II Kings 6

Και ειπον οι υιοι των προφητων προς τον Ελισσαιε, Ιδου τωρα, ο τοπος, εις τον οποιον ημεις κατοικουμεν ενωπιον σου, ειναι στενος δι ημας
Profetlärjungarna sade till Elisa: »Se, rummet där vi sitta inför dig är för trångt för oss.»2 Kon. 4,38.
ας υπαγωμεν, παρακαλουμεν, εως του Ιορδανου, και εκειθεν ας λαβωμεν εκαστος μιαν δοκον, και ας καμωμεν εις εαυτους εκει τοπον, δια να κατοικωμεν εκει. Ο δε ειπεν, Υπαγετε.
Låt oss därför gå till Jordan och därifrån hämta var sin timmerstock, så att vi där kunna bygga oss ett annat hus att sitta i.» Han svarade: »Gån åstad.»
Και ειπεν ο εις, Ευαρεστηθητι, παρακαλω, να ελθης μετα των δουλων σου. Και ειπε, Θελω ελθει.
Men en av dem sade: »Värdes själv gå med dina tjänaren.» Han varade: »Ja, jag skall gå med.»
Και υπηγε μετ αυτων. Και ελθοντες εις τον Ιορδανην, εκοπτον τα ξυλα.
Så gick han med dem. Och när de kommo till Jordan, begynte de hugga ned träd.
Ενω δε ο εις κατεβαλλε την δοκον, επεσε το σιδηριον εις το υδωρ και εβοησε και ειπεν, Ω, κυριε και τουτο ητο δανειον
Men under det att en av dem höll på att fälla en stock, föll yxjärnet i vattnet. Då gav han upp ett rop och sade: »Ack, min herre, yxan var ju lånad.»
ειπε δε ο ανθρωπος του Θεου, Που επεσε; Και εδειξε τον τοπον εις αυτον. Τοτε εκοψε σχιζαν ξυλου, και ερριψεν εκει και το σιδηριον επεπλευσε.
Gudsmannen frågade: »Var föll den i?» Och han visade honom stället. Då högg han av ett stycke trä och kastade det i där och fick så järnet att flyta upp.
Και ειπεν, Αναλαβε προς σεαυτον. Και εκτεινας την χειρα αυτου, ελαβεν αυτο.
Sedan sade han: »Tag nu upp det.» Då räckte mannen ut sin hand och tog det.
Ο δε βασιλευς της Συριας επολεμει εναντιον του Ισραηλ, και συνεβουλευθη μετα των δουλων αυτου, λεγων, Εις τον δεινα και δεινα τοπον θελω στρατοπεδευσει.
Och konungen i Aram låg i krig med Israel. Men när han rådförde sig med sina tjänare och sade: »På det och det stället vill jag lägra mig»,
Και απεστειλεν ο ανθρωπος του Θεου προς τον βασιλεα του Ισραηλ, λεγων, Φυλαχθητι να μη περασης τον τοπον εκεινον, διοτι οι Συριοι στρατοπεδευουσιν εκει.
då sände gudsmannen bud till Israels konung och lät säga: »Tag dig till vara för att tåga fram vid det stället, ty araméerna ligga där.»
Και απεστειλεν ο βασιλευς του Ισραηλ εις τον τοπον, τον οποιον ειπε προς αυτον ο ανθρωπος του Θεου και παρηγγειλε περι αυτου και προεφυλαχθη εκειθεν ουχι απαξ ουδε δις.
Då sände Israels konung till det ställe som gudsmannen hade angivit för honom och varnat honom för; och han tog sig till vara där. Detta skedde icke allenast en gång eller två gånger.
Και εταραχθη η καρδια του βασιλεως της Συριας δια το πραγμα τουτο και συγκαλεσας τους δουλους αυτου, ειπε προς αυτους, Δεν θελετε με αναγγειλει, τις εξ ημων ειναι υπερ του βασιλεως του Ισραηλ;
Häröver blev konungen i Aram mycket orolig; och han kallade till sig sina tjänare och sade till dem: »Kunnen I icke säga mig vem av de våra det är som håller med Israels konung?»
Και ειπεν εις εκ των δουλων αυτου, Ουδεις, κυριε μου βασιλευ αλλ ο Ελισσαιε ο προφητης, ο εν τω Ισραηλ, αναγγελλει προς τον βασιλεα του Ισραηλ τους λογους, τους οποιους λαλεις εν τω ταμειω του κοιτωνος σου.
Då svarade en av hans tjänare: »Icke så, min herre konung; men Elisa, profeten i Israel, kungör för Israels konung vart ord som du talar i din sovkammare.»
Και ειπεν, Υπαγετε και ιδετε που ειναι, δια να στειλω να συλλαβω αυτον. Και ανηγγειλαν προς αυτον, λεγοντες, Ιδου, ειναι εν Δωθαν.
