Judges 18

Κατ εκεινας τας ημερας δεν ητο βασιλευς εν τω Ισραηλ και κατ εκεινας τας ημερας η φυλη Δαν εζητει εις εαυτην κληρονομιαν δια να κατοικηση διοτι εως εκεινης της ημερας δεν ειχε πεσει κληρονομια εις αυτους μεταξυ των φυλων του Ισραηλ.
På den tiden fanns ingen konung i Israel. Och på den tiden sökte sig daniternas stam en arvedel till att bo i, ty ända dittills hade icke något område tillfallit den såsom arvedel bland Israels övriga stammar.Jos. 19,40 f. Dom. 1,34. 17,6.
Και απεστειλαν οι υιοι Δαν εκ της συγγενειας αυτων πεντε ανδρας εκ των οριων αυτων, ανδρας ισχυρους, εκ Σαραα και εξ Εσθαολ, δια να κατασκοπευσωσι τον τοπον, και να εξιχνιασωσιν αυτον και ειπον προς αυτους, Υπαγετε, εξιχνιασατε τον τοπον. Και ηλθον εις το ορος Εφραιμ, εως του οικου του Μιχαια, και διενυκτερευσαν εκει.
Så sände då Dans barn ur sin släkt fem män, uttagna bland dem, tappra män, från Sorga och Estaol, till att bespeja landet och undersöka det; och de sade till dem: »Gån åstad och undersöken landet.» Så kommo de till Efraims bergsbygd, fram till Mikas hus; där stannade de över natten.
Διοτι καθως επλησιασαν εις τον οικον του Μιχαια, εγνωρισαν την φωνην του νεου του Λευιτου και εστραφησαν εκει και ειπον προς αυτον, Τις σε εφερεν ενταυθα; και συ τι καμνεις εν τω τοπω τουτω; και δια τι εισαι ενταυθα;
När de nu voro vid Mikas hus och kände igen den unge levitens sätt att tala, gingo de fram till honom och frågade honom: »Vem har fört dig hit? Och vad gör du på detta ställe, och huru har du det här?»Dom. 17,7 f.
Ο δε ειπε προς αυτους, Ουτω και ουτως εκαμεν εις εμε ο Μιχαιας, και με εμισθωσε, και ειμαι ιερευς αυτου.
Han omtalade då för dem: »Så och så gjorde Mika med mig; han gav mig lön, och jag blev präst åt honom.»
Και ειπαν προς αυτον, Ερωτησον, παρακαλουμεν, τον Θεον, δια να γνωρισωμεν εαν εχη να ευοδωθη η οδος ημων την οποιαν υπαγομεν.
Då sade de till honom: »Fråga då Gud, så att vi få veta om den resa som vi äro stadda på skall bliva lyckosam.»
Ο δε ιερευς ειπε προς αυτους, Υπαγετε εν ειρηνη αρεστη εις τον Κυριον ειναι η οδος σας, την οποιαν υπαγετε.
Prästen svarade dem: »Gån i frid. Den resa som I ären stadda på står under HERRENS beskydd.»
Τοτε ανεχωρησαν οι πεντε ανδρες και ηλθον εις Λαισα, και ειδον τον λαον τον κατοικουντα εν αυτη αμεριμνον, κατα τον τροπον των Σιδωνιων, ησυχαζοντα και ζωντα εν αφοβια και δεν ητο ουδεις αρχων εν τω τοπω, οστις να περιστελλη αυτους εις ουδεν και αυτοι ησαν μακραν των Σιδωνιων, και δεν ειχον συγκοινωνιαν με ουδενα.
Då gingo de fem männen vidare och kommo till Lais; och de sågo huru folket därinne bodde i trygghet, på sidoniernas sätt, stilla och trygga, och att ingen gjorde någon skada i landet genom att tillvälla sig makten; och de bodde långt ifrån sidonierna och hade intet att skaffa med andra människor.
Και επανηλθον προς τους αδελφους αυτων εις Σαραα και Εσθαολ και ειπαν προς αυτους οι αδελφοι αυτων, Τι λεγετε σεις;
När de sedan kommo åter till sina bröder i Sorga och Estaol, frågade deras bröder dem: »Vad haven I att säga?»
Οι δε ειπον, Σηκωθητε, και ας αναβωμεν εναντιον αυτων διοτι ειδομεν τον τοπον, και ιδου, ειναι καλος σφοδρα και σεις καθησθε; μη οκνησητε να υπαγωμεν, να εισελθωμεν δια να κληρονομησωμεν τον τοπον
De svarade: »Upp, låt oss draga åstad mot dem! Ty vi hava besett landet och funnit det mycket gott. Skolen då I sitta stilla? Nej, varen ej sena till att tåga åstad, så att I kommen dit och intagen landet.
αφου υπαγητε, θελετε ελθει εις λαον ζωντα εν αφοβια και εις τοπον ευρυχωρον διοτι ο Θεος εδωκεν αυτον εις την χειρα σας τοπον, εις τον οποιον δεν ειναι ελλειψις ουδενος πραγματος των εν τη γη.
