Jeremiah 38

Και ηκουσαν Σεφατιας ο υιος του Ματθαν και Γεδαλιας ο υιος του Πασχωρ και Ιουχαλ ο υιος του Σελεμιου και Πασχωρ ο υιος του Μαλχιου τους λογους, τους οποιους ο Ιερεμιας ελαλησε προς παντα τον λαον, λεγων,
Men Sefatja, Mattans son, och Gedalja, Pashurs son, och Jukal, Selemjas son, och Pashur, Malkias son, hörde huru Jeremia talade till allt folket och sade:Jer. 20,1.
Ουτω λεγει Κυριος Οστις καθηται εν τη πολει ταυτη, θελει αποθανει υπο μαχαιρας, υπο πεινης και υπο λοιμου αλλ οστις εξελθη προς τους Χαλδαιους, θελει ζησει και η ζωη αυτου θελει εισθαι ως λαφυρον εις αυτον, και θελει ζησει
»Så säger HERREN: Den som stannar kvar i denna stad, han skall dö genom svärd eller hunger eller pest, men den som giver sig åt kaldéerna, han skall få leva, ja, han skall vinna sitt liv såsom ett byte och få leva.Jer. 21,9.
ουτω λεγει Κυριος Η πολις αυτη θελει εξαπαντος παραδοθη εις την χειρα του στρατευματος του βασιλεως της Βαβυλωνος και θελει κυριευσει αυτην.
Ty så säger HERREN: Denna stad skall förvisso bliva given i händerna på den babyloniske konungens här, och han skall intaga den.Jer. 32,3.
Και ειπον οι αρχοντες προς τον βασιλεα, Ας θανατωθη, παρακαλουμεν, ο ανθρωπος ουτος διοτι εκλυει ουτω τας χειρας των ανδρων των πολεμιστων των εναπολειφθεντων εν τη πολει ταυτη και τας χειρας παντος του λαου, λαλων προς αυτους τοιουτους λογους διοτι ο ανθρωπος ουτος δεν ζητει το καλον του λαου τουτου αλλα το κακον.
Då sade furstarna till konungen: »Denne man bör dödas, eftersom han gör folket modlöst, både det krigsfolk som ännu är kvar här i staden och jämväl allt det övrig: folket, i det att han talar sådan: ord till dem. Ty denne man söker icke folkets välfärd, utan dess olycka.Am. 7,10 f.
Και ειπε Σεδεκιας ο βασιλευς, Ιδου, εις την χειρα σας ειναι διοτι ο βασιλευς δεν δυναται ουδεν εναντιον σας.
Konung Sidkia svarade: »Välan han är i eder hand; ty konungen förmår intet mot eder.»
Τοτε ελαβον τον Ιερεμιαν, και ερριψαν αυτον εις τον λακκον του Μαλχιου υιου του Αμμελεχ τον εν τη αυλη της φυλακης, και κατεβιβασαν τον Ιερεμιαν δια σχοινιων και εν τω λακκω δεν ητο υδωρ αλλα βορβορος, και εχωθη ο Ιερεμιας εις τον βορβορον.
Då togo de Jeremia och kastad honom i konungasonen Malkias brunn på fängelsegården; de släppte Jeremia ditned med tåg. I brunnen var intet vatten, men dy, och Jeremia sjönk ned i dyn.Jer. 37,16.
Και οτε ηκουσεν Αβδε−μελεχ ο Αιθιοψ, εις των ευνουχων, ο εν τη οικια του βασιλεως, οτι εβαλον τον Ιερεμιαν εις τον λακκον, ενω ο βασιλευς εκαθητο εν τη πυλη Βενιαμιν,
När nu etiopiern Ebed-Melek, en hovman, som befann sig i konungshuset, under det att konungen uppehöll sig i Benjaminsporten, fick höra att de hade sänkt Jeremia ned i brunnen,
εξηλθεν ο Αβδε−μελεχ εκ της οικιας του βασιλεως και ελαλησε προς τον βασιλεα, λεγων,
begav han sig åstad från konungshuset och talade till konungen och sade:
Κυριε μου βασιλευ, οι ανθρωποι ουτοι επραξαν κακα εις οσα εκαμον εις τον Ιερεμιαν τον προφητην, τον οποιον ερριψαν εις τον λακκον και αυτος ηθελεν αποθανει υπο πεινης εν τω τοπω οπου ειναι, διοτι δεν ειναι πλεον αρτος εν τη πολει.
»Min herre konung, dessa män hava handlat illa i allt vad de hava gjort mot profeten Jeremia; ty de hava kastat honom i brunnen, där han strax måste dö av hunger, då nu intet bröd finnes i staden.Jer. 37,21.
Και προσεταξεν ο βασιλευς τον Αβδε−μελεχ τον Αιθιοπα, λεγων, Λαβε εντευθεν τριακοντα ανθρωπους μετα σου και αναβιβασον τον Ιερεμιαν τον προφητην εκ του λακκου, πριν αποθανη.
