Psalms 36

Au chef des chantres. Du serviteur de l'Eternel, de David. La parole impie du méchant est au fond de son coeur; La crainte de Dieu n'est pas devant ses yeux.
Εις τον πρωτον μουσικον. Ψαλμος του Δαβιδ, δουλου του Κυριου. Του ασεβους η παρανομια λεγει εν τη καρδια μου, δεν ειναι φοβος Θεου εμπροσθεν των οφθαλμων αυτου.
Car il se flatte à ses propres yeux, Pour consommer son iniquité, pour assouvir sa haine.
Διοτι απατα εαυτον εις τους οφθαλμους αυτου περι του οτι θελει ευρεθη η ανομια αυτου δια να μισηθη.
Les paroles de sa bouche sont fausses et trompeuses; Il renonce à agir avec sagesse, à faire le bien.
Τα λογια του στοματος αυτου ειναι ανομια και δολος δεν ηθελησε να νοηση δια να πραττη το αγαθον.
Il médite l'injustice sur sa couche, Il se tient sur une voie qui n'est pas bonne, Il ne repousse pas le mal.
Ανομιαν διαλογιζεται επι της κλινης αυτου ισταται εν οδω ουχι καλη το κακον δεν μισει.
Eternel! ta bonté atteint jusqu'aux cieux, Ta fidélité jusqu'aux nues.
Κυριε, εως του ουρανου φθανει το ελεος σου, η αληθεια σου εως των νεφελων.
Ta justice est comme les montagnes de Dieu, Tes jugements sont comme le grand abîme. Eternel! tu soutiens les hommes et les bêtes.
Η δικαιοσυνη σου ειναι ως τα υψηλα ορη αι κρισεις σου αβυσσος μεγαλη ανθρωπους και κτηνη σωζεις, Κυριε.
Combien est précieuse ta bonté, ô Dieu! A l'ombre de tes ailes les fils de l'homme cherchent un refuge.
Ποσον πολυτιμον ειναι το ελεος σου, Θεε. Δια τουτο οι υιοι των ανθρωπων ελπιζουσιν επι την σκιαν των πτερυγων σου.
Ils se rassasient de l'abondance de ta maison, Et tu les abreuves au torrent de tes délices.
Θελουσι χορτασθη απο του παχους του οικου σου, και απο του χειμαρρου της τρυφης σου θελεις ποτισει αυτους.
Car auprès de toi est la source de la vie; Par ta lumière nous voyons la lumière.
Διοτι μετα σου ειναι η πηγη της ζωης εν τω φωτι σου θελομεν ιδει φως.
Etends ta bonté sur ceux qui te connaissent, Et ta justice sur ceux dont le coeur est droit!
Εκτεινον το ελεος σου προς τους γνωριζοντας σε, και την δικαιοσυνην σου προς τους ευθεις την καρδιαν.
Que le pied de l'orgueil ne m'atteigne pas, Et que la main des méchants ne me fasse pas fuir!
Ας μη ελθη επ εμε πους υπερηφανιας και χειρ ασεβων ας μη με σαλευση.
Déjà tombent ceux qui commettent l'iniquité; Ils sont renversés, et ils ne peuvent se relever.
Εκει επεσον οι εργαται της ανομιας κατεσπρωχθησαν και δεν θελουσι δυνηθη να ανεγερθωσι.