II Samuel 18

Και απηριθμησεν ο Δαβιδ τον λαον τον μετ αυτου, και κατεστησεν επ αυτους χιλιαρχους και εκατονταρχους.
Ary Davida nandamina ny olona izay nomba azy ka nanendry mpifehy arivo sy mpifehy zato hifehy azy.
Και απεστειλεν ο Δαβιδ τον λαον, εν τριτον υπο την χειρα του Ιωαβ, και εν τριτον υπο την χειρα του Αβισαι, υιου της Σερουιας, αδελφου του Ιωαβ, και εν τριτον υπο την χειρα Ιτται του Γετθαιου. Και ειπεν ο βασιλευς προς τον λαον, Θελω βεβαιως εξελθει και εγω μεθ υμων.
Ary Davida nampandeha ny olona, ka ny ampahatelony nofehezin'i Joaba, ary ny ampahatelony nofehezin'i Abisay, zanak'i Zeroia, rahalahin'i Joaba, ary ny ampahatelony kosa nofehezin'Itahy Gatita. Ary hoy ny mpanjaka tamin'ny vahoaka: Izaho koa dia handeha hiaraka aminareo tokoa.
Ο λαος ομως απεκριθη, Δεν θελεις εξελθει διοτι, εαν τραπωμεν εις φυγην, δεν μελει αυτους περι ημων ουδε εαν το ημισυ εξ ημων αποθανη, δεν μελει αυτους περι ημων επειδη τωρα συ εισαι ως ημεις δεκα χιλιαδες οθεν τωρα ειναι καλητερον να ησαι βοηθος ημων εκ της πολεως.
Fa hoy ny vahoaka: Tsy avelanay andeha ianao; fa raha mandositra izahay, dia tsy hahoany; ary na matiny sasaka aza izahay, dia tsy hahoany akory; fa ianao no hoatra ny iray alina aminay; koa tsara raha hamonjy anay avy tao an-tanàna ianao.
Και ειπε προς αυτους ο βασιλευς, Ο, τι σας φαινεται καλον, θελω καμει. Και εσταθη ο βασιλευς εις το πλαγιον της πυλης και πας ο λαος εξηρχετο κατα εκατονταδας και κατα χιλιαδας.
Ary hoy ny mpanjaka taminy: Izay sitrakareo ary no hataoko. Dia nitsangana teo anilan'ny vavahady ny mpanjaka, ary ny vahoaka rehetra nivoaka isan-jato sy isan'arivo.
Και προσεταξεν ο βασιλευς εις τον Ιωαβ και εις τον Αβισαι και εις τον Ιτται, λεγων, Σωσατε μοι τον νεον, τον Αβεσσαλωμ. Και πας ο λαος ηκουσεν, ενω ο βασιλευς προσεταττεν εις παντας τους αρχοντας υπερ του Αβεσσαλωμ.
Ary ny mpanjaka nandidy an'i Joaba sy Abisay ary Itahy hoe: Noho ny amiko dia mamindrà fo amin'i Absaloma zatovo. Ary ny olona rehetra dia nahare ny nandidian'ny mpanjaka ny mpifehy rehetra ny amin'i Absaloma.
Εξηλθε λοιπον ο λαος εις το πεδιον εναντιον του Ισραηλ και η μαχη εγεινεν εν τω δασει Εφραιμ.
Ka dia nivoaka teny an-tsaha ny vahoaka hiady amin'ny Isiraely, ka rafitra tao amin'ny alan'i Efraima ny ady;
Και κατετροπωθη εκει ο λαος Ισραηλ υπο των δουλων του Δαβιδ και εγεινεν εκει την ημεραν εκεινην θραυσις μεγαλη, εικοσι χιλιαδων.
ary resy tao ny lehilahy amin'ny Isiraely teo anoloan'ny mpanompon'i Davida, ka be dia be no ringana androtrizay, dia olona roa alina.
διοτι η μαχη εγεινεν εκει διεσπαρμενη επι το προσωπον ολου του τοπου και το δασος κατεφαγε πλειοτερον λαον, παρ οσον κατεφαγεν η μαχαιρα, την ημεραν εκεινην.
Fa nihahakahaka teny rehetra teny ny ady; ka ny matin'ny ala androtrizay dia be noho ny matin'ny sabatra.
Και συνηντησεν ο Αβεσσαλωμ τους δουλους του Δαβιδ. Και εκαθητο ο Αβεσσαλωμ επι ημιονου, και εισηλθεν ο ημιονος υπο τους πυκνους κλαδους μεγαλης δρυος, και επιασθη η κεφαλη αυτου εις την δρυν, και εκρεμασθη αναμεσον του ουρανου και της γης ο δε ημιονος ο υποκατω αυτου διεπερασεν.