Då bjöd konungen etiopiern Ebed-Melek och sade: »Tag med dig härifrån trettio män, och drag profeten Jeremia upp ur brunnen, innan han dör.»
Και ελαβεν ο Αβδε−μελεχ τους ανθρωπους μεθ εαυτου, και εισηλθεν εις την οικιαν του βασιλεως υπο το θησαυροφυλακιον, και εκειθεν ελαβε παλαια ακη και παλαια σεσηποτα αποφορια και κατεβιβασεν αυτα δια σχοινιων εις τον λακκον προς τον Ιερεμιαν.
Så tog då Ebed-Melek männen med sig och begav sig till konungshuset, till rummet under skattkammaren, och hämtade därifrån trasor av sönderrivna och utslitna kläder och lät sänka ned dem med tåg till Jeremia i brunnen.
Και ειπε προς τον Ιερεμιαν Αβδε−μελεχ ο Αιθιοψ, Βαλε τωρα τα παλαια ακη και τα σεσηποτα αποφορια υπο τας μασχαλας σου, υποκατω των σχοινιων. Και εκαμεν ο Ιερεμιας ουτω.
Och etiopiern Ebed-Melek sade till Jeremia: »Lägg trasorna av de sönderrivna och utslitna kläderna under dina armar, mellan dem och tågen.» Och Jeremia gjorde så.
Και εσυραν τον Ιερεμιαν δια των σχοινιων και ανεβιβασαν αυτον εκ του λακκου και εμεινεν ο Ιερεμιας εν τη αυλη της φυλακης.
Sedan drogo de med tågen Jeremia upp ur brunnen. Men Jeremia måste stanna i fängelsegården.
Και απεστειλε Σεδεκιας ο βασιλευς και εφερε τον Ιερεμιαν τον προφητην προς εαυτον, εις την τριτην εισοδον την εν τω οικω του Κυριου και ειπεν ο βασιλευς προς τον Ιερεμιαν, Θελω να σε ερωτησω εν πραγμα μη κρυψης απ εμου μηδεν.
Därefter sände konung Sidkia åstad och lät hämta profeten Jeremia till sig vid tredje ingången till HERRENS hus. Och konungen sade till Jeremia: »Jag vill fråga dig något dölj intet för mig.»
Και ειπεν ο Ιερεμιας προς τον Σεδεκιαν, Εαν φανερωσω τουτο προς σε, δεν θελεις τωοντι με θανατωσει; και εαν σε συμβουλευσω, δεν θελεις με ακουσει;
Jeremia sade till Sidkia: »Om jag säger dig något, så kommer du förvisso att låta döda mig; och om jag giver dig ett råd, så hör du icke på mig.»
Και ωμοσε κρυφιως Σεδεκιας ο βασιλευς προς τον Ιερεμιαν, λεγων, Ζη Κυριος, οστις εκαμεν εις ημας την ψυχην ταυτην, δεν θελω σε θανατωσει ουδε θελω σε δωσει εις την χειρα των ανθρωπων τουτων, οιτινες ζητουσι την ψυχην σου.
Då gav konung Sidkia Jeremia sin ed, hemligen, och sade: »Så sant HERREN lever, han som har givit oss detta vårt liv: jag skall icke låta döda dig, ej heller skall jag lämna dig i händerna på dessa män som stå efter ditt liv.»
Και ειπεν ο Ιερεμιας προς τον Σεδεκιαν, Ουτω λεγει Κυριος ο Θεος των δυναμεων, ο Θεος του Ισραηλ Εαν τωοντι εξελθης προς τους αρχοντας του βασιλεως της Βαβυλωνος, τοτε η ψυχη σου θελει ζησει και η πολις αυτη δεν θελει κατακαυθη εν πυρι, και θελεις ζησει συ και ο οικος σου.
Då sade Jeremia till Sidkia: »Så säger HERREN, härskarornas Gud, Israels Gud: Om du giver dig åt den babyloniske konungens furstar, så skall du få leva, och denna stad skall då icke bliva uppbränd i eld, utan du och ditt hus skolen få leva.
αλλ εαν δεν εξελθης προς τους αρχοντας του βασιλεως της Βαβυλωνος, τοτε η πολις αυτη θελει παραδοθη εις την χειρα των Χαλδαιων και θελουσι κατακαυσει αυτην εν πυρι και συ δεν θελεις εκφυγει εκ της χειρος αυτων.
Men om du icke giver dig åt den babyloniske konungens furstar, då skall denna stad bliva given i kaldéernas hand, och de skola bränna upp den i eld, och du själv skall icke undkomma deras hand.»
Και ειπε Σεδεκιας ο βασιλευς προς τον Ιερεμιαν, Εγω φοβουμαι τους Ιουδαιους, οιτινες κατεφυγον προς τους Χαλδαιους, μηποτε με παραδωσωσιν εις την χειρα αυτων και με εμπαιξωσι.