Han sade: »Gån och sen till, var han finnes, så att jag kan sända åstad och gripa honom.» Och man berättade för honom att han var i Dotan.
Και απεστειλεν εκει ιππους και αμαξας και στρατευμα μεγα, οιτινες, ελθοντες δια νυκτος, περιεκυκλωσαν την πολιν.
Då sände han dit hästar och vagnar och en stor här; och de kommo dit om natten och omringade staden.
Και οτε εξηγερθη το πρωι ο υπηρετης του ανθρωπου του Θεου και εξηλθεν, ιδου, στρατευμα ειχε περικυκλωμενην την πολιν με ιππους και αμαξας. Και ειπεν ο υπηρετης αυτου προς αυτον, Ω, κυριε, τι θελομεν καμει;
När nu gudsmannens tjänare bittida om morgonen stod upp och gick ut, fick han se att en här hade lägrat sig runt omkring staden med hästar och vagnar. Då sade tjänaren till honom: »Ack, min herre, huru skola vi nu göra?»
Ο δε ειπε, Μη φοβου διοτι πλειοτεροι ειναι οι μεθ ημων παρα τους μετ αυτων.
Han svarade: »Frukta icke; ty de som äro med oss äro flera än de som äro med dem.»2 Krön. 32,7. 1 Joh. 4,4.
Και προσηυχηθη ο Ελισσαιε και ειπε, Κυριε, Ανοιξον, δεομαι, τους οφθαλμους αυτου, δια να ιδη. Και ηνοιξεν ο Κυριος τους οφθαλμους του υπηρετου, και ειδε και ιδου, το ορος ητο πληρες ιππων και αμαξων πυρος περι τον Ελισσαιε.
Och Elisa bad och sade: »HERRE, öppna hans ögon, så att han ser.» Då öppnade HERREN tjänarens ögon, och han fick se att berget var fullt med hästar och vagnar av eld, runt omkring Elisa.1 Mos. 32,1 f. 2 Kon. 2,11 f. 13,14. Ps. 34,8.
Και οτε κατεβησαν προς αυτον οι Συριοι, προσηυχηθη ο Ελισσαιε προς τον Κυριον και ειπε, Παταξον, δεομαι, τον λαον τουτον με αορασιαν. Και επαταξεν αυτους με αορασιαν, κατα τον λογον του Ελισσαιε.
När de nu drogo ned mot honom, bad Elisa till HERREN och sade: »Slå detta folk med blindhet.» Då slog han dem med blindhet, såsom Elisa bad.1 Mos. 19,11.
Και ειπε προς αυτους ο Ελισσαιε, Δεν ειναι αυτη η οδος ουδε αυτη η πολις ελθετε κατοπιν μου, και θελω σας φερει προς τον ανθρωπον, τον οποιον ζητειτε. Και εφερεν αυτους εις την Σαμαρειαν.
Och Elisa sade till dem: »Detta är icke den rätta vägen eller den rätta staden. Följen mig, så skall jag föra eder till den man som I söken.» Därefter förde han dem till Samaria.
Και οτε ηλθον εις την Σαμαρειαν, ειπεν ο Ελισσαιε, Ανοιξον, Κυριε, τους οφθαλμους τουτων, δια να βλεπωσι. Και ηνοιξεν ο Κυριος τους οφθαλμους αυτων, και ειδον και ιδου, ησαν εκ τω μεσω της Σαμαρειας.
Men när de kommo till Samaria, sade Elisa: »HERRE, öppna dessas ögon, så att de se.» Då öppnade HERREN deras ögon, och de fingo se att de voro mitt i Samaria.
Και ως ειδεν αυτους ο βασιλευς του Ισραηλ, ειπε προς τον Ελισσαιε, Να παταξω, να παταξω, πατερ μου;
När då Israels konung såg dem, sade han till Elisa: »Skall jag hugga ned dem, min fader, skall jag hugga ned dem?»
Ο δε ειπε, Μη παταξης ηθελες παταξει εκεινους, τους οποιους ηχμαλωτευσας δια της ομφαιας σου και δια του τοξου σου; θες αρτον και υδωρ εμπροσθεν αυτων, και ας φαγωσι και ας πιωσι και ας απελθωσι προς τον κυριον αυτων.
Han svarade: »Du skall icke hugga ned dem. Du plägar ju icke ens hugga ned dem som du har tagit till fånga med svärd och båge. Sätt fram för dem mat och dryck och låt dem äta och dricka, och låt dem sedan gå till sin herre igen»
Και εθεσεν εμπροσθεν αυτων αφθονον τροφην και αφου εφαγον και επιον, απεστειλεν αυτους, και ανεχωρησαν προς τον κυριον αυτων. Και δεν ηλθον πλεον τα ταγματα της Συριας εις την γην του Ισραηλ.
Då tillredde han åt dem en stor måltid, och när de hade ätit och druckit, lät han dem gå; och de gingo till sin herre igen. Sedan kommo icke vidare några arameiska strövskaror in i Israels land.
