Genesis 6

Και οτε ηρχισαν οι ανθρωποι να πληθυνωνται επι του προσωπου της γης, και θυγατερες εγεννηθησαν εις αυτους,
Lőn pedig, hogy az emberek sokasodni kezdének a föld színén, és leányaik születének.
ιδοντες οι υιοι του Θεου τας θυγατερας των ανθρωπων, οτι ησαν ωραιαι, ελαβον εις εαυτους γυναικας εκ πασων οσας εκλεξαν.
És láták az Istennek fiai az emberek leányait, hogy szépek azok, és vevének magoknak feleségeket mind azok közűl, kiket megkedvelnek vala.
Και ειπε Κυριος, Δεν θελει καταμεινει παντοτε το πνευμα μου μετα του ανθρωπου, διοτι ειναι σαρξ αι ημεραι αυτου θελουσιν εισθαι ακομη εκατον εικοσι ετη.
És monda az Úr: Ne maradjon az én lelkem örökké az emberben, mivelhogy ő test; legyen életének ideje száz húsz esztendő.
Κατ εκεινας τας ημερας ησαν οι γιγαντες επι της γης, και ετι, υστερον, αφου οι υιοι του Θεου εισηλθον εις τας θυγατερας των ανθρωπων, και αυται ετεκνοποιησαν εις αυτους εκεινοι ησαν οι δυνατοι, οι εκπαλαι ανδρες ονομαστοι.
Az óriások valának a földön abban az időben, sőt még azután is, mikor az Isten fiai bémenének az emberek leányaihoz, és azok *gyermekeket* szűlének nékik. Ezek ama hatalmasok, kik eleitől fogva híres-neves emberek voltak.
Και ειδεν ο Κυριος ετι επληθυνετο η κακια του ανθρωπου επι της γης, και παντες οι σκοποι των διαλογισμων της καρδιας αυτου ησαν μονον κακια πασας τας ημερας.
És látá az Úr, hogy megsokasult az ember gonoszsága a földön, és hogy szíve gondolatának minden alkotása szüntelen csak gonosz.
Και μετεμεληθη ο Κυριος οτι εποιησε τον ανθρωπον επι της γης. και ελυπηθη εν τη καρδια αυτου.
Megbáná azért az Úr, hogy teremtette az embert a földön, és bánkódék az ő szívében.
Και ειπεν ο Κυριος, Θελω εξαλειψει τον ανθρωπον, τον οποιον εποιησα, απο προσωπου της γης απο ανθρωπου εως κτηνους, εως ερπετου, και εως πτηνου του ουρανου επειδη μετεμεληθην οτι εποιησα αυτους.
És monda az Úr: Eltörlöm az embert, a kit teremtettem, a földnek színéről; az embert, a barmot, a csúszó-mászó állatokat, és az ég madarait; mert bánom, hogy azokat teremtettem.
Ο δε Νωε ευρε χαριν ενωπιον Κυριου.
De Noé kegyelmet talála az Úr előtt.
Αυτη ειναι η γενεαλογια του Νωε. Ο Νωε ητο ανθρωπος δικαιος, τελειος μεταξυ των συγχρονων αυτου μετα του Θεου περιεπατησεν ο Νωε.
Noénak pedig ez a története: Noé igaz, tökéletes férfiú vala a vele egykorúak között. Istennel jár vala Noé.
Και εγεννησεν ο Νωε τρεις υιους, τον Σημ, τον Χαμ και τον Ιαφεθ.
És nemze Noé három fiat: Sémet, Khámot és Jáfetet.
Διεφθαρη δε η γη ενωπιον του Θεου, και ενεπλησθη η γη αδικιας.
A föld pedig romlott vala Isten előtt és megtelék a föld erőszakoskodással.
Και ειδεν ο Θεος την γην, και ιδου, ητο διεφθαρμενη διοτι πασα σαρξ ειχε διαφθειρει την οδον αυτης επι της γης.
Tekinte azért Isten a földre, és ímé meg vala romolva, mert minden test megrontotta vala az ő útát a földön.