Ary Absaloma nifanehatra tamin'ny mpanompon'i Davida. Ary nitaingina ampondra izy, ary ny ampondra nandeha teo ambanin'ny rantsan-kazo mikirindro tamin'ny hazo terebinta, ka voahazon'ny hazo terebinta ny lohan'i Absaloma, ka dia nikiraviravy teo anelanelan'ny lanitra sy ny tany izy; fa lasa ny ampondra nitaingenany.
Ιδων δε ανηρ τις, απηγγειλε προς τον Ιωαβ, και ειπεν, Ιδου, ειδον τον Αβεσσαλωμ κρεμαμενον εις δρυν.
Ary nisy lehilahy anankiray nahita izany, dia nanambara tamin'i Joaba hoe: Indro, hitako mihantona amin'ny hazo terebinta Absaloma.
Και ειπεν ο Ιωαβ προς τον ανδρα, τον απαγγειλαντα προς αυτον, Και ιδου, ειδες, και δια τι παταξας δεν κατεβαλες αυτον εκει εις την γην; βεβαιως ηθελον σοι δωσει δεκα σικλους αργυριου και μιαν ζωνην.
Ary hoy Joaba tamin'ilay lehilahy nilaza taminy: Koa nahoana, raha nahita azy ianao, no tsy nasianao hianjera amin'ny tany izy, ka dia tsy maintsy ho nomeko sekely volafotsy folo sy fehin-kibo ianao?
Ο δε ανηρ ειπε προς τον Ιωαβ, Και χιλιοι σικλοι αργυριου αν ηθελον μετρηθη εις την παλαμην μου, δεν ηθελον βαλει την χειρα μου επι τον υιον του βασιλεως διοτι εις επηκοον ημων προσεταξεν ο βασιλευς εις σε και εις τον Αβισαι και εις τον Ιτται, λεγων, Φυλαχθητε μη εγγιση μηδεις τον νεον, τον Αβεσσαλωμ
Fa hoy ralehilahy tamin'i Joaba: Na dia efa mby an-tanako aza ny sekely volafotsy arivo, tsy haninjitra ny tanako hamely ny zanaky ny mpanjaka aho; fa teo anatrehanay no nandidian'ny mpanjaka anao sy Abisay ary Itahy hoe: Samia mitandrina an'i Absaloma zatovo.
αλλα και εαν ηθελον πραξει δολιως εναντιον της ζωης μου, δεν κρυπτεται ουδεν απο του βασιλεως και συ ηθελες σταθη εναντιος.
Tsy misy zavatra azo afenina amin'ny mpanjaka, koa raha nanao hafahafa taminy aho, na dia ianao io aza dia ho nitsangana hanameloka ahy.
Τοτε ειπεν ο Ιωαβ, Δεν πρεπει να χρονοτριβω ουτω μετα σου. Και λαβων εις την χειρα αυτου τρια βελη, διεπερασεν αυτα δια της καρδιας του Αβεσσαλωμ, ενω ετι εζη εν τω μεσω της δρυος.
Dia hoy Joaba: Tsy handany andro foana eto aminao aho. Ary nitondra lefona telo teny an-tanany Izy, ka natsatony tamin'ny fon'i Absaloma, raha mbola velona teo amin'ny hazo terebinta izy.
Και περικυκλωσαντες δεκα νεοι, οι βασταζοντες τα οπλα του Ιωαβ, επαταξαν τον Αβεσσαλωμ και εθανατωσαν αυτον.
Ary nisy tovolahy folo, mpitondra ny fiadian'i Joaba, nanodidina an'i Absaloma ka namely azy ho faty.
Και εσαλπισεν ο Ιωαβ δια της σαλπιγγος, και επεστρεψεν ο λαος απο του να καταδιωκη οπισω του Ισραηλ διοτι ανεχαιτισεν ο Ιωαβ τον λαον.
Ary Joaba nitsoka ny anjomara, ka dia niverina avy nanenjika ny Isiraely ny vahoaka, satria niantran'i Joaba izy.
Και λαβοντες τον Αβεσσαλωμ, ερριψαν αυτον εις λακκον μεγαν εντος του δασους και εστησαν επ αυτον σωρον λιθων μεγαν σφοδρα και πας ο Ισραηλ εφυγεν εκαστος εις την σκηνην αυτου.
Dia nalain'ny olona Absaloma ka natsipiny tao an-davaka lehibe anankiray tao anaty ala, dia nasiany antontam-bato lehibe teo amboniny; ary ny Isiraely rehetra samy nandositra ho any amin'ny lainy avy.
