Ecclesiastes 4

Τοτε εγω εστραφην και ειδον πασας τας αδικιας τας γινομενας υπο τον ηλιον και ιδου, δακρυα των αδικουμενων, και δεν υπηρχεν εις αυτους ο παρηγορων η δε δυναμις ητο εν τη χειρι των αδικουντων αυτους και δεν υπηρχεν εις αυτους ο παρηγορων.
verti me ad alia et vidi calumnias quae sub sole geruntur et lacrimas innocentum et consolatorem neminem nec posse resistere eorum violentiae cunctorum auxilio destitutos
Οθεν εγω εμακαρισα τους τελευτησαντας, τους ηδη αποθανοντας, μαλλον παρα τους ζωντας, οσοι ζωσιν ετι.
et laudavi magis mortuos quam viventes
Καλητερος δε αμφοτερων ειναι, οστις δεν υπηρξεν ετι, οστις δεν ειδε τα πονηρα εργα τα γινομενα υπο τον ηλιον.
et feliciorem utroque iudicavi qui necdum natus est nec vidit mala quae sub sole fiunt
Προσετι εγω εθεωρησα παντα μοχθον και πασαν επιτευξιν εργου, οτι δια τουτο ο ανθρωπος φθονειται υπο του πλησιον αυτου και τουτο ματαιοτης και θλιψις πνευματος.
rursum contemplatus omnes labores hominum et industrias animadverti patere invidiae proximi et in hoc ergo vanitas et cura superflua est
Ο αφρων περιπλεκει τας χειρας αυτου και τρωγει την εαυτου σαρκα.
stultus conplicat manus suas et comedit carnes suas dicens
Καλητερον μια δραξ πληρης αναπαυσεως παρα δυο πληρεις μοχθου και θλιψεως πνευματος.
melior est pugillus cum requie quam plena utraque manus cum labore et adflictione animi
Παλιν εστραφην εγω και ειδον ματαιοτητα υπο τον ηλιον
considerans repperi et aliam vanitatem sub sole
υπαρχει τις και δεν εχει δευτερον ναι, δεν εχει ουτε υιον ουτε αδελφον και ομως δεν παυει απο παντος του μοχθου αυτου μαλιστα ο οφθαλμος αυτου δεν χορταινει πλουτου και δεν λεγει, δια τινα εγω κοπιαζω και στερω την ψυχην μου απο αγαθων; και τουτο ειναι ματαιοτης και περισπασμος λυπηρος.
unus est et secundum non habet non filium non fratrem et tamen laborare non cessat nec satiantur oculi eius divitiis nec recogitat dicens cui laboro et fraudo animam meam bonis in hoc quoque vanitas est et adflictio pessima
Καλητεροι οι δυο υπερ τον ενα επειδη αυτοι εχουσι καλην αντιμισθιαν εν τω κοπω αυτων.
melius ergo est duos simul esse quam unum habent enim emolumentum societatis suae
Διοτι, εαν πεσωσιν, ο εις θελει σηκωσει τον συντροφον αυτου αλλ ουαι εις τον ενα, οστις πεση και δεν εχη δευτερον να σηκωση αυτον.
si unus ceciderit ab altero fulcietur vae soli quia cum ruerit non habet sublevantem
Παλιν, εαν δυο πλαγιασωσιν ομου, τοτε θερμαινονται ο εις ομως πως θελει θερμανθη;
et si dormierint duo fovebuntur mutuo unus quomodo calefiet
Και εαν τις υπερισχυση κατα του ενος, οι δυο θελουσιν αντισταθη εις αυτον και το τριπλουν σχοινιον δεν κοπτεται ταχεως.
et si quispiam praevaluerit contra unum duo resistent ei funiculus triplex difficile rumpitur
Καλητερον πτωχον και σοφον παιδιον παρα βασιλευς γερων και αφρων, οστις δεν ειναι πλεον επιδεκτικος νουθεσιας
melior est puer pauper et sapiens rege sene et stulto qui nescit providere in posterum
διοτι το μεν εξερχεται εκ του οικου των δεσμιων δια να βασιλευση ο δε και βασιλευς γεννηθεις καθισταται πενης.
quod et de carcere catenisque interdum quis egrediatur ad regnum et alius natus in regno inopia consumatur
Ειδον παντας τους ζωντας τους περιπατουντας υπο τον ηλιον, μετα του υιου, του δευτερου, οστις θελει σταθη αντ αυτου.
vidi cunctos viventes qui ambulant sub sole cum adulescente secundo qui consurgit pro eo
Δεν υπαρχει τελος εις παντα τον λαον, εις παντας τους προυπαρξαντας αυτων αλλ ουδε οι μετα ταυτα θελουσιν ευφρανθη εις αυτον λοιπον και τουτο ματαιοτης και θλιψις πνευματος.
infinitus numerus est populi omnium qui fuerunt ante eum et qui postea futuri sunt non laetabuntur in eo sed et hoc vanitas et adflictio spiritus