Deuteronomy 22

Ιδων τον βουν του αδελφου σου η το προβατον αυτου πλανωμενον, μη παραβλεψης αυτα θελεις εξαπαντος επιστρεψει αυτα εις τον αδελφον σου.
Se vedi smarriti il bue o la pecora del tuo fratello, tu non farai vista di non averli scorti, ma avrai cura di ricondurli al tuo fratello.
Και εαν ο αδελφος σου δεν κατοικη πλησιον σου, η εαν δεν γνωριζης αυτον, τοτε θελεις φερει αυτα εντος της οικιας σου, και θελουσιν εισθαι μετα σου εωσου ζητηση αυτα ο αδελφος σου και θελεις αποδωσει αυτα εις αυτον.
E se il tuo fratello non abita vicino a te e non lo conosci, raccoglierai l’animale in casa tua, e rimarrà da te finché il tuo fratello non ne faccia ricerca; e allora glielo renderai.
Ουτω θελεις καμει και δια τον ονον αυτου ουτω θελεις καμει και δια το ιματιον αυτου ουτω θελεις καμει και δια παντα τα χαμενα πραγματα του αδελφου σου οσα εχασε, και συ ευρες αυτα δεν δυνασαι να παραβλεψης αυτα.
Lo stesso farai del suo asino, lo stesso della sua veste, lo stesso di qualunque altro oggetto che il tuo fratello abbia perduto e che tu trovi; tu non farai vista di non averli scorti.
Ιδων τον ονον του αδελφου σου η τον βουν αυτου πεσμενον εν τη οδω, μη παραβλεψης αυτα θελεις εξαπαντος σηκωσει αυτα μετ αυτου.
Se vedi l’asino del tuo fratello o il suo bue caduto nella strada, tu non farai vista di non averli scorti, ma dovrai aiutare il tuo fratello a rizzarlo.
Η γυνη δεν θελει φορεσει το ανηκον εις ανδρα, ουδε ο ανηρ θελει ενδυθη στολην γυναικος επειδη παντες οι πραττοντες ουτως ειναι βδελυγμα εις Κυριον τον Θεον σου.
La donna non si vestirà da uomo, né l’uomo si vestirà da donna; poiché chiunque fa tali cose è in abominio all’Eterno, il tuo Dio.
Εαν απαντησης καθ οδον εμπροσθεν σου φωλεαν πτηνου επι τινος δενδρου η κατα γης, εχουσαν νεοσσους η ωα, και την μητερα καθημενην επι τους νεοσσους η επι τα ωα, δεν θελεις λαβει την μητερα μετα των τεκνων
Quando, cammin facendo, t’avverrà di trovare sopra un albero o per terra un nido d’uccello con de’ pulcini o delle uova e la madre che cova i pulcini o le uova, non prenderai la madre coi piccini;
θελεις εξαπαντος απολυσει την μητερα, τα δε τεκνα θελεις λαβει εις σεαυτον δια να ευημερησης και να μακροημερευσης.
avrai cura di lasciar andare la madre, prendendo per te i piccini; e questo affinché tu sii felice e prolunghi i tuoi giorni.
Οταν οικοδομης νεαν οικιαν, θελεις καμει περιτειχισμα περιξ του δωματος σου, δια να μη καμης ενοχον αιματος την οικιαν σου, εαν πεση τις ανθρωπος απ αυτης.
Quando edificherai una casa nuova, farai un parapetto intorno al tuo tetto, per non metter sangue sulla tua casa, nel caso che qualcuno avesse a cascare di lassù.
Δεν θελεις σπειρει εις τον αμπελωνα σου ετεροειδη σπερματα δια να μη μιανθη το γεννημα του σπορου τον οποιον εσπειρας, και ο καρπος του αμπελωνος.
Non seminerai nella tua vigna semi di specie diverse; perché altrimenti il prodotto di ciò che avrai seminato e la rendita della vigna saranno cosa consacrata.