Ετι δε ζων ο Αβεσσαλωμ ειχε λαβει και στησει δι εαυτον στηλην, την εν τη κοιλαδι του βασιλεως διοτι ειπεν, Δεν εχω υιον δια να διατηρη την μνημην του ονοματος μου και εκαλεσε την στηλην με το ονομα αυτου και καλειται εως της ημερας ταυτης Στηλη του Αβεσσαλωμ.
Ary fony mbola velona Absaloma, dia efa naka vato izy ka nanao ilay tsangam-bato ho azy tao an-dohasahan'ny Mpanjaka, fa hoy izy: Tsy manan-janakalahy hamelo-maso ahy aho; ary dia nataony araka ny anaran'ny tenany ihany ilay tsangam-bato, ka mbola atao hoe: Fahatsiarovana an'i Absaloma no anarany mandraka androany.
Τοτε ειπεν Αχιμαας ο υιος του Σαδωκ, Ας τρεξω τωρα και ας φερω προς τον βασιλεα αγγελιας, οτι ο Κυριος εξεδικησεν αυτον εκ χειρος των εχθρων αυτου.
Dia hoy Ahimaza, zanak'i Zadoka: Aoka aho hihazakazaka hitondra teny mahafaly ho any amin'ny mpanjaka ny amin'ny nanomezan'i Jehovah azy ny rariny ka nahafahany tamin'ny fahavalony.
Και ειπε προς αυτον ο Ιωαβ, Δεν θελεις εισθαι την ημεραν ταυτην αγγελιαφορος, αλλ εις αλλην ημεραν θελεις φερει αγγελιας εις ταυτην δε την ημεραν δεν θελεις φερει αγγελιας, επειδη ο υιος του βασιλεως απεθανε.
Fa hoy Joaba taminy: Tsy ho mpitondra teny mahafaly ianao, raha mandeha anio, satria maty ny zanakalahin'ny mpanjaka, fa andro hafa dia mbola hitondra teny mahafaly ihany ianao.
Τοτε ειπεν ο Ιωαβ προς τον Χουσει, Υπαγε, απαγγειλον προς τον βασιλεα οσα ειδες. Και ο Χουσει προσεκυνησε τον Ιωαβ και ετρεξε.
Ary hoy Joaba tamin'ilay Kosita: Andeha, ambarao amin'ny mpanjaka izay efa hitanao. Ary ilay Kosita niankohoka teo anatrehan'i Joaba, dia lasa nihazakazaka.
Τοτε Αχιμαας ο υιος του Σαδωκ ειπε παλιν προς τον Ιωαβ, Αλλ ο, τι και αν ηναι, ας τρεξω και εγω, παρακαλω, κατοπιν του Χουσει. Ο δε Ιωαβ ειπε, Δια τι θελεις να τρεξης, τεκνον μου, ενω δεν εχεις αρμοδιους αγγελιας;
Fa Ahimaza, zanak'i Zadoka, dia mbola niteny tamin'i Joaba ihany nanao hoe: Ka nahoana aza, aoka ihany aho mba hiezaka koa hanaraka ilay Kosita. Fa hoy Joaba: Ahoana no hiezahanao, anaka; fa na dia mandeha aza ianao, tsy hisy teny mahafaly hahazoanao fitia tsinona?
Αλλ ο, τι και αν ηναι, ειπεν, ας τρεξω. Τοτε ειπε προς αυτον, Τρεχε. Και ετρεξεν ο Αχιμαας δια της οδου της πεδιαδος και επερασε τον Χουσει.
Ka nahoana aza, hoy izy: Aoka ihany aho hiezaka. Dia hoy Joaba taminy: Miezaha ary. Ary dia niezaka tamin'ny lalana eny amin'ny lemaka Ahimaza ka nihoatra an'ilay Kosita.
Εκαθητο δε ο Δαβιδ μεταξυ των δυο πυλων και ανεβη ο σκοπος εις το δωμα της πυλης, επι το τειχος, και υψωσας τους οφθαλμους αυτου, ειδε, και ιδου, ανθρωπος τρεχων μονος.
Ary Davida nipetraka teo anelanelan'ny vavahady roa; ary ny mpitily niakatra teo ambony vavahady teo amin'ny manda, ka nanopy ny masony, dia nahita, ka indry misy lehilahy iray mihazakazaka.
Και ανεβοησεν ο σκοπος και απηγγειλε προς τον βασιλεα. Και ο βασιλευς ειπεν, Εαν ηναι μονος, εχει αγγελιας εις το στομα αυτου. Και ηρχετο προχωρων και επλησιαζε.
