Jeremiah 2

Και εγεινε λογος Κυριου προς εμε λεγων,
Och HERRENS ord kom till mig; han sade:
Υπαγε και βοησον εις τα ωτα της Ιερουσαλημ λεγων, Ουτω λεγει Κυριος Ενθυμουμαι περι σου την προς σε ευμενειαν μου εν τη νεοτητι σου, την αγαπην της νυμφευσεως σου, οτε με ηκολουθεις εν τη ερημω, εν γη ασπαρτω
Gå åstad och predika för Jerusalem och säg: Så säger HERREN:  Jag kommer ihåg, dig till godo, din ungdoms kärlek,      huru du älskade mig under din brudtid,  huru du följde mig i öknen,      i landet där man intet sår.Hes. 16,8.
ο Ισραηλ ητο αγιος εις τον Κυριον, απαρχη των γεννηματων αυτου παντες οι κατατρωγοντες αυτον ησαν ενοχοι κακον ηλθεν επ αυτους, λεγει Κυριος.
 Ja, en HERRENS heliga egendom är Israel,      förstlingen av hans skörd;  alla som vilja äta därav ådraga sig skuld,      olycka kommer över dem,      säger HERREN.Jak. 1,18.
Ακουσατε τον λογον του Κυριου, οικος Ιακωβ και πασαι αι συγγενειαι του οικου Ισραηλ
 Hören HERRENS ord, I av Jakobs hus,  I alla släkter av Israels hus.
Ουτω λεγει Κυριος Ποιαν αδικιαν ευρηκαν εν εμοι οι πατερες σας, ωστε απεμακρυνθησαν απ εμου και περιεπατηααν οπισω της ματαιοτητος και εματαιωθησαν;
 Så säger HERREN:  Vad orätt funno edra fäder hos mig,  eftersom de gingo bort ifrån mig  och följde efter fåfängliga avgudar  och bedrevo fåfänglighet?2 Kon. 17,15. Mik. 6,3 f. Rom. 1,21.
και δεν ειπον, Που ειναι ο Κυριος, ο αναβιβασας ημας εκ γης Αιγυπτου, ο οδηγησας ημας δια της ερημου, δια τοπου ερημιας και χασματων, δια τοπου ανυδριας και σκιας θανατου, δια τοπου τον οποιον δεν επερασεν ανθρωπος και οπου ανθρωπος δεν κατωκησε;
 De frågade icke: »Var är HERREN,  han som förde oss upp ur Egyptens land,  han som ledde oss i öknen,  det öde och oländiga landet,  torrhetens och dödsskuggans land,  det land där ingen vägfarande färdades,  och där ingen människa bodde?»5 Mos. 8,15.
Και σας εισηγαγον εις τοπον καρποφορον, δια να τρωγητε τους καρπους αυτου και τα αγαθα αυτου αφου ομως εισηλθετε, εμιανατε την γην μου και κατεστησατε βδελυγμα την κληρονομιαν μου.
 Och jag förde eder in i det bördiga landet,  och I fingen äta av dess frukt och dess goda.  Men när I haden kommit ditin, orenaden I mitt land  och gjorden min arvedel till en styggelse.Jer. 16,18.
Οι ιερεις δεν ειπον, Που ειναι ο Κυριος; και οι κρατουντες τον νομον δεν με εγνωρισαν και οι ποιμενες εγινοντο παραβαται εναντιον μου, και οι προφηται προεφητευον δια του Βααλ και περιεπατουν οπισω πραγματων ανωφελων.
 Prästerna frågade icke: »Var är HERREN?»  De som hade lagen om händer ville icke veta av mig,  och herdarna avföllo från mig;  profeterna profeterade i Baals namn  och följde efter sådana som icke kunde hjälpa.1 Sam. 2,12. 12,21.
Δια τουτο ετι θελω κριθη με εσας, λεγει Κυριος, και με τους υιους των υιων σας θελω κριθη.
 Därför skall jag än vidare gå till rätta med eder, säger HERREN,  ja, ännu med edra barnbarn skall jag gå till rätta.