Δεν θελεις αροτριασει με βουν και ονον ομου.
Non lavorerai con un bue ed un asino aggiogati assieme.
Δεν θελεις φορει ενδυμα συμμικτον απο μαλλινον ομου και λιναριον.
Non porterai vestito di tessuto misto, fatto di lana e di lino.
Θελεις καμει εις σεαυτον κροσσια εις τας τεσσαρας ακρας του ενδυματος σου, με το οποιον σκεπαζεσαι.
Metterai delle frange ai quattro canti del mantello con cui ti cuopri.
Εαν τις λαβη γυναικα και εισελθη προς αυτην και μισηση αυτην,
Se un uomo sposa una donna, coabita con lei e poi la prende in odio,
και δωση αφορμην να κακολογησωσιν αυτην, και φερη δυσφημιαν επ αυτην, και ειπη, Ελαβον ταυτην την γυναικα, και οτε προσηλθον προς αυτην, δεν ευρηκα αυτην παρθενον,
l’accusa di cose turpi e la diffama, dicendo: "Ho preso questa donna, e quando mi sono accostato a lei non l’ho trovata vergine",
τοτε ο πατηρ της νεας και η μητηρ αυτης θελουσι λαβει και εκφερει προς τους πρεσβυτερους της πολεως, εις την πυλην, τα παρθενια της νεας
il padre e la madre della giovane prenderanno i segni della verginità della giovane e li produrranno dinanzi agli anziani della città, alla porta;
και ο πατηρ της νεας θελει ειπει προς τους πρεσβυτερους, Την θυγατερα μου εδωκα εις τον ανθρωπον τουτον δια γυναικα, και αυτος μισει αυτην
e il padre della giovane dirà agli anziani: "Io ho dato la mia figliuola per moglie a quest’uomo; egli l’ha presa in odio,
και ιδου, εδωκεν αφορμην να κακολογωσιν αυτην, λεγων, Δεν ευρηκα την θυγατερα σου παρθενον πλην ιδου, τα παρθενια της θυγατρος μου. Και θελουσιν εκδιπλωσει το ιματιον εμπροσθεν των πρεσβυτερων της πολεως.
ed ecco che l’accusa di cose infami, dicendo: Non ho trovata vergine la tua figliuola; or ecco qua i segni della verginità della mia figliuola". E spiegheranno il lenzuolo davanti agli anziani della città.
Και θελουσι λαβει οι πρεσβυτεροι της πολεως εκεινης τον ανθρωπον και θελουσι τιμωρησει αυτον
Allora gli anziani di quella città prenderanno il marito e lo castigheranno;
και θελουσι ζημιωσει αυτον εκατον σικλους αργυριου, και δωσει αυτους εις τον πατερα της νεας, διοτι εφερε δυσφημιαν επι παρθενον Ισραηλιτιν και θελει εισθαι γυνη αυτου δεν δυναται να αποβαλη αυτην πασας τας ημερας αυτου.
e siccome ha diffamato una vergine d’Israele, lo condanneranno a un’ammenda di cento sicli d’argento, che daranno al padre della giovane. Ella rimarrà sua moglie ed egli non potrà mandarla via per tutto il tempo della sua vita.
Εαν ομως το πραγμα τουτο ηναι αληθινον, και δεν ευρεθη παρθενος η κορη,
Ma se la cosa è vera, se la giovane non è stata trovata vergine,
τοτε θελουσιν εκφερει την νεαν εις την θυραν του οικου του πατρος αυτης, και οι ανθρωποι της πολεως αυτης θελουσι λιθοβολισει αυτην με λιθους, και θελει αποθανει διοτι επραξεν αφροσυνην εν τω Ισραηλ, πορνευουσα τον οικον του πατρος αυτης και θελεις εξαφανισει το κακον εκ μεσου σου.
allora si farà uscire quella giovane all’ingresso della casa di suo padre, e la gente della sua città la lapiderà, sì ch’ella muoia, perché ha commesso un atto infame in Israele, prostituendosi in casa di suo padre. Così torrai via il male di mezzo a te.
