I John 3

Ser, hvor stor en Kærlighed Faderen har givet os, at vi skulle kaldes Guds Børn og vi ere det. Derfor kender Verden os ikke, fordi den ikke har kendt ham.
Ιδετε οποιαν αγαπην εδωκεν εις ημας ο Πατηρ, ωστε να ονομασθωμεν τεκνα Θεου. Δια τουτο ο κοσμος δεν γνωριζει ημας, διοτι δεν εγνωρισεν αυτον.
I elskede! nu ere vi Guds Børn, og det er endnu ikke åbenbaret, hvad vi skulle vorde. Vi vide, at når det åbenbares, da skulle vi vorde ham lige; thi i skulle se ham, som han er.
Αγαπητοι, τωρα ειμεθα τεκνα Θεου, και ετι δεν εφανερωθη τι θελομεν εισθαι εξευρομεν ομως οτι οταν φανερωθη, θελομεν εισθαι ομοιοι με αυτον, διοτι θελομεν ιδει αυτον καθως ειναι.
Og hver den, som har dette Håb til ham, renser sig selv, ligesom han er ren.
Και πας οστις εχει την ελπιδα ταυτην επ αυτον καθαριζει εαυτον, καθως εκεινος ειναι καθαρος.
Hver den, som gør Synden, begår også Overtrædelse af Loven, og Synden er Lovens Overtrædelse.
Πας οστις πραττει την αμαρτιαν πραττει και την ανομιαν, διοτι η αμαρτια ειναι η ανομια.
Og I vide, at han blev åbenbaret for at han skulde borttage Synderne; og der er ikke Synd i ham
Και εξευρετε οτι εκεινος εφανερωθη δια να σηκωση τας αμαρτιας ημων, και αμαρτια εν αυτω δεν υπαρχει.
Hver den, som bliver i ham, synder ikke; hver den, som synder,har ikke set ham og kender ham ej heller.
Πας οστις μενει εν αυτω δεν αμαρτανει πας ο αμαρτανων δεν ειδεν αυτον ουδε εγνωρισεν αυτον.
Mine Børn, ingen forføre eder! Den, som gør Retfærdigheden, er retfærdig, ligesom han er retfærdig.
Τεκνια, ας μη σας πλανα μηδεις οστις πραττει την δικαιοσυνην ειναι δικαιος, καθως εκεινος ειναι δικαιος
Den, som gør Synden, er af Djævelen; thi Djævelen har syndet fra Begyndelsen. Dertil blev Guds Søn åbenbaret, for at han skulde nedbryde Djævelens Gerninger.
οστις πραττει την αμαρτιαν ειναι εκ του διαβολου, διοτι απ αρχης ο διαβολος αμαρτανει. Δια τουτο εφανερωθη ο Υιος του Θεου, δια να καταστρεψη τα εργα του διαβολου.
Hver den, som er født af Gud, gør ikke Synd, fordi hans Sæd bliver i ham, og han kan ikke synde, fordi han er født af Gud.
Πας οστις εγεννηθη εκ του Θεου αμαρτιαν δεν πραττει, διοτι σπερμα αυτου μενει εν αυτω και δεν δυναται να αμαρτανη, διοτι εγεννηθη εκ του Θεου.
Derved blive Guds Børn og Djævelens Børn åbenbare. Hver den, som ikke gør Retfærdighed, er ikke af Gud, og ligeså den, som ikke elsker sin Broder.
Εν τουτω γνωριζονται τα τεκνα του Θεου και τα τεκνα του διαβολου. Πας οστις δεν πραττει δικαιοσυνην δεν ειναι εκ του Θεου, ουδε οστις δεν αγαπα τον αδελφον αυτου.
Thi dette er det Budskab, som I have hørt fra Begyndelsen, at vi skulle elske hverandre;
Διοτι αυτη ειναι η παραγγελια, την οποιαν ηκουσατε απ αρχης, να αγαπωμεν αλληλους
ikke som Kain, der var af den onde og myrdede sin Broder. Og hvorfor myrdede han ham? Fordi hans Gerninger vare onde, men hans Broders retfærdige.
ουχι καθως ο Καιν ητο εκ του πονηρου και εσφαξε τον αδελφον αυτου και δια τι εσφαξεν αυτον; διοτι τα εργα αυτου ησαν πονηρα, τα δε του αδελφου αυτου δικαια.
Undrer eder ikke, mine Brødre! om Verden hader eder.
Μη θαυμαζετε, αδελφοι μου, αν ο κοσμος σας μιση.
Vi vide, at vi ere gåede over fra Døden til Livet, thi vi elske Brødrene. Den, som ikke elsker, bliver i Døden.
ημεις εξευρομεν οτι μετεβημεν εκ του θανατου εις την ζωην, διοτι αγαπωμεν τους αδελφους οστις δεν αγαπα τον αδελφον μενει εν τω θανατω.
Hver den, som hader sin Broder, er en Manddraber; og I vide, at ingen Manddraber har evigt Liv blivende i sig.
Πας οστις μισει τον αδελφον αυτου ειναι ανθρωποκτονος και εξευρετε οτι πας ανθρωποκτονος δεν εχει ζωην αιωνιον μενουσαν εν εαυτω.
Derpå kende vi Kærligheden, at han har sat sit Liv til for os; også vi ere skyldige at sætte Livet til for Brødrene.
Εκ τουτου γνωριζομεν την αγαπην, οτι εκεινος υπερ ημων την ψυχην αυτου εβαλε και ημεις χρεωστουμεν υπερ των αδελφων να βαλλωμεν τας ψυχας ημων.
Men den, som bar Verdens Gods og ser sin Broder lide Nød og lukker sit Hjerte for ham, hvorledes bliver Guds Kærlighed i ham?
Οστις ομως εχη τον βιον του κοσμου και θεωρη τον αδελφον αυτου οτι εχει χρειαν και κλειση τα σπλαγχνα αυτου απ αυτου, πως η αγαπη του Θεου μενει εν αυτω;
Mine Børn! lader os ikke elske med Ord, ej heller med Tungen, men i Gerning og Sandhed!
Τεκνια μου, μη αγαπωμεν με λογον μηδε με γλωσσαν, αλλα με εργον και αληθειαν.
Og derpå kunne vi kende, at vi ere af Sandheden, og da kunne vi for hans Åsyn stille vore Hjerter tilfreds,
Και εκ τουτου γνωριζομεν οτι ειμεθα εκ της αληθειας, και θελομεν πληροφορησει τας καρδιας ημων εμπροσθεν αυτου,
hvad end vort Hjerte måtte fordømme os for; thi Gud er større end vort Hjerte og kender alle Ting.
διοτι εαν μας κατακρινη η καρδια, βεβαιως ο Θεος ειναι μεγαλητερος της καρδιας ημων και γνωριζει τα παντα.
I elskede! dersom vort Hjerte ikke fordømmer os, have vi Frimodighed for Gud,
Αγαπητοι, εαν η καρδια ημων δεν μας κατακρινη, εχομεν παρρησιαν προς τον Θεον,
og hvad vi end bede om, det få vi af ham, fordi vi holde hans Bud og gøre det, som er velbehageligt for ham.
και ο, τι αν ζητωμεν λαμβανομεν παρ αυτου, διοτι φυλαττομεν τας εντολας αυτου και πραττομεν τα αρεστα ενωπιον αυτου.
Og dette er hans Bud; at vi skulle tro hans Søns Jesu Kristi Navn og elske hverandre efter det Bud, han gav os.
Και αυτη ειναι η εντολη αυτου, το να πιστευσωμεν εις το ονομα του Υιου αυτου Ιησου Χριστου και να αγαπωμεν αλληλους καθως εδωκεν εντολην εις ημας.
Og den, som holder hans Bud, han bliver i Gud, og Gud i ham; og derpå kende vi, at han bliver i os; af den Ånd, som han gav os.
Και οστις φυλαττει τας εντολας αυτου μενει εν αυτω, και αυτος εν εκεινω. Και εκ τουτου γνωριζομεν οτι μενει εν ημιν, εκ του Πνευματος το οποιον εδωκεν εις ημας.