Psalms 6

(Til sangmesteren. Med strengespil. Efter den ottende. En salme af David.) HERRE, revs mig ej i din Vrede, tugt mig ej i din Harme,
Εις τον πρωτον μουσικον, επι Νεγινωθ, επι Σεμινιθ. Ψαλμος του Δαβιδ. Κυριε, μη με ελεγξης εν τω θυμω σου, μηδε εν τη οργη σου παιδευσης με.
vær mig nådig Herre, jeg sygner hen, mine Ledmod skælver, læg mig, Herre!
Ελεησον με, Κυριε, διοτι ειμαι αδυνατος ιατρευσον με, Κυριε, διοτι εταραχθησαν τα οστα μου.
Såre skælver min Sjæl; o HERRE, hvor længe endnu?
Και η ψυχη μου εταραχθη σφοδρα αλλα συ, Κυριε, εως ποτε;
Vend tilbage, HERRE, og frels min Sjæl, hjælp mig dog for din Miskundheds Skyld!
Επιστρεψον, Κυριε λυτρωσον την ψυχην μου σωσον με δια το ελεος σου.
Thi i Døden kommes du ikke i Hu, i Dødsriget hvo vil takke dig der?
Διοτι εν τω θανατω δεν υπαρχει ενθυμησις περι σου εν τω αδη τις θελει σε δοξολογησει;
Jeg er så træt af at sukke; jeg væder hver Nat mit Leje, bader med Tårer min Seng;
Απεκαμον εν τω στεναγμω μου ολην την νυκτα λουω την κλινην μου με τα δακρυα μου καταβρεχω την στρωμνην μου.
mit Øje hentæres af Sorg, sløves for alle mine Fjenders Skyld.
Ο οφθαλμος μου εμαρανθη εκ της θλιψεως εγηρασεν εξ αιτιας παντων των εχθρων μου.
Vig fra mig, alle I Udådsmænd, thi HERREN har hørt min Gråd,
Απομακρυνθητε απ εμου, παντες οι εργαται της ανομιας, διοτι ηκουσεν ο Κυριος την φωνην του κλαυθμου μου.
HERREN har hørt min Tryglen, min Bøn tager HERREN imod.
Ηκουσεν ο Κυριος την δεησιν μου ο Κυριος εδεχθη την προσευχην μου.
Beskæmmes skal alle mine Fjender og såre forfærdes, brat skal de vige med Skam.
Ας αισχυνθωσι και ας ταραχθωσι σφοδρα παντες οι εχθροι μου ας στραφωσιν εις τα οπισω ας καταισχυνθωσιν αιφνιδιως.