Και ειπεν ο Θεος προς τον Νωε, Το τελος πασης σαρκος ηλθεν ενωπιον μου, διοτι η γη ενεπλησθη αδικιας απ αυτων και ιδου, θελω εξολοθρευσει αυτους και την γην.
Monda azért Isten Noénak: Minden testnek vége elérkezett előttem, mivelhogy a föld erőszakoskodással telt meg általok: és ímé elvesztem őket a földdel egybe.
Καμε εις σεαυτον κιβωτον εκ ξυλων Γοφερ κατα δωματια θελεις καμει την κιβωτον, και θελεις αλειψει αυτην εσωθεν και εξωθεν με πισσαν.
Csinálj magadnak bárkát gófer fából, rekesztékeket csinálj a bárkában, és szurkozd meg belől és kivűl szurokkal.
Και ουτω θελεις καμει αυτην το μεν μηκος της κιβωτου θελει εισθαι τριακοσιων πηχων, το δε πλατος αυτης πεντηκοντα πηχων, και το υψος αυτης τριακοντα πηχων.
Ekképen csináld pedig azt: A bárka hoszsza háromszáz sing legyen, a szélessége ötven sing, és a magassága harmincz sing.
Στεγην θελεις καμει εις την κιβωτον, και εις πηχην θελεις τελειωσει αυτην ανωθεν και την θυραν της κιβωτου θελεις βαλει εκ πλαγιων κατωγαια, διωροφα, και τριωροφα θελεις καμει αυτην.
Ablakot csinálj a bárkán, és egy singnyire hagyd azt felülről; a bárka ajtaját pedig oldalt csináld; alsó, közép, és harmad padlásúvá csináld azt.
Εγω δε, ιδου, εγω επιφερω τον κατακλυσμον των υδατων επι της γης, δια να εξολοθρευσω πασαν σαρκα, εχουσαν εν εαυτη πνευμα ζωης υποκατω του ουρανου παν ο, τι ειναι επι της γης, θελει αποθανει.
Én pedig ímé özönvizet hozok a földre, hogy elveszessek minden testet, a melyben élő lélek van az ég alatt; valami a földön van, elvész.
Και θελω στησει την διαθηκην μου προς σε και θελεις εισελθει εις την κιβωτον, συ, και οι υιοι σου, και η γυνη σου, και αι γυναικες των υιων σου μετα σου.
De te veled szövetséget kötök, és bemégy a bárkába, te és a te fiaid, feleséged és a te fiaidnak feleségei teveled.
Και απο παντος ζωου εκ πασης σαρκος, ανα δυο εκ παντων θελεις εισαξει εις την κιβωτον, δια να φυλαξης την ζωην αυτων μετα σεαυτου αρσεν και θηλυ θελουσιν εισθαι.
És minden élőből, s minden testből, mindenből kettőt-kettőt vígy be a bárkába, hogy veled együtt életben maradjanak: hímek és nőstények legyenek.
Απο των πτηνων κατα το ειδος αυτων, και απο των κτηνων κατα το ειδος αυτων, απο παντων των ερπετων της γης κατα το ειδος αυτων, ανα δυο εκ παντων θελουσιν εισελθει προς σε, δια να φυλαξης την ζωην αυτων.
A madarak közűl az ő nemök szerint, a barmok közűl az ő nemök szerint és a földnek minden csúszó-mászó állatjai közűl az ő nemök szerint; mindenből kettő-kettő menjen be hozzád, hogy életben maradjanak.
Και συ λαβε εις σεαυτον απο παντος φαγητου το οποιον τρωγεται, και θελεις συναξει αυτο πλησιον σου και θελει εισθαι εις σε, και εις αυτα, προς τροφην.
Te pedig szerezz magadnak mindenféle eledelt, mely megehető, és takarítsd be magadhoz, hogy neked is, azoknak is legyen eledelűl.
Και εκαμεν ο Νωε κατα παντα οσα προσεταξεν εις αυτον ο Θεος ουτως εκαμε.
És úgy cselekedék Noé; a mint parancsolta vala néki Isten, mindent akképen cselekedék.