Hosea 4

Hør Isralitter, Herrens ord, thi Herren går i rette med Landets Folk. Thi ej er der Troskab, ej Godhed, ej kender man Gud i Landet.
Ακουσατε τον λογον του Κυριου, υιοι Ισραηλ διοτι ο Κυριος εχει κρισιν μετα των κατοικων της γης, επειδη δεν υπαρχει αληθεια ουδε ελεος ουδε γνωσις Θεου επι της γης.
Man sværger og lyver, myrder og stjæler, horer, gør Indbrud, og Blodskyld følger på Blodskyld.
Επιορκια και ψευδος και φονος και κλοπη και μοιχεια επλημμυρησαν, και αιματα εγγιζουσιν επι αιματα.
Derfor sørger Landet, og alt, hvad der bor der, sygner, Markens Dyr og Himlens Fugle; selv Havets Fisk svinder bort.
Δια τουτο θελει πενθησει η γη, και πας ο κατοικων εν αυτη θελει λιποψυχησει, μετα των θηριων του αγρου και μετα των πετεινων του ουρανου ετι και οι ιχθυες της θαλασσης θελουσιν εκλειψει.
Dog skænde man ej, dog revse man ej, når mit Folk kun er som dets Præster.
Πλην ας μη αντιλεγη μηδεις μηδ ας ελεγχη τον αλλον διοτι ο λαος σου ειναι ως οι αντιλεγοντες εις τον ιερεα.
Du skal styrte ved Dag, og med dig Profeten ved Nat.
Δια τουτο θελεις ολισθησει την ημεραν, και μετα σου θελει ολισθησει και ο προφητης την νυκτα, και θελω αφανισει την μητερα σου.
Mit Folk skal gå til Grunde, fordi det er uden Kundskab. Da du har vraget Kundskab, vrager jeg dig som Præst; du glemte din Guds Åbenbaring, så glemmer og jeg dine Sønner.
Ο λαος μου ηφανισθη δι ελλειψιν γνωσεως επειδη συ απερριψας την γνωσιν και εγω απερριψα σε απο του να ιερατευης εις εμε επειδη ελησμονησας τον νομον του Θεου σου, και εγω θελω λησμονησει τα τεκνα σου.
Jo fler, des mere de synded, ombytted deres Ære med Skændsel;
Καθως επληθυναν, ουτως ημαρτησαν εις εμε την δοξαν αυτων εις ατιμιαν θελω μεταβαλει.
mit Folks Synd lever de af, dets Brøde hungrer de efter.
Τρωγουσι τας αμαρτιας του λαου μου και εχουσι προσηλωμενην την ψυχην αυτων εις την ανομιαν αυτων.
Men Præst skal det gå som Folk: jeg hjemsøger ham for hans Færd, hans Id gengælder jeg ham.
Δια τουτο θελει εισθαι, καθως ο λαος, ουτω και ο ιερευς και θελω επισκεφθη επ αυτους τας οδους αυτων και ανταποδωσει εις αυτους τας πραξεις αυτων.
De skal spise, men ikke mættes bole, men ej blive fler; thi de har sveget HERREN og holder fast ved Hor.
Διοτι θελουσι τρωγει και δεν θελουσι χορταζεσθαι, θελουσι πορνευει και δεν θελουσι πληθυνεσθαι επειδη εγκατελιπον το να λατρευωσι τον Κυριον.
Vin og Most tager Forstanden.
Πορνεια και οινος και μεθη αφαιρουσι την καρδιαν.
Mit Folk rådspørger sit Træ, og Svaret giver dets Stok; thi Horeånd ledte dem vild, de boler sig bort fra deres Gud.
Ο λαος μου ερωτα τα ξυλα αυτου, και η αβδος αυτου αποκρινεται προς αυτον διοτι το πνευμα της πορνειας επλανησεν αυτους και επορνευσαν εκκλινοντες απο του Θεου αυτων.
De ofrer på Bjergenes Tinder, på Højene brænder de Ofre under en Eg, en Poppel, en Terebinte, thi Skyggen er god. Så horer jo og eders Døtre, så boler jo og eders Kvinder;
Θυσιαζουσιν επι τας κορυφας των ορεων και θυμιαζουσιν επι τους λοφους, υπο τας δρυς και λευκας και τερεβινθους, διοτι η σκια αυτων ειναι καλη δια τουτο αι θυγατερες σας θελουσι πορνευσει και αι νυμφαι σας θελουσι μοιχευσει.
jeg straffer ej Døtrenes Hor, ej Kvinderne for deres Bolen; thi selv går de bort med Horer ofrer sammen med Skøger; og det uvise Folk drages ned.
Δεν θελω τιμωρησει τας θυγατερας σας οταν πορνευσωσιν ουδε τας νυμφας σας οταν μοιχευσωσι, διοτι αυτοι αποχωριζονται μετα των πορνων και θυσιαζουσι μετα των ασελγων δια τουτο ο λαος ο ασυνετος θελει κατακρημνισθη.
Men selv om du, Israel, horer, må Juda ej gøre sig skyldigt. Gå ikke over til Gilgal, drag ikke op til Bet-Aven, sværg ikke: "Så sandt HERREN lever!"
Εαν συ, Ισραηλ, πορνευης, τουλαχιστον ας μη ανομηση ο Ιουδας μη υπαγετε λοιπον εις Γαλγαλα μηδ αναβαινετε εις Βαιθ−αυεν μηδε ομνυετε, Ζη ο Κυριος.
Thi som en uvan Ko er Israel uvan, skal HERREN så lade dem græsse i Frihed som Lam?
Διοτι ο Ισραηλ απεσκιρτησεν ως δαμαλις αποσκιρτωσα τωρα θελει βοσκησει αυτους ο Κυριος ως αρνια εν τοπω πλατει.
Efraim er bundet til Afgudsbilleder; lad ham fare!
Ο Εφραιμ προσεκολληθη εις τα ειδωλα αφησατε αυτον.
Deres Drikken er skejet ud. Hor har de bedrevet; højt har deres Skjolde elsket Skændsel.
Το ποτον αυτων ωξυνισεν ολως εδοθησαν εις την πορνειαν οι υπερασπισται αυτης ω της αισχυνης, αγαπωσι το Δοτε.
Et Vejr har omspændt dem med sine Vinger, og de skal blive til Skamme for deres Ofre.
Ο ανεμος θελει συσφιγξει αυτην εν ταις πτερυξιν αυτου, και θελουσι καταισχυνθη δια τας θυσιας αυτων.