När I kommen dit, kommen I till ett folk som känner sig tryggt, och landet har utrymme nog. Ja, Gud har givit det i eder hand -- en ort där ingen brist är på något som jorden kan bära.»
Και εκινησαν εκειθεν εκ της συγγενειας του Δαν, εκ Σαραα και εξ Εσθαολ, εξακοσιοι ανδρες περιεζωσμενοι οπλα πολεμικα.
Så bröto sex hundra man av daniternas släkt, omgjordade med vapen, upp därifrån, nämligen från Sorga och Estaol.
Και ανεβησαν και εστρατοπεδευσαν εν Κιριαθ−ιαρειμ, εν Ιουδα δια τουτο ωνομασαν τον τοπον εκεινον Μαχανε−δαν, εως της ημερας ταυτης κειται δε οπισθεν της Κιριαθ−ιαρειμ.
De drogo upp och lägrade sig vid Kirjat-Jearim i Juda. Därför kallar man ännu i dag det stället för Dans läger; det ligger bakom Kirjat-Jearim.Dom. 13,25.
Και εκειθεν επερασαν εις το ορος Εφραιμ και ηλθον εως του οικου του Μιχαια.
Därifrån drogo de vidare till Efraims bergsbygd och kommo så fram till Mikas hus.
Τοτε οι πεντε ανδρες, οιτινες ειχον υπαγει δια να κατασκοπευσωσι τον τοπον της Λαισα, ανηγγειλαν και ειπον προς τους αδελφους αυτων, Εξευρετε οτι ειναι εν τουτοις τοις οικοις εφοδ και θεραφειμ και γλυπτον και χωνευτον; τωρα λοιπον σκεφθητε τι εχετε να καμητε.
De fem män som hade varit åstad för att bespeja Lais' land togo då till orda och sade till sina bröder: »I mån veta att här i husen finnas en efod och husgudar och en skuren och en gjuten Gudabild. Så betänken nu vad I bören göra.»
Και εστραφησαν εκει και υπηγαν εις τον οικον του νεου του Λευιτου, εις τον οικον του Μιχαια, και εχαιρετησαν αυτον.
Då drogo de ditfram och kommo till den unge levitens hus, till Mikas hus, och hälsade honom.
Και οι εξακοσιοι ανδρες οι περιεζωσμενοι τα πολεμικα οπλα αυτων οιτινες ησαν εκ των υιων Δαν, εσταθησαν εις την θυραν του πυλωνος.
Men de sex hundra männen av Dans barn ställde sig vid ingången till porten, omgjordade med sina vapen som de voro.
Και ανεβησαν οι πεντε ανδρες, οιτινες ειχον υπαγει δια να κατασκοπευσωσι τον τοπον, και εισηλθον εκει και ελαβον το γλυπτον και το εφοδ και το θεραφειμ και το χωνευτον ο δε ιερευς ιστατο εις την θυραν του πυλωνος μετα των εξακοσιων ανδρων των περιεζωσμενων τα πολεμικα οπλα.
Och de fem män som hade varit åstad för att bespeja landet gingo upp och kommo ditin och togo den skurna gudabilden och efoden, så ock husgudarna och den gjutna gudabilden, under det att prästen stod vid ingången till porten jämte de sex hundra vapenomgjordade männen.
Και καθως ουτοι εισηλθον εις τον οικον του Μιχαια, και ελαβον το γλυπτον, το εφοδ και το θεραφειμ και το χωνευτον, ο ιερευς ειπε προς αυτους, Τι καμνετε σεις;
När nu de fem männen hade gått in i Mikas hus och tagit den skurna gudabilden med efoden och husgudarna och den gjutna gudabilden, sade prästen till dem: »Vad är det I gören!»
Και ειπαν προς αυτον, Σιωπα, βαλε την χειρα σου εις το στομα σου, και ελθε μεθ ημων και γινου εις ημας πατηρ και ιερευς ειναι καλητερον εις σε να ησαι ιερευς εν τω οικω ενος ανθρωπου, η να ησαι ιερευς φυλης και οικογενειας εν τω Ισραηλ;
De svarade honom: »Tig, lägg handen på din mun, och gå med oss och bliv fader och präst åt oss. Vilket är bäst för dig: att vara präst för en enskild mans hus eller att vara präst för en hel stam och släkt i Israel?»
Και εχαρη η καρδια του ιερεως και ελαβε το εφοδ και το θεραφειμ και το γλυπτον και υπηγε μεταξυ του λαου.
Då blev prästens hjärta glatt, och han tog emot efoden och husgudarna och den skurna gudabilden och slöt sig till folket.
Και στραφεντες ανεχωρησαν και εβαλον τα παιδια και τα κτηνη και την αποσκευην εμπροσθεν αυτων.