Εαν τις ευρεθη κοιμωμενος μετα γυναικος υπανδρου, τοτε αμφοτεροι θελουσι θανατονεσθαι, ο ανηρ ο κοιμωμενος μετα της γυναικος, και η γυνη και θελεις εξαφανισει το κακον εκ του Ισραηλ.
Quando si troverà un uomo a giacere con una donna maritata, ambedue morranno: l’uomo che s’è giaciuto con la donna, e la donna. Così torrai via il male di mezzo ad Israele.
Εαν νεα τις παρθενος ηναι ηρραβωνισμενη μετα ανδρος, και ευρη τις αυτην εν τη πολει και κοιμηθη μετ αυτης,
Quando una fanciulla vergine è fidanzata, e un uomo, trovandola in città, si giace con lei,
τοτε θελετε εκφερει αυτους αμφοτερους εις την πυλην της πολεως εκεινης, και θελετε λιθοβολησει αυτους με λιθους, και θελουσιν αποθανει την νεαν, διοτι δεν εφωναξεν, ουσα εν τη πολει και τον ανθρωπον, διοτι εταπεινωσε την γυναικα του πλησιον αυτου και θελεις εξαφανισει το κακον εκ μεσου σου.
condurrete ambedue alla porta di quella città, e li lapiderete sì che muoiano: la fanciulla, perché essendo in città, non ha gridato; e l’uomo perché ha disonorato la donna del suo prossimo. Così torrai via il male di mezzo a te.
Αλλ εαν τις ευρη εν αγρω την νεαν την ηρραβωνισμενην, και ο ανθρωπος βιαση αυτην και κοιμηθη μετ αυτης, τοτε μονος ο ανθρωπος, ο κοιμηθεις μετ αυτης, θελει θανατονεσθαι
Ma se l’uomo trova per i campi la fanciulla fidanzata e facendole violenza si giace con lei, allora morrà soltanto l’uomo che si sarà giaciuto con lei;
εις δε την νεαν δεν θελεις καμει ουδεν δεν ειναι εις την νεαν αμαρτημα θανατου διοτι καθως οταν τις εφορμηση επι τον πλησιον αυτου και φονευση αυτον, ουτως ειναι το πραγμα τουτο
ma non farai niente alla fanciulla; nella fanciulla non c’è colpa degna di morte; si tratta d’un caso come quello d’un uomo che si levi contro il suo prossimo, e l’uccida;
διοτι εν τω αγρω ευρηκεν αυτην, εφωναξεν η ηρραβωνισμενη νεα, αλλα δεν υπηρχεν ο σωζων αυτην.
poiché egli l’ha trovata per i campi; la fanciulla fidanzata ha gridato, ma non c’era nessuno per salvarla.
Εαν τις ευρη νεαν παρθενον μη ηρραβωνισμενην και πιαση αυτην και κοιμηθη μετ αυτης, και ευρεθωσι
Se un uomo trova una fanciulla vergine che non sia fidanzata, e l’afferra, e si giace con lei, e sono sorpresi,
τοτε ο ανθρωπος ο κοιμηθεις μετ αυτης θελει δωσει εις τον πατερα της νεας πεντηκοντα σικλους αργυριου, και αυτη θελει εισθαι γυνη αυτου επειδη εταπεινωσεν αυτην, δεν δυναται να αποβαλη αυτην πασας τας ημερας αυτου.
l’uomo che s’è giaciuto con lei darà al padre della fanciulla cinquanta sicli d’argento, ed ella sarà sua moglie, perché l’ha disonorata; e non potrà mandarla via per tutto il tempo della sua vita.
Δεν θελει λαβει τις την γυναικα του πατρος αυτου, ουδε θελει εκκαλυψει το συγκαλυμμα του πατρος αυτου.
Nessuno prenderà la moglie di suo padre ne solleverà il lembo della coperta di suo padre.