Μετα δε ταυτα ο Βεν−αδαδ βασιλευς της Συριας συνηθροισεν απαν το στρατευμα αυτου, και ανεβη και επολιορκησε την Σαμαρειαν.
Därefter hände sig att Ben-Hadad, konungen i Aram, samlade hela sin här och drog upp och belägrade Samaria.
Εγεινε δε πεινα μεγαλη εν Σαμαρεια και ιδου, επολιορκουν αυτην, εωσου κεφαλη ονου επωληθη δι ογδοηκοντα αργυρια και το τεταρτον ενος καβου κοπρου περιστερων δια πεντε αργυρια.
Och medan de belägrade Samaria, uppstod där en så stor hungersnöd, att man betalade åttio siklar silver för ett åsnehuvud och fem siklar silver för en fjärdedels kab duvoträck.
Και ενω διεβαινεν ο βασιλευς του Ισραηλ επι του τειχους, γυνη τις εβοησε προς αυτον, λεγουσα, Σωσον, κυριε μου βασιλευ.
Och en gång då Israels konung gick omkring på muren ropade en kvinna till honom och sade: »Hjälp, min herre konung!»
Ο δε ειπεν, Εαν ο Κυριος δεν σε σωση, ποθεν θελω σε σωσει εγω; μη εκ του αλωνιου η εκ του ληνου;
Han svarade: »Hjälper icke HERREN dig, varifrån skall då jag kunna skaffa hjälp åt dig? Från logen eller från vinpressen?»
Και ειπε προς αυτην ο βασιλευς, Τι εχεις; Η δε ειπε, Η γυνη αυτη μοι ειπε, Δος τον υιον σου, δια να φαγωμεν αυτον σημερον, και αυριον θελομεν φαγει τον υιον μου
Och konungen frågade henne: »Vad fattas dig?» Hon svarade: »Kvinnan där sade till mig: 'Giv hit din son, så att vi få äta honom i dag, så skola vi äta min son i morgon.'3 Mos. 26,29. 5 Mos. 28,53, 57. Klag. 4,10.
και εβρασαμεν τον υιον μου και εφαγομεν αυτον ειπον δε προς αυτην την ακολουθον ημεραν, Δος τον υιον σου, δια να φαγωμεν αυτον η δε εκρυψε τον υιον αυτης.
Så kokade vi min son och åto upp honom. Nästa dag sade jag till henne: 'Giv nu hit din son, så att vi få äta honom.' Men då gömde hon undan sin son.»
Και ως ηκουσεν ο βασιλευς τους λογους της γυναικος, διερρηξε τα ιματια αυτου και ενω διεβαινεν επι του τειχους, ο λαος ειδε, και ιδου, σακκος εσωθεν επι της σαρκος αυτου.
När konungen hörde kvinnans ord, rev han sönder sina kläder, där han gick på muren. Då fick folket se att han hade säcktyg inunder, närmast kroppen.
Και ειπεν, Ουτω να καμη εις εμε ο Θεος και ουτω να προσθεση, εαν η κεφαλη του Ελισσαιε υιου του Σαφατ σταθη επανω αυτου σημερον.
Och han sade: »Gud straffe mig nu och framgent, om Elisas, Safats sons, huvud i dag får sitta kvar på honom.»1 Kon. 19,2.
Ο δε Ελισσαιε εκαθητο εν τω οικω αυτου, και οι πρεσβυτεροι εκαθηντο μετ αυτου και απεστειλεν ο βασιλευς ανδρα απ εμπροσθεν αυτου πριν δε ελθη προς αυτον ο μηνυτης, αυτος ειπε προς τους πρεσβυτερους, Δεν βλεπετε οτι ουτος ο υιος του φονευτου εστειλε να αφαιρεση την κεφαλην μου; βλεπετε, καθως ελθη ο μηνυτης, κλεισατε την θυραν και εμποδισατε αυτον προς την θυραν η φωνη των ποδων του κυριου αυτου δεν ειναι εξοπισθεν αυτου;
Så sände han då dit en man före sig, under det att Elisa satt i sitt hus och de äldste sutto där hos honom. Men innan den utskickade hann fram till honom, sade han till de äldste: »Sen I huru denne mördarson sänder hit en man för att taga mitt huvud? Men sen nu till, att I stängen igen dörren, när den utskickade kommer; och ien så vägen för honom med den. Jag hör nu ock ljudet av hans herres steg efter honom.»
Και ενω ετι ελαλει μετ αυτων, ιδου, κατεβη προς αυτον ο μηνυτης και ειπεν, Ιδου, παρα Κυριου ειναι το κακον τουτο τι πλεον να ελπισω εις τον Κυριον;
Medan han ännu talade med dem, kom den utskickade ned till honom. Och denne sade: »Se, detta är en olycka som kommer från HERREN; huru skall jag då längre kunna hoppas på HERREN?»1 Kon. 21,19.