Konung Sidkia svarade Jeremia: »Jag rädes för de judar som hava gått över till kaldéerna; kanhända skall man lämna mig i deras händer, och de skola då hantera mig skändligt.»
Και ειπεν ο Ιερεμιας, δεν θελουσι σε παραδωσει. Υπακουσον, παρακαλω, εις την φωνην του Κυριου, την οποιαν εγω λαλω προς σε και θελει εισθαι καλον εις σε και η ψυχη σου θελει ζησει.
Jeremia sade: »Man skall icke göra det. Hör blott HERRENS röst i vad jag säger dig, så skall det gå dig väl, och du skall få leva.
Εαν ομως συ δεν εξελθης, ουτος ειναι ο λογος, τον οποιον ο Κυριος εδειξεν εις εμε.
Men om du vägrar att giva dig, så är detta vad HERREN har uppenbarat för mig:
Και ιδου, πασαι αι γυναικες αι εναπολειφθεισαι εν τη οικια του βασιλεως του Ιουδα θελουσιν αχθη προς τους αρχοντας του βασιλεως της Βαβυλωνος, και αυται θελουσι λεγει, Οι ανδρες οι ειρηνικοι σου σε εδελεασαν και υπερισχυσαν εναντιον σου εβυθισθησαν οι ποδες σου εις τον βορβορον και αυτοι εσυρθησαν οπισω
Se, alla de kvinnor som äro kvar i Juda konungs hus skola då föras ut till den babyloniske konungens furstar; och kvinnorna skola klaga:  'Dina vänner sökte förleda dig,  och de fingo makt med dig.  Dina fötter fastnade i dyn;      då drogo de sig undan'Ob. v. 7.
και πασαι αι γυναικες σου και τα τεκνα σου θελουσιν αχθη προς τους Χαλδαιους και συ δεν θελεις εκφυγει εκ της χειρος αυτων, αλλα θελεις πιασθη υπο της χειρος του βασιλεως της Βαβυλωνος και θελεις καμει την πολιν ταυτην να κατακαυθη εν πυρι.
Och alla dina hustrur och dina barn skall man föra ut till kaldéerna, och du själv skall icke undkomma deras hand, utan skall varda gripen av den babyloniske konungens hand och bliva en orsak till att denna stad brännes upp i eld.»Jer. 32,4. 34,2 f.
Και ειπεν ο Σεδεκιας προς τον Ιερεμιαν, Ας μη μαθη μηδεις περι των λογων τουτων και δεν θελεις αποθανει.
Då sade Sidkia till Jeremia: »Låt ingen få veta vad här har blivit talat; eljest måste du dö.
Και εαν οι αρχοντες ακουσωσιν οτι ωμιλησα μετα σου και ελθωσι προς σε και σοι ειπωσιν, Αναγγειλον προς ημας τωρα τι ελαλησας προς τον βασιλεα, μη κρυψης αυτο αφ ημων και δεν θελομεν σε θανατωσει και τι ο βασιλευς ελαλησε προς σε
Och om furstarna få höra att jag har talat med dig, och de komma till dig och säga till dig: 'Låt oss veta vad du har sagt till konungen; dölj intet för oss, så skola vi icke döda dig; säg oss ock vad konungen har sagt till dig' --
τοτε θελεις ειπει προς αυτους, Εγω υπεβαλον την δεησιν μου ενωπιον του βασιλεως, δια να μη με επαναστρεψη εις την οικιαν του Ιωναθαν, ωστε να αποθανω εκει.
då skall du svara dem: 'Jag bönföll inför konungen att han icke skulle sända mig tillbaka till Jonatans hus för att dö där.'»Jer. 37,20.
Ηλθον δε παντες οι αρχοντες προς τον Ιερεμιαν και ηρωτησαν αυτον και ανηγγειλε προς αυτους κατα παντας τους λογους εκεινους, τους οποιους προσεταξεν ο βασιλευς. Και αυτοι επαυσαν να ομιλωσι μετ αυτου, διοτι δεν ηκουσθη το πραγμα.
Och alla furstarna kommo till Jeremia och frågade honom; men han svarade dem alldeles såsom konungen hade bjudit honom. Då tego de och gingo bort ifrån honom, eftersom ingen hade hört huru det verkligen hade gått till.
Και εμεινεν ο Ιερεμιας εν τη αυλη της φυλακης, εως της ημερας καθ ην εκυριευθη η Ιερουσαλημ και ητο εκει, οτε η Ιερουσαλημ εκυριευθη.
Men Jeremia fick stanna i fängelsegården ända till den dag då Jerusalem blev intaget.                   Jeremia, 39 Kapitlet          Uppfyllelse av profetian om Jerusalems            förstöring och Sidkias fångenskap.           Nebukadressars omvårdnad om Jeremia.            Profetia om etiopiern Ebed-Meleks                        räddning. Sedan nu Jerusalem hade blivit intaget