Αφου Κυριος ο Θεος σου αφανιση τα εθνη, των οποιων την γην διδει εις σε Κυριος ο Θεος σου, και κατακληρονομησης αυτα και κατοικησης εις τας πολεις αυτων και εις τας οικιας αυτων,
Θελεις ετοιμασει εις σεαυτον την οδον και θελεις διαιρεσει εις τρια τα ορια της γης σου, την οποιαν διδει εις σε Κυριος ο Θεος σου να κληρονομησης, δια να φευγη εκει πας φονευς.
καθως οταν υπαγη τις μετα του πλησιον αυτου εις το δασος δια να κοψη ξυλα, και ενω η χειρ αυτου καταβιβαζη κτυπημα με τον πελεκυν δια να κοψη το δενδρον, εκβη το σιδηριον απο του ξυλου και τυχη τον πλησιον αυτου και αυτος αποθανη, ουτος θελει φυγει εις μιαν εκ των πολεων εκεινων και θελει ζησει
μηποτε καταδιωξη τον φονεα ο εκδικητης του αιματος, ενω ειναι εις εξαψιν η καρδια αυτου, και προφθαση αυτον, εαν η οδος ηναι μακρα, και φονευση αυτον, καιτοι μη οντα αξιον θανατου, επειδη δεν εμισει αυτον προτερον.
Και εαν Κυριος ο Θεος σου πλατυνη τα ορια σου, καθως ωμοσε προς τους πατερας σου, και δωση εις σε πασαν την γην, την οποιαν υπεσχεθη να δωση εις τους πατερας σου,
εαν φυλαττης πασας τας εντολας ταυτας, ωστε να εκτελης αυτας, τας οποιας εγω προσταζω εις σε σημερον, να αγαπας Κυριον τον Θεον σου και να περιπατης παντοτε εις τας οδους αυτου, τοτε θελεις προσθεσει εις σεαυτον ετι τρεις πολεις προς τας τρεις εκεινας
Εαν δε τις εχη μισος κατα του πλησιον αυτου, και παραμονευσας αυτον εφορμηση επ αυτον και παταξη αυτον, και αποθανη, και φυγη εις μιαν των πολεων τουτων,
τοτε θελουσιν αποστειλει οι πρεσβυτεροι της πολεως αυτου και θελουσι λαβει αυτον εκειθεν, και θελουσι παραδωσει αυτον εις την χειρα του εκδικητου του αιματος, δια να αποθανη.
Δεν θελεις μετακινησει τα ορια του πλησιον σου, οσα οι πατερες σου εστησαν εις την κληρονομιαν σου, την οποιαν θελεις κατακληρονομησει, εν τη γη την οποιαν Κυριος ο Θεος σου διδει εις σε δια να κατακληρονομησης αυτην.
τοτε και οι δυο ανθρωποι, μεταξυ των οποιων ειναι η διαφορα, θελουσι σταθη ενωπιον του Κυριου, ενωπιον των ιερεων και των κριτων των οντων κατ εκεινας τας ημερας