Διοτι διαβητε εις τας νησους των Κητιαιων και ιδετε και πεμψατε εις Κηδαρ και παρατηρησατε επιμελως, και ιδετε αν εσταθη τοιουτον πραγμα.
 Dragen bort till kittéernas öländer      och sen efter,  sänden bud till Kedar      och forsken noga efter;  sen till, om något sådant där har skett.
Ηλλαξεν εθνος θεους, αν και ουτοι δεν ηναι θεοι; ο λαος μου ομως ηλλαξε την δοξαν αυτου με πραγμα ανωφελες.
 Har väl något hednafolk bytt bort sina gudar?      Och dock äro dessa inga gudar.  Men mitt folk har bytt bort sin ära      mot en avgud som icke kan hjälpa.Ps. 106,20.
Εκπλαγητε, ουρανοι, δια τουτο, και φριξατε, συνταραχθητε σφοδρα, λεγει Κυριος.
 Häpnen häröver, I himlar;  förskräckens och bäven storligen, säger HERREN.5 Mos. 32,1. Jes. 1,2.
Διοτι δυο κακα επραξεν ο λαος μου εμε εγκατελιπον, την πηγην των ζωντων υδατων, και εσκαψαν εις εαυτους λακκους, λακκους συντετριμμενους, οιτινες δεν δυνανται να κρατησωσιν υδωρ.
 Ty mitt folk har begått      en dubbel synd:  mig hava de övergivit,      en källa med friskt vatten,  och de hava gjort sig brunnar,  usla brunnar,  som icke hålla vatten.Ps. 36,10. Jer. 17,13. Joh. 4,13 f.
Μηπως ειναι δουλος ο Ισραηλ; η δουλος οικογενης; δια τι κατεσταθη λαφυρον;
 Är väl Israel en träl      eller en hemfödd slav,  eftersom han så har lämnats till plundring?
Οι σκυμνοι εβρυχησαν επ αυτον, εξεδωκαν την φωνην αυτων και κατεστησαν την γην αυτου ερημον αι πολεις αυτου κατεκαησαν και εμειναν ακατοικητοι.
 Lejon ryta mot honom,      de låta höra sitt skri.  De göra hans land till en ödemark,  hans städer brännas upp,      så att ingen kan bo i dem.Jes. 5,29. Jer. 4,7.
Οι υιοι προσετι της Νωφ και της Ταφνης συνετριψαν την κορυφην σου.
 Till och med Nofs och Tapanhes' barn      avbeta dina berg.Jes. 19,13
Δεν εκαμες τουτο συ εις σεαυτον, διοτι εγκατελιπες Κυριον τον Θεον σου οτε σε ωδηγει εν τη οδω;
 Men är det ej du själv som vållar dig detta,  därmed att du övergiver HERREN din Gud,  när han vill leda dig på den rätta vägen?Jer. 4,18.
Και τωρα τι εχεις να καμης εν τη οδω της Αιγυπτου, δια να πιης τα υδατα Σιωρ; η τι εχεις να καμης εν τη οδω της Ασσυριας, δια να πιης τα υδατα του ποταμου;
 Varför vill du nu gå till Egypten  och dricka av Sihors vatten?  Och varför vill du gå till Assyrien  och dricka av flodens vatten?Jes. 31,1.
Η ασεβεια σου θελει σε παιδευσει και αι παραβασεις σου θελουσι σε ελεγξει γνωρισον λοιπον και ιδε, οτι ειναι κακον και πικρον, το οτι εγκατελιπες Κυριον τον Θεον σου, και δεν ειναι ο φοβος μου εν σοι, λεγει Κυριος ο Θεος των δυναμεων.
 Det är din ondska som bereder dig tuktan,  det är din avfällighet som ådrager dig straff.  Märk därför och besinna  vilken olycka och sorg det har med sig  att du övergiver HERREN, din Gud,  och icke vill frukta mig,  säger Herren, HERREN Sebaot.Jes. 3,9. Hos. 5,5.
Επειδη προ πολλου συνετριψα τον ζυγον σου, διεσπασα τα δεσμα σου, και συ ειπας, δεν θελω σταθη παραβατης πλεον ενω επι παντα υψηλον λοφον και υποκατω παντος δενδρου πρασινου περιεπλανηθης εκπορνευων.