Sedan vände de sig åt annat håll och gingo vidare, och läto därvid kvinnor och barn och boskapen och det dyrbaraste godset föras främst i tåget.
Αφου απεμακρυνθησαν ουτοι απο του οικου του Μιχαια, οι ανθρωποι οι οντες εις τους οικους τους γειτονευοντας με την οικιαν του Μιχαια συνηχθησαν και επροφθασαν τους υιους Δαν.
Men när Dans barn hade kommit ett långt stycke väg från Mikas hus, upphunnos de av de män som voro bosatta i närheten av Mikas hus, och som under tiden hade samlat sig.
Και εβοησαν προς τους υιους Δαν. Και ουτοι εστρεψαν το προσωπον αυτων και ειπαν προς τον Μιχαιαν, Τι εχεις και εσυναξας τοσον πληθος;
Vid dessas tillrop vände sig nu Dans barn om och frågade Mika: »Vad fattas dig, eftersom du kommer med en sådan hop?»
Ο δε ειπεν, Ελαβετε τους θεους μου τους οποιους εκαμα, και τον ιερεα, και ανεχωρησατε και τι μενει εις εμε πλεον; και τι ειναι τουτο, το οποιον λεγετε προς εμε, τι εχεις;
Han svarade: »I haven tagit de gudar som jag har gjort åt mig, därtill ock prästen, och så gån I eder väg. Vad har jag nu mer kvar? Och ändå frågen I mig: 'Vad fattas dig?'!»
Και ειπαν προς αυτον οι υιοι Δαν, Ας μη ακουσθη η φωνη σου μεταξυ ημων, μηποτε ανδρες οξυθυμοι πεσωσι κατα σου, και χασης την ζωην σου και την ζωην της οικογενειας σου.
Men Dans barn sade till honom: »Låt oss icke höra ett ord mer från dig. Eljest kan det hända att några män i förbittring hugga ned eder, och då bliver du orsak till att I förloren livet, både du själv och ditt husfolk.»
Και υπηγαιναν οι υιοι Δαν εις την οδον αυτων και οτε ειδεν ο Μιχαιας οτι εκεινοι ησαν δυνατωτεροι αυτου, εστρεψε και επανηλθεν εις τον οικον αυτου.
Därefter fortsatte Dans barn sin väg; och när Mika såg att de voro starkare än han, vände han om och drog tillbaka hem igen.
Και αυτοι ελαβον τα οσα κατεσκευασεν ο Μιχαιας, και τον ιερεα τον οποιον ειχε, και ηλθον εις Λαισα, προς λαον ησυχαζοντα και ζωντα εν αφοβια και επαταξαν αυτους εν στοματι μαχαιρας και την πολιν εκαυσαν εν πυρι.
Sedan de så hade tagit både vad Mika hade låtit förfärdiga och därtill hans präst, föllo de över folket i Lais, som levde stilla och i trygghet, och slogo dem med svärdsegg; men staden brände de upp i eld.Jos. 19,47.
Και δεν ητο ουδεις ο σωζων αυτην, διοτι ευρισκετο μακραν απο της Σιδωνος, και δεν ειχον συγκοινωνιαν με ουδενα εκειτο δε εν τη κοιλαδι της Βαιθ−ρεωβ. Και ωκοδομησαν πολιν και κατωκησαν εν αυτη.
Och ingen kunde komma den till hjälp, ty den låg långt ifrån Sidon, och folket däri hade intet att skaffa med andra människor; den låg i Bet-Rehobs dal. Sedan byggde de åter upp staden och bosatte sig där.
Και εκαλεσαν το ονομα της πολεως Δαν, κατα το ονομα Δαν του πατρος αυτων, οστις εγεννηθη εις τον Ισραηλ το δε ονομα της πολεως ητο το παλαι εξ αρχης Λαισα.
Och de gåvo staden namnet Dan efter sin fader Dan, som var son till Israel; förut hade staden hetat Lais.
Και εστησαν εις εαυτους οι υιοι του Δαν το γλυπτον και Ιωναθαν ο υιος του Γηρσων, υιου του Μανασση, αυτος και οι υιοι αυτου ησαν ιερεις εν τη φυλη Δαν, εως της ημερας της αιχμαλωσιας της γης.
Och Dans barn ställde där upp åt sig den skurna gudabilden; och Jonatan, son till Gersom, Manasses son, och hans söner voro präster åt daniternas stam, ända till dess att landets folk fördes bort i fångenskap.2 Mos. 2,22. 18,3. Dom. 17,10. 1 Kon. 12,30. 2 Kon. 17,23.
Και εστησαν εις εαυτους το γλυπτον, το οποιον εκαμεν ο Μιχαιας, ολον τον καιρον καθ ον ο οικος του Θεου ητο εν Σηλω.
De ställde upp åt sig den skurna gudabild som Mika hade gjort, och de hade denna kvar under hela den tid Guds hus var i Silo.Jos. 18,1.