Ary ny mpitily niantso ka nilaza tamin'ny mpanjaka. Dia hoy ny mpanjaka: Raha irery izy, dia ho teny mahafaly no entiny. Ary mbola nanatona anatona ihany ralehilahy.
Και ειδεν ο σκοπος αλλον ανθρωπον τρεχοντα και ανεβοησεν ο σκοπος προς τον θυρωρον, και ειπεν, Ιδου, αλλος ανθρωπος τρεχων μονος. Και ειπεν ο βασιλευς, Και ουτος ειναι αγγελιαφορος.
Ary ny mpitily nahita lehilahy iray koa nihazakazaka, dia niantso ny mpiandry vavahady izy nanao hoe: Indry koa misy lehilahy iray tamy mihazakazaka. Dia hoy ny mpanjaka: Mitondra teny mahafaly ihany koa izy.
Και ειπεν ο σκοπος, Το τρεξιμον του πρωτου μοι φαινεται ως το τρεξιμον του Αχιμαας, υιου του Σαδωκ. Και ειπεν ο βασιλευς, Καλος ανθρωπος ειναι ουτος και ερχεται με αγαθας αγγελιας.
Ary hoy ny mpitily: Raha toa ahy, dia tahaka ny fihazakazak'i Ahimaza, zanak'i Zadoka, no fihazakazak'iny aloha. Ary hoy ny mpanjaka: Lehilahy tsara fanahy iny, ka hitondra teny soa mahafaly no ihaviany.
Και εβοησεν ο Αχιμαας και ειπε προς τον βασιλεα, Χαιρε. και προσεκυνησε τον βασιλεα κατα προσωπον αυτου εως εδαφους και ειπεν, Ευλογητος Κυριος ο Θεος σου, οστις παρεδωκε τους ανθρωπους, τους σηκωσαντας την χειρα αυτων κατα του κυριου μου του βασιλεως.
Ary Ahimaza niantso ka nanao tamin'ny mpanjaka hoe: Fiadanana! sady niankohoka tamin'ny tany teo anatrehan'ny mpanjaka izy ka nanao hoe: Isaorana anie Jehovah Andriamanitrao, Izay efa nanolotra ny olona nanainga tanana hikomy amin'ny mpanjaka tompoko.
Και ειπεν ο βασιλευς, Υγιαινει ο νεος, ο Αβεσσαλωμ; Και απεκριθη ο Αχιμαας, Οτε ο Ιωαβ απεστελλε τον δουλον του βασιλεως, και εμε τον δουλον σου, ειδον τον μεγαν θορυβον, πλην δεν ηξευρον τι ητο.
Dia hoy ny mpanjaka: Tsara ihany va Absaloma zatovo? Fa hoy Ahimaza: Tamin'ny nanirahan'i Joaba ny mpanompon'ny mpanjaka sy izaho mpanomponao koa dia nandre tabataba be aho, nefa tsy fantatro izay antony.
Και ειπεν ο βασιλευς, Στρεψον, σταθητι εκει. Και εστραφη και εσταθη.
Ary hoy ny mpanjaka taminy: Mitanilà kely ary, ka mijanòna etsy; dia nitanila izy ka nitoetra teo.
Και ιδου, ηλθεν ο Χουσει και ειπεν ο Χουσει, Αγγελιας, κυριε μου βασιλευ διοτι ο Κυριος σε εξεδικησε την ημεραν ταυτην εκ χειρος παντων των επανισταμενων επι σε.
Ary, indro, avy ilay Kosita ka nanao hoe: Aoka ny mpanjaka tompoko hihaino teny mahafaly; fa Jehovah efa nanome anao ny rariny ka nahafaka anao ankehitriny tamin'izay rehetra nitsangana hikomy aminao.
Και ειπεν ο βασιλευς προς τον Χουσει, Υγιαινει ο νεος, ο Αβεσσαλωμ; Και απεκριθη ο Χουσει, ειθε να γεινωσιν ως ο νεος εκεινος οι εχθροι του κυριου μου του βασιλεως, και παντες οι επανισταμενοι επι σε δια κακον.
Ary hoy ny mpanjaka tamin'ilay Kosita: Tsara ihany va Absaloma zatovo? Fa hoy ilay Kosita: Aoka ny fahavalon'ny mpanjaka tompoko sy izay rehetra mitsangana hanisy ratsy anao ho tahaka iny zatovo iny.
Και εταραχθη ο βασιλευς και ανεβη εις το υπερωον της πυλης, και εκλαυσε και ενω επορευετο, ελεγεν ουτως Υιε μου Αβεσσαλωμ, υιε μου, υιε μου Αβεσσαλωμ ειθε να απεθνησκον εγω αντι σου, Αβεσσαλωμ, υιε μου, υιε μου.