 Ty för länge sedan      bröt du sönder ditt ok  och slet av dina band      och sade: »Jag vill ej tjäna.»  Och på alla höga kullar  och under alla gröna träd  lade du dig ned för att öva otukt.Jes. 57,5 f. Jer. 3,6.
Εγω δε σε εφυτευσα αμπελον εκλεκτην, σπερμα ολως αληθινον πως λοιπον μετεβληθης εις παρεφθαρμενον κλημα αμπελου ξενης εις εμε;
 Jag hade ju planterat dig såsom ett ädelt vinträd  av alltigenom äkta art;  huru har du då kunnat förvandlas för mig  till vilda rankor av ett främmande vinträd?2 Mos. 15,l7. Ps. 44,3. 80,9. Jes. 5,1 f. Matt. 21,33. Mark. 12,1. Luk. 20,9.
Δια τουτο και εαν πλυθης με νιτρον και πληθυνης εις σεαυτον το σμηγμα, η ανομια σου μενει σεσημειωμενη ενωπιον μου, λεγει Κυριος ο Θεος.
 Ja, om du ock tvår dig med lutsalt  och tager än så mycken såpa,  så förbliver dock din missgärning oren inför mig,  säger Herren, HERREN.
Πως δυνασαι να ειπης, δεν εμιανθην, δεν υπηγα οπισω των Βααλειμ; ιδε την οδον σου εν τη φαραγγι, γνωρισον τι επραξας εισαι ταχεια δρομας διατρεχουσα εν ταις οδοις αυτης
 Huru kan du säga: »Jag har ej orenat mig,  jag har icke följt efter Baalerna»?  Besinna vad du har bedrivit i dalen,  ja, betänk vad du har gjort.  Du är lik ett ystert kamelsto, som löper hit och dit.
ονος αγρια συνειθισμενη εις την ερημον, αναπνεουσα τον αερα κατα την επιθυμιαν της καρδιας αυτης την ορμην αυτης, τις δυναται να επιστρεψη αυτην; παντες οι ζητουντες αυτην δεν θελουσι κοπιαζει εν τω μηνι αυτης θελουσιν ευρει αυτην.
 Du är lik en vildåsna,      fostrad i öknen,  en som flåsar i sin brunst,      och vars brånad ingen kan stävja;  om någon vill till henne,      behöver han ej löpa sig trött;  när hennes månad kommer,      träffar man henne.
Κρατησον τον ποδα σου απο του να περιπατησης ανυποδητος, και τον λαρυγγα σου απο διψης αλλα συ ειπας, εις ματην ουχι διοτι ηγαπησα ξενους και κατοπιν αυτων θελω υπαγει.
 Akta din fot, så att den icke tappar skon,      och din strupe, så att den ej bliver torr av törst.  Men du svarar: »Du mödar dig förgäves.      Nej, jag älskar de främmande,      och efter dem vill jag följa.»Jer. 18,11 f.
Καθως ο κλεπτης αισχυνεται οταν ευρεθη, ουτω θελει αισχυνθη ο οικος Ισραηλ, αυτοι, οι βασιλεις αυτων, οι αρχοντες αυτων και οι ιερεις αυτων και οι προφηται αυτων
 Såsom tjuven står där med skam, när han ertappas,  så skall Israels hus komma på skam,  med sina konungar, och furstar,  med sina präster och profeter,
οιτινες λεγουσι προς το ξυλον, Πατηρ μου εισαι και προς τον λιθον, Συ με εγεννησας διοτι εστρεψαν νωτα προς εμε και ουχι προσωπον εν τω καιρω ομως της συμφορας αυτων θελουσιν ειπει, Αναστηθι και σωσον ημας.
 dessa som säga till trästycket:      »Du är min fader»,  och säga till stenen:      »Du har fött mig.»  Ty de vända ryggen till mig      och icke ansiktet;  men när olycka är på färde, ropa de:      »Upp och fräls oss!»Jer. 32,33.
Και που ειναι οι θεοι σου, τους οποιους εκαμες εις σεαυτον; ας αναστηθωσιν, εαν δυνανται να σε σωσωσιν εν τω καιρω της συμφορας σου διοτι κατα τον αριθμον των πολεων σου ησαν οι θεοι σου, Ιουδα.
 Var äro då dina gudar,      de som du gjorde åt dig?  Må de stå upp.  Kunna de frälsa dig      i din olyckas tid?  Ty så många som dina städer äro,  så många hava dina gudar blivit, du Juda.5 Mos. 32,37 f. Dom. 10,14. Jer. 11,13.
Δια τι ηθελετε κριθη μετ εμου; σεις παντες εισθε παραβαται εις εμε, λεγει Κυριος.
 Huru kunnen I gå till rätta med mig?  I haven ju alla avfallit från mig, säger HERREN.
Εις ματην επαταξα τα τεκνα σας δεν εδεχθησαν διορθωσιν η μαχαιρα σας κατεφαγε τους προφητας σας ως λεων εξολοθρευων.
 Förgäves har jag slagit edra barn;  de hava icke velat taga emot tuktan.  Edert svärd har förtärt edra profeter,  såsom vore det ett förhärjande lejon.1 Kon. 19,10. Jes. 1,5. Jer. 5,8. 17,23. Matt. 23,34.
Ω γενεα, ιδετε τον λογον του Κυριου Εσταθην ερημος εις τον Ισραηλ, γη σκοτους; δια τι λεγει ο λαος μου, Ημεις ειμεθα κυριοι δεν θελομεν ελθει πλεον προς σε;
 Du onda släkte, giv akt på HERRENS ord.  Har jag då för Israel varit en öken      eller ett mörkrets land,  eftersom mitt folk säger: »Vi hava gjort oss fria,      vi vilja ej mer komma till dig»?
Δυναται η κορη να λησμονηση τους στολισμους αυτης, η νυμφη τον καλλωπισμον αυτης; και ομως ο λαος μου με ελησμονησεν ημερας αναριθμητους.
 Icke förgäter en jungfru sina smycken      eller en brud sin gördel?  Men mitt folk har förgätit mig      sedan urminnes tid.Jer. 3,21.
Δια τι καλλωπιζεις την οδον σου δια να ζητης εραστας; εις τροπον ωστε και εδιδαξας τας οδους σου εις τας κακας.
 Huru skickligt går du icke till väga,      när du söker älskog!  Därför har du ock blivit förfaren      på det ondas vägar.
Ετι εις τα κρασπεδα σου ευρεθησαν αιματα ψυχων πτωχων αθωων δεν ευρηκα αυτα ανορυττων, αλλ επι παντα ταυτα.
 Ja, på dina mantelflikar finner man blod  av arma och oskyldiga, som du har dödat,  icke därför att de ertappades vid inbrott,  nej, därför att din håg står till allt sådant.
Και ομως λεγεις, Επειδη ειμαι αθωος, βεβαιως ο θυμος αυτου θελει αποστραφη απ εμου. Ιδου, εγω θελω κριθη μετα σου, διοτι λεγεις, Δεν ημαρτησα.
 Och dock säger du: »Jag går fri ifrån straff;  hans vrede mot mig har förvisso upphört.»  Nej, jag vill gå till rätta med dig,  om du än säger: »Jag har icke syndat.»
Δια τι περιπλανασαι τοσον δια να αλλαξης την οδον σου; θελεις καταισχυνθη και υπο της Αιγυπτου, καθως κατησχυνθης υπο της Ασσυριας.
 Varför har du nu så brått  att vandra åstad på en annan väg?  Också med Egypten skall du komma på skam,  likasom du kom på skam med Assyrien.2 Krön. 28,20. Jes. 30,3 f.
Ναι, θελεις εξελθει εντευθεν με τας χειρας σου επι την κεφαλην σου διοτι ο Κυριος απεβαλε τας ελπιδας σου και δεν θελεις ευημερησει εις αυτας.
 Också därifrån skall du få gå din väg,  med händerna på huvudet.  Ty HERREN förkastar dem som du förlitar dig på,  och du skall icke bliva lyckosam med dem.2 Sam. 13,19.