν ο Κυριος;
Hogyha az Úrnak terhét említitek, tehát ezt mondja az Úr: Mivelhogy ti e szót mondottátok: ez az Úrnak terhe, jóllehet küldék ti hozzátok, a kik ezt mondják: Ne mondjátok: ez az Úrnak terhe;
Αλλ επειδη λεγετε, Το φορτιον του Κυριου, δια τουτο ουτω λεγει Κυριος Επειδη λεγετε τον λογον τουτον, Το φορτιον του Κυριου, εγω δε απεστειλα προς εσας, λεγων, δεν θελετε λεγει, Το φορτιον του Κυριου
Ezért ímé én elfeledlek titeket, és kigyomlállak titeket, és a várost, a melyet néktek és a ti atyáitoknak adtam, *elvetem* az én orczám elől.
δια τουτο, Ιδου, εγω θελω σας λησμονησει παντελως και θελω απορριψει υμας και την πολιν την οποιαν εδωκα εις υμας και εις τους πατερας υμων, απο προσωπου μου
És örökkévaló szégyent és örökkévaló gyalázatot hozok ti reátok, a mely felejthetetlen.
και θελω φερει εφ υμας ονειδος αιωνιον, και καταισχυνην αιωνιον, ητις δεν θελει λησμονηθη.