Judges 14

Και κατεβη ο Σαμψων εις Θαμναθ, και ειδε γυναικα εν Θαμναθ εκ των θυγατερων των Φιλισταιων.
Szedł tedy Samson do Tamnaty, a ujrzał tam niewiastę z córek Filistyńskich.
Και ανεβη και ανηγγειλε προς τον πατερα αυτου και προς την μητερα αυτου, λεγων, Ειδον γυναικα εν Θαμναθ εκ των θυγατερων των Φιλισταιων και τωρα λαβετε αυτην εις εμε δια γυναικα.
A przyszedłszy oznajmił ojcu swemu i matce swojej, mówiąc; Niewiastem widział w Tamnacie z córek Filistyńskich; przetoż teraz weźmijcie mi ją za żonę.
Ειπον δε προς αυτον ο πατηρ αυτου και η μητηρ αυτου, Μηπως δεν υπαρχει μεταξυ των θυγατερων των αδελφων σου και μεταξυ παντος του λαου μου γυνη, και υπαγεις συ να λαβης γυναικα εκ των Φιλισταιων των απεριτμητων; Ο δε Σαμψων ειπε προς τον πατερα αυτου, Ταυτην λαβε εις εμε διοτι αυτη ειναι αρεστη εις τους οφθαλμους μου.
I rzekł mu ojciec jego, i matka jego; Azaż nie masz między córkami braci twych, i we wszystkim ludu moim niewiasty, że chcesz iść a wziąć sobie żonę z Filistynów nieobrzezanych? Odpowiedział Samson ojcu swemu: Tę mi weźmijcie, bo się podobała oczom moim.
Αλλ ο πατηρ αυτου και η μητηρ αυτου δεν εγνωρισαν οτι παρα Κυριου ητο τουτο, οτι αυτος εζητει αφορμην εναντιον των Φιλισταιων διοτι κατ εκεινον τον καιρον οι Φιλισταιοι εδεσποζον επι τον Ισραηλ.
A ojciec jego i matka jego nie wiedzieli, że to było od Pana; bo on przyczyny szukał na Filistyny, gdy na on czas Filistyni panowali nad Izraelem.
Τοτε κατεβη ο Σαμψων μετα του πατρος αυτου και μετα της μητρος αυτου εις Θαμναθ, και ηλθον εως των αμπελωνων της Θαμναθ και ιδου, σκυμνος λεοντος ωρυομενος συναπηντησεν αυτον.
Tedy szedł Samson z ojcem swym i z matką swoją do Tamnaty, a przychodząc ku winnicom Tamnaty, oto, lew młody ryczący zabieżał mu.
Και επηλθεν επ αυτον το πνευμα του Κυριου, και διεσπαραξεν αυτον ως εαν ηθελε διασπαραξει εριφιον, μη εχων μηδεν εν ταις χερσιν αυτου πλην δεν ανηγγειλε προς τον πατερα αυτου η προς την μητερα αυτου τι ειχε καμει.
I przypadł nań Duch Pański, a rozdarł go, jakoby rozdarł koźlę, choć nic nie miał w rękach swych; i nie oznajmił ojcu swemu i matce swojej, co uczynił.
Και κατεβη και ελαλησε προς την γυναικα και ηρεσεν εις τους οφθαλμους του Σαμψων.
Przyszedłszy tedy mówił z oną niewiastą, a podobała się oczom Samsonowym.
Και επεστρεψε μεθ ημερας να λαβη αυτην και εξεκλινεν εκ της οδου δια να ιδη το πτωμα του λεοντος και ιδου, σμηνος μελισσων εν τω πτωματι του λεοντος, και μελι.
A wróciwszy się po kilku dniach, aby ją pojął, zstąpił, aby oglądał on ścierw lwi, a oto, rój pszczół był w ścierwie lwim, i miód.
Και ελαβεν εκ τουτου εις τας χειρας αυτου και επροχωρει τρωγων, και ηλθε προς τον πατερα αυτου και προς την μητερα αυτου και εδωκεν εις αυτους και εφαγον πλην δεν ειπε προς αυτους οτι εκ του πτωματος του λεοντος ελαβε το μελι.
A wziąwszy go w ręce swoje szedł drogą i jadł, a przyszedłszy do ojca swego i do matki swojej, dał im, i jedli; ale im nie powiedział, że z ścierwu lwiego nabrał miodu.
Και κατεβη ο πατηρ αυτου προς την γυναικα και εκαμεν εκει ο Σαμψων συμποσιον διοτι ουτως εσυνειθιζον οι νεοι.
tedy szedł ojciec jego do onej niewiasty, i sprawił tam Samson wesele; bo tak czyniwali młodzieńcy.
Και οτε ειδον αυτον, ελαβον τριακοντα συντροφους δια να ηναι μετ αυτου.
A gdy go ujrzeli Filistyni, wzięli trzydzieści towarzyszów, aby byli przy nim.
Και ειπεν ο Σαμψων προς αυτους, Τωρα θελω σας προβαλει αινιγμα εαν δυνηθητε να λυσητε αυτο εις εμε εν ταις επτα ημεραις του συμποσιου και να ευρητε αυτο, τοτε εγω θελω δωσει εις εσας τριακοντα χιτωνας λινους και τριακοντα στολας φορεματων
Do których rzekł Samson: Zadam wam zagadkę, a jeźli ją zgadniecie przez siedem dni wesela i wyłożycie mi ją, tedy wam dam trzydzieści prześcieradeł, i trzydzieści szat odmiennych.
αλλ εαν δεν δυνηθητε να λυσητε αυτο εις εμε, τοτε σεις θελετε δωσει εις εμε τριακοντα χιτωνας λινους και τριακοντα στολας φορεματων. Και ειπον προς αυτον, Προβαλε το αινιγμα σου, δια να ακουσωμεν αυτο.
A jeźliż mi jej nie zgadniecie, tedy wy mnie dacie trzydzieści prześcieradeł, i trzydzieści szat odmiennych; którzy mu odpowiedzieli: Zadaj zagadkę twoję; a będziemy jej słuchali.
Και ειπε προς αυτους, Εκ του τρωγοντος εξηλθε τροφη, και εκ του ισχυρου εξηλθε γλυκυτης. Και αυτοι δεν ηδυναντο να λυσωσι το αινιγμα δια τρεις ημερας.
I rzekł do nich: Z pożerającego wyszedł pokarm, a z mocnego wyszła słodkość; i nie mogli zgadnąć onej zagadki przez trzy dni.
Και την εβδομην ημεραν ειπαν προς την γυναικα του Σαμψων, Κολακευσον τον ανδρα σου, και ας μας φανερωση το αινιγμα, δια να μη κατακαυσωμεν σε και τον οικον του πατρος σου εν πυρι δια να γυμνωσητε ημας προσεκαλεσατε ημας; δεν ειναι ουτω;
I rzekli dnia siódmego do żony Samsonowej: Namów męża twego, aby nam powiedział zagadkę, byśmy snać nie spalili ciebie, i domu ojca twego ogniem; na tożeście nas wezwali, abyście posiedli majętność naszę, czy nie na to?
Και εκλαυσεν γυνη του Σαμψων εμπροσθεν αυτου και ειπε, Βεβαιως με μισεις και δεν με αγαπας επροβαλες αινιγμα προς τους υιους του λαου μου, και εις εμε δεν εφανερωσας αυτο. Ο δε ειπε προς αυτην, Ιδου, προς τον πατερα μου και προς την μητερα μου δεν εφανερωσα αυτο και εις σε θελω φανερωσει;
Płakała tedy żona Samsonowa nań, mówiąc: Zaprawdę mię masz w nienawiści, a nie miłujesz mię; zadałeś zagadkę synom ludu mego, a nie chcesz mi jej oznajmić. I rzekł do niej: Otom jej ojcu memu i matce mojej nie oznajmił, a tobie bym miał oznajmić?
Αλλ αυτη εκλαιεν εμπροσθεν αυτου τας επτα ημερας, καθ ας ητο το συμποσιον αυτων την δε εβδομην ημεραν εφανερωσεν αυτο προς αυτην, διοτι παρηνοχλησεν αυτον η δε εφανερωσε το αινιγμα προς τους υιους του λαου αυτης.
I płakała nań przez one siedem dni, póki mieli wesele. Stało się tedy dnia siódmego, że jej oznajmił, bo mu się uprzykrzała. A ona powiedziała onę zagadkę synom ludu swego.
Τοτε ειπον προς αυτον οι ανδρες της πολεως την εβδομην ημεραν, πριν δυση ο ηλιος, Τι γλυκυτερον του μελιτος; και τι ισχυροτερον του λεοντος; Ο δε ειπε προς αυτους, Εαν δεν ηθελετε αροτριασει με την δαμαλιν μου, δεν ηθελετε ευρει το αινιγμα μου.
Przetoż rzekli do niego mężowie onego miasta siódmego dnia przed zachodem słońca: Cóż słodszego nad miód, a co mocniejszego nad lwa? którym on odpowiedział: Byście byli nie orali jałowicą moją, nie zgadlibyście byli zagadki mojej.
Και επηλθεν επ αυτον πνευμα Κυριου και κατεβη εις Ασκαλωνα και εφονευσε τριακοντα ανδρας εξ αυτων, και ελαβε τα ιματια αυτων, και εδωκε τας στολας εις τους εξηγησαντας το αινιγμα. Και εξηφθη ο θυμος αυτου, και ανεβη εις τον οικον του πατρος αυτου.
I przypadł nań Duch Pański, a szedłszy do Aszkalonu, zabił z nich trzydzieści mężów a wziąwszy łupy z nich, dał szaty odmienne onym, którzy zgadli zagadkę, i rozgniewawszy się bardzo poszedł do domu ojca swego.
Η δε γυνη του Σαμψων εδοθη εις τον συντροφον αυτου, τον οποιον ειχε φιλον αυτου.
I dostała się żona Samsonowa towarzyszowi jego, z którym miał towarzystwo.