I Kings 9

Και αφου ετελειωσεν ο Σολομων, να οικοδομη τον οικον του