Genesis 44

Und er gebot dem, der über sein Haus war, und sprach: Fülle die Säcke der Männer mit Speise, so viel sie tragen können, und lege das Geld eines jeden oben in seinen Sack.
Προσεταξε δε τον επιστατην της οικιας αυτου λεγων, Γεμισον τα σακκια των ανθρωπων τροφας, οσας δυνανται να φερωσι, και βαλε το αργυριον εκαστου εν τω στοματι του σακκιου αυτου
Und meinen Kelch, den silbernen Kelch, sollst du oben in den Sack des Jüngsten legen mit dem Gelde für sein Getreide. Und er tat nach den Worte Josephs, das er geredet hatte.
και βαλε το ποτηριον μου, το ποτηριον το αργυρουν, εν τω στοματι του σακκιου του νεωτερου και το αργυριον του σιτου αυτου. Και εκαμε κατα τον λογον τον οποιον ειπεν ο Ιωσηφ.
Als der Morgen anbrach, da wurden die Männer entlassen, sie und ihre Esel.
Το πρωι καθως εφεγξεν, απεσταλησαν οι ανθρωποι, αυτοι και οι ονοι αυτων.
Sie waren eben zur Stadt hinausgegangen, sie waren noch nicht weit, da sprach Joseph zu dem, der über sein Haus war: Mache dich auf, jage den Männern nach, und hast du sie erreicht, so sage zu ihnen: Warum habt ihr Böses für Gutes vergolten?
Αφου δε εξηλθον εκ της πολεως, πριν απομακρυνθωσι πολυ, ειπεν ο Ιωσηφ προς τον επιστατην της οικιας αυτου, Σηκωθεις, δραμε κατοπιν των ανθρωπων και προφθασας ειπε προς αυτους, δια τι ανταπεδωκατε κακον αντι καλου;
Ist es nicht der, aus welchem mein Herr trinkt und aus dem er zu wahrsagen pflegt? Ihr habt übel getan, was ihr getan habt!
δεν ειναι τουτο το ποτηριον, εις το οποιον πινει ο κυριος μου, και δια του οποιου αληθως μαντευει; κακως εκαμετε πραξαντες τουτο.
Und er erreichte sie und redete diese Worte zu ihnen.
Και καθως επροφθασεν αυτους, ειπε προς αυτους τους λογους τουτους.
Und sie sprachen zu ihm: Warum redet mein Herr solche Worte? Fern sei es von deinen Knechten, eine solche Sache zu tun!
Οι δε ειπον προς αυτον, Δια τι ο κυριος ημων λαλει κατα τους λογους τουτους; μη γενοιτο οι δουλοι σου να πραξωσι τοιουτον πραγμα
Siehe, das Geld, das wir oben in unseren Säcken fanden, haben wir dir aus dem Lande Kanaan zurückgebracht, und wie sollten wir aus dem Hause deines Herrn Silber oder Gold stehlen?
ιδου, το αργυριον, το οποιον ευρηκαμεν εν τω στοματι των σακκιων ημων, επεστρεψαμεν προς σε εκ της γης Χανααν, και πως ηθελομεν κλεψει εκ της οικιας του κυριου σου αργυριον η χρυσιον;
Bei welchem von deinen Knechten er gefunden wird, der sterbe; und dazu wollen wir meines Herrn Knechte sein.
εις οντινα εκ των δουλων σου ευρεθη, ας αποθανη, και ημεις ετι θελομεν γεινει δουλοι του κυριου ημων.
Da sprach er: Nun, nach euren Worten, so sei es auch: bei wem er gefunden wird, der sei mein Knecht, ihr aber sollt schuldlos sein.
Ο δε ειπε, Και τωρα ας γεινη καθως λεγετε εις οντινα ευρεθη, θελει γεινει δουλος μου, σεις δε θελετε εισθαι αθωοι.
Und sie eilten und hoben ein jeder seinen Sack auf die Erde herab und öffneten ein jeder seinen Sack.
Και σπευσαντες, κατεβιβασαν εκαστος το σακκιον αυτου εις την γην και ηνοιξεν εκαστος το σακκιον αυτου.
Und er durchsuchte: beim Ältesten fing er an, und beim Jüngsten hörte er auf; und der Kelch fand sich im Sacke Benjamins.
Και ηρευνησεν, αρχισας απο του πρεσβυτερου και τελειωσας εις τον νεωτερον και ευρεθη το ποτηριον εν τω σακκιω του Βενιαμιν.
Da zerrissen sie ihre Kleider, und ein jeder belud seinen Esel, und sie kehrten in die Stadt zurück.
Τοτε εσχισαν τα ιματια αυτων και φορτωσαντες εκαστος τον ονον αυτου, επεστρεψαν εις την πολιν.
Und Juda und seine Brüder kamen in das Haus Josephs; und er war noch daselbst, und sie fielen vor ihm nieder zur Erde.
Εισηλθε δε ο Ιουδας και οι αδελφοι αυτου εις την οικιαν του Ιωσηφ, ετι αυτου οντος εκει και επεσαν εμπροσθεν αυτου επι την γην.
Und Joseph sprach zu ihnen: Was ist das für eine Tat, die ihr getan habt! Wußtet ihr nicht, daß solch ein Mann wie ich wahrsagen kann?
Και ειπε προς αυτους ο Ιωσηφ, Τι ειναι το πραγμα τουτο, το οποιον επραξατε; δεν εξευρετε οτι ανθρωπος οποιος εγω αληθως μαντευει;
Und Juda sprach: Was sollen wir meinem Herrn sagen? Was sollen wir reden und wie uns rechtfertigen? Gott hat die Missetat deiner Knechte gefunden; siehe, wir sind die Knechte meines Herrn, sowohl wir als auch der, in dessen Hand der Kelch gefunden worden ist.
Και ειπεν ο Ιουδας, Τι να ειπωμεν προς τον κυριον μου; τι να λαλησωμεν; η πως να δικαιωθωμεν; ο Θεος ευρηκε την αδικιαν των δουλων σου ιδου, ειμεθα δουλοι του κυριου μου και εμεις και εκεινος εις τον οποιον ευρεθη το ποτηριον.
Und er sprach: Fern sei es von mir, solches zu tun! Der Mann, in dessen Hand der Kelch gefunden worden ist, der soll mein Knecht sein; und ihr, ziehet in Frieden hinauf zu eurem Vater.
Ο δε ειπε, Μη γενοιτο εις εμε να πραξω τουτο ο ανθρωπος εις τον οποιον ευρεθη το ποτηριον, ουτος θελει εισθαι εις εμε δουλος σεις δε αναβητε εν ειρηνη προς τον πατερα σας.
Da trat Juda zu ihm und sprach: Bitte, mein Herr, laß doch deinen Knecht ein Wort reden zu den Ohren meines Herrn, und es entbrenne nicht dein Zorn gegen deinen Knecht, denn du bist gleich dem Pharao.
Τοτε επλησιασεν εις αυτον ο Ιουδας και ειπε, Δεομαι, κυριε μου ας λαληση, παρακαλω, ο δουλος σου λογον εις τα ωτα του κυριου μου και ας μη εξαφθη ο θυμος σου κατα του δουλου σου διοτι συ εισαι ως Φαραω.
Mein Herr fragte seine Knechte und sprach: Habt ihr noch einen Vater oder einen Bruder?
Ο κυριος μου ηρωτησε τους δουλους αυτου λεγων, Εχετε πατερα, η αδελφον;
Und wir sprachen zu meinem Herrn: Wir haben einen alten Vater und einen jungen Knaben, der ihm im Alter geboren wurde; und dessen Bruder ist tot, und er allein ist von seiner Mutter übriggeblieben, und sein Vater hat ihn lieb.
Και ειπομεν προς τον κυριον μου, Εχομεν πατερα γεροντα και παιδιον του γηρατος αυτου μικρον, ο δε αδελφος αυτου απεθανε και αυτος μονος εμεινεν εκ της μητρος αυτου και ο πατηρ αυτου αγαπα αυτον.
Und du sprachst zu deinen Knechten: Bringet ihn zu mir herab, daß ich mein Auge auf ihn richte.
Και ειπας προς τους δουλους σου, Φερετε αυτον προς εμε δια να ιδω αυτον ιδιοις οφθαλμοις.
Und wir sprachen zu meinem Herrn: Der Knabe kann seinen Vater nicht verlassen; verließe er seinen Vater, so stürbe er.
Και ειπομεν προς τον κυριον μου, το παιδιον δεν δυναται να αφηση τον πατερα αυτου διοτι εαν αφηση τον πατερα αυτου, ουτος θελει αποθανει.
Da sprachst du zu deinen Knechten: Wenn euer jüngster Bruder nicht mit euch herabkommt, so sollt ihr mein Angesicht nicht mehr sehen.
Συ δε ειπας προς τους δουλους σου, Εαν δεν καταβη ο αδελφος υμων ο νεωτερος μεθ υμων, δεν θελετε ιδει πλεον το προσωπον μου.
Und es geschah, als wir hinaufgezogen waren zu deinem Knechte, meinem Vater, da berichteten wir ihm die Worte meines Herrn.
Και οτε ανεβημεν προς τον δουλον σου τον πατερα μου, απηγγειλαμεν προς αυτον τους λογους του κυριου μου.
Und unser Vater sprach: Ziehet wieder hin, kaufet uns ein wenig Speise.
Ο δε πατηρ ημων ειπεν, Υπαγετε παλιν, αγορασατε εις ημας ολιγας τροφας.
Wir aber sprachen: Wir können nicht hinabziehen. Wenn unser jüngster Bruder bei uns ist, so wollen wir hinabziehen; denn wir dürfen das Angesicht des Mannes nicht sehen, wenn unser jüngster Bruder nicht bei uns ist.
Και ειπομεν, Δεν δυναμε0α να καταβωμεν εαν ο αδελφος ημων ο νεωτερος ηναι μεθ ημων, τοτε θελομεν καταβη διοτι δεν δυναμεθα να ιδωμεν το προσωπον του ανθρωπου, εαν ο αδελφος ημων ο νεωτερος δεν ηναι μεθ ημων.
Und dein Knecht, mein Vater, sprach zu uns: Ihr wisset, daß mein Weib mir zwei geboren hat;
Και ο δουλος σου ο πατηρ μου ειπε προς ημας, Σεις εξευρετε οτι δυο υιους εγεννησεν εις εμε η γυνη μου
und der eine ist von mir weggegangen, und ich sprach: Fürwahr, er ist gewißlich zerrissen worden; und ich habe ihn nicht mehr gesehen bis jetzt.
και ο εις εξηλθεν απο πλησιον μου και ειπα, Βεβαιως κατεσπαραχθη υπο θηριου και δεν ειδον αυτον εως του νυν
Und nehmet ihr auch diesen von mir hinweg, und es begegnet ihm ein Unfall, so werdet ihr mein graues Haar mit Unglück hinabbringen in den Scheol.
εαν δε λαβητε και τουτον απ εμπροσθεν μου και συμβη εις αυτον συμφορα, θελετε καταβιβασει την πολιαν μου μετα λυπης εις τον ταφον.
Und nun, wenn ich zu deinem Knechte, meinem Vater, komme, und der Knabe ist nicht bei uns, -und seine Seele hängt an dessen Seele, -
Τωρα λοιπον οταν υπαγω προς τον δουλον σου τον πατερα μου, και το παιδιον δεν ηναι μεθ ημων επειδη η ψυχη αυτου κρεμαται εκ της ψυχης εκεινου,
so wird es geschehen, daß er stirbt, wenn er sieht, daß der Knabe nicht da ist; und deine Knechte werden das graue Haar deines Knechtes, unseres Vaters, mit Kummer hinabbringen in den Scheol.
καθως ιδη οτι το παιδιον δεν ειναι, θελει αποθανει και οι δουλοι σου θελουσι καταβιβασει την πολιαν του δουλου σου του πατρος ημων μετα λυπης εις τον ταφον.
Denn dein Knecht ist für den Knaben Bürge geworden bei meinem Vater, indem ich sprach: Wenn ich ihn nicht zu dir bringe, so will ich alle Tage gegen meinen Vater gesündigt haben.
Διοτι ο δουλος σου εγγυηθη περι του παιδιου προς τον πατερα μου λεγων, Εαν δεν φερω αυτον προς σε, τοτε θελω εισθαι υπευθυνος προς τον πατερα μου διαπαντος.
Und nun, laß doch deinen Knecht anstatt des Knaben bleiben, als Knecht meines Herrn, und der Knabe ziehe hinauf mit seinen Brüdern;
Τωρα λοιπον, δεομαι σου, ας μεινη ο δουλος σου αντι του παιδιου δουλος εις τον κυριον μου, το δε παιδιον ας αναβη μετα των αδελφων αυτου
denn wie sollte ich zu meinem Vater hinaufziehen, wenn der Knabe nicht bei mir wäre? -daß ich nicht das Unglück ansehen müsse, welches meinen Vater treffen würde!
διοτι πως να αναβω προς τον πατερα μου, εαν το παιδιον δεν ηναι μετ εμου; ουχι, δια να μη ιδω το κακον, το οποιον θελει ευρει τον πατερα μου.