I Samuel 10

І взяв Самуїл посудинку оливи, та й вилляв на його голову, і поцілував його та й сказав: Чи це не помазав тебе Господь над спадком Своїм на володаря? (І будеш ти царювати над народом Господнім, і ти визволиш його від руки ворогів його навколо. І ось тобі ознака, що Господь помазав тебе над спадком Своїм на володаря.)
Τοτε ελαβεν ο Σαμουηλ την φιαλην του ελαιου, και εχυσεν επι την κεφαλην αυτου, και εφιλησεν αυτον και ειπε, Δεν σε εχρισε Κυριος αρχοντα επι της κληρονομιας αυτου;
Як підеш ти сьогодні від мене, то при Рахилинім гробі, у Веніяминовій країні в Целцаху, знайдеш двох людей, і вони скажуть тобі: Знайдені ті ослиці, яких ти шукати ходив. А оце батько твій занехаяв справи тих ослиць, та й зажурився за вас, говорячи: Що я зроблю для свого сина?
Αφου αναχωρησης απ εμου σημερον, θελεις ευρει δυο ανθρωπους πλησιον του ταφου της Ραχηλ, κατα το οριον του Βενιαμιν εν Σελσα και θελουσιν ειπει προς σε, Ευρεθησαν αι ονοι, τας οποιας υπηγες να ζητησης και ιδου, ο πατηρ σου, αφησας την φροντιδα των ονων, υπερλυπειται δια σας, λεγων, Τι να καμω περι του υιου μου;
І перейдеш ти звідти й далі, і підеш аж до діброви Фаворської, а там знайдуть тебе три чоловіки, що йдуть до Бога до Бет-Елу, один несе трьох ягнят, а один несе три буханці хліба, а один несе бурдюка вина.
Και προχωρησας εκειθεν, θελεις ελθει εως της δρυος του Θαβωρ, και εκει θελουσι σε ευρει τρεις ανθρωποι αναβαινοντες προς τον Θεον εις Βαιθηλ, ο εις φερων τρια εριφια, και ο αλλος φερων τρεις αρτους, και ο αλλος φερων ασκον οινου
І запитають вони тебе про мир, та дадуть тобі два хліби, і ти візьмеш із їхньої руки.
και θελουσι σε χαιρετησει και σοι δωσει δυο αρτους, τους οποιους θελεις δεχθη εκ των χειρων αυτων.
Потому вийдеш ти на Божий горбок, де намісники филистимські. І станеться, як ти ввійдеш там до міста, то стрінеш громаду пророків, що сходять з пагірка, а перед ними арфа, та бубон, та сопілка, та цитра, і вони пророкують.
Μετα ταυτα θελεις υπαγει εις το βουνον του Θεου, οπου ειναι η φρουρα των Φιλισταιων και οταν υπαγης εκει εις την πολιν, θελεις απαντησει αθροισμα προφητων καταβαινοντων απο του υψηλου τοπου εν ψαλτηριω και τυμπανω και αυλω και κιθαρα εμπροσθεν αυτων, και προφητευοντων.
І злине на тебе Дух Господній, і ти будеш з ними пророкувати, і станеш іншою людиною.
Και θελει επελθει επι σε πνευμα Κυριου, και θελεις προφητευσει μετ αυτων και θελεις μεταβληθη εις αλλον ανθρωπον.
І станеться, коли збудуться тобі ці ознаки, роби собі, що знайде рука твоя, бо Бог з тобою.
Και οταν τα σημεια ταυτα ελθωσιν επι σε, καμνε ο, τι δυνασαι διοτι ο Θεος ειναι μετα σου.
І зійдеш ти передо мною до Ґілґалу, а я зійду до тебе, щоб принести цілопалення, щоб приносити мирні жертви. Сім день будеш чекати, аж поки прийду я до тебе, і завідомлю тебе, що будеш робити.
Και θελεις καταβη προ εμου εις Γαλγαλα και ιδου, εγω θελω καταβη προς σε, δια να προσφερω ολοκαυτωματα, να θυσιασω θυσιας ειρηνικας προσμενε επτα ημερας, εωσου ελθω προς σε και σοι αναγγειλω τι εχεις να καμης.
І сталося, як повернувся він, щоб іти від Самуїла, то Бог змінив йому серце на інше, а всі ті ознаки прийшли того дня.
Και οτε εστρεψε τα νωτα αυτου δια να αναχωρηση απο του Σαμουηλ, ο Θεος εδωκεν εις αυτον αλλην καρδιαν και ηλθον παντα εκεινα τα σημεια εν τη ημερα εκεινη.
І прийшли вони туди до Ґів'ї, аж ось громада пророків назустріч йому. І злинув на нього Дух Божий, і він пророкував серед них.
Και οτε ηλθον εκει εις το βουνον, ιδου, αθροισμα προφητων συνηντησεν αυτον και επηλθεν επ αυτον Πνευμα Θεου, και επροφητευσε μεταξυ αυτων.
І сталося, кожен, хто знав його віддавна, а тепер побачили, ось він пророкує разом із пророками, то казали один до одного: Що то сталося Кішовому синові? Чи й Саул між пророками?
Και ως ειδον οι γνωριζοντες αυτον προτερον, και ιδου, προεφητευε μετα των προφητων, τοτε ελεγεν ο λαος, εκαστος προς τον πλησιον αυτου, Τι ειναι τουτο, το οποιον εγεινεν εις τον υιον του Κεις; και Σαουλ εν προφηταις;
І відповів чоловік звідти й сказав: А хто їній батько? Тому то стало за приказку: Чи й Саул між пророками?
Εις δε εκ των εκει απεκριθη και ειπεν, Και τις ειναι ο πατηρ αυτων; Δια τουτο εγεινε παροιμια, Και Σαουλ εν προφηταις;
І перестав він пророкувати, і прийшов на пагірок.
Και αφου ετελειωσε προφητευων, ηλθεν εις τον υψηλον τοπον.
І сказав Саулів дядько до нього та до слуги його: Куди ви ходили? А той відказав: Шукати ослиць. І побачили ми, що нема, і прийшли до Самуїла.
Και ειπεν ο θειος του Σαουλ προς αυτον και προς τον υπηρετην αυτου, Που υπηγετε; Και ειπε, να ζητησωμεν τας ονους. και οτε ειδομεν οτι δεν ησαν, ηλθομεν προς τον Σαμουηλ.
А дядько Саулів сказав: Скажи ж мені, що сказав вам Самуїл?
Και ειπεν ο θειος του Σαουλ, Αναγγειλον μοι, σε παρακαλω, τι σας ειπεν ο Σαμουηλ.
І сказав Саул до дядька свого: Справді розповів нам, що знайдені ті ослиці. А про справу царства, що говорив Самуїл, не розповів йому.
Και ειπεν ο Σαουλ προς τον θειον αυτου, Μας ειπε μετα βεβαιοτητος οτι ευρεθησαν αι ονοι τον λογον ομως περι της βασιλειας, τον οποιον ο Σαμουηλ ειπε, δεν εφανερωσεν εις αυτον.
І скликав Самуїл народ до Господа, до Міцпи,
Και συνηγαγεν ο Σαμουηλ τον λαον προς τον Κυριον εις Μισπα
та й сказав до Ізраїлевих синів: Так сказав Господь, Бог Ізраїлів: Я вивів Ізраїля з Єгипту, і спас вас із руки Єгипту та з руки всіх царств, що гнобили вас.
και ειπε προς τους υιους Ισραηλ, Ουτω λεγει Κυριος ο Θεος του Ισραηλ Εγω ανεβιβασα τον Ισραηλ εξ Αιγυπτου, και σας ηλευθερωσα εκ χειρος των Αιγυπτιων και εκ χειρος πασων των βασιλειων, αιτινες σας κατεθλιβον
А ви сьогодні погордували своїм Богом, що Він спасає вас з усіх нещасть ваших та утисків ваших. І ви сказали йому: Ні, таки царя постав над нами. А тепер ставайте перед Господнім лицем за вашими племенами та за вашими тисячами.
και σεις την ημεραν ταυτην απεβαλετε τον Θεον σας, οστις σας εσωσεν απο παντων των κακων σας και των θλιψεων σας, και ειπετε προς αυτον, Ουχι, αλλα καταστησον βασιλεα εφ ημας. Τωρα λοιπον παρουσιασθητε ενωπιον του Κυριου, κατα τας φυλας σας και κατα τας χιλιαδας σας.
І привів Самуїл усі Ізраїлеві племена, і було виявлене Веніяминове плем'я.
Και οτε εκαμεν ο Σαμουηλ πασας τας φυλας του Ισραηλ να πλησιασωσιν, επιασθη η φυλη του Βενιαμιν.
І привів він Веніяминове плем'я за родами його, і був виявлений рід Матріїв. І привів він рід Матріїв за їхніми мужчинами, і був виявлений Саул, син Кішів. І шукали його, та не знаходили.
Και αφου εκαμε την φυλην του Βενιαμιν να πλησιαση κατα τας οικογενειας αυτων, επιασθη η οικογενεια του Ματρει, και επιασθη ο Σαουλ ο υιος του Κεις εζητησαν δε αυτον και δεν ευρεθη.
І питалися Господа ще: Чи прийде він ще сюди? А Господь відповів: Он він заховався між речами!
Οθεν εζητησαν ετι παρα του Κυριου, αν ο ανθρωπος ερχηται ετι εκει. Και ειπε Κυριος, Ιδου, αυτος ειναι κεκρυμμενος μεταξυ της αποσκευης.
І вони побігли, і взяли його звідти. І він став серед народу, і був вищий від усього народу на цілу голову.
Τοτε εδραμον και ελαβον αυτον εκειθεν και οτε εσταθη μεταξυ του λαου, εξειχεν υπερ παντα τον λαον, απο τους ωμους αυτου και επανω.
І сказав Самуїл до всього народу: Чи бачите, кого вибрав Господь? Бо нема такого, як він, серед усього народу. І ввесь народ ізняв крик та й сказав: Хай живе цар!
Και ειπεν ο Σαμουηλ προς παντα τον λαον, Βλεπετε εκεινον, τον οποιον εξελεξεν ο Κυριος, οτι δεν ειναι ομοιος αυτου μεταξυ παντος του λαου; Και πας ο λαος ηλαλαξε και ειπε, Ζητω ο βασιλευς.
А Самуїл промовляв до народу про права царства, і записав те до книги, та й поклав перед Господнім лицем. І відпустив Самуїл увесь народ, кожного до дому свого.
Και ειπεν ο Σαμουηλ προς τον λαον τον τροπον της βασιλειας, και εγραψεν αυτον εν βιβλιω και εθεσεν εμπροσθεν του Κυριου. Και απελυσεν ο Σαμουηλ παντα τον λαον, εκαστον εις τον οικον αυτου.
І також Саул пішов до дому свого до Ґів'ї, а з ним пішли ті вояки, що Господь діткнувся їхніх сердець.
Και ο Σαουλ ομοιως ανεχωρησεν εις τον οικον αυτου εις Γαβαα και υπηγε μετ αυτου εκει ταγμα πολεμιστων, των οποιων τας καρδιας ειχε διαθεσει ο Θεος.
А негідні сини говорили: Що, нас спасе отакий? І гордували ним, і не принесли йому дара. Та він мовчав.
Ανθρωποι ομως κακοι ειπον, Πως θελει σωσει ημας ουτος; Και κατεφρονησαν αυτον και δεν προσεφεραν προς αυτον δωρα εκεινος ομως εκαμνε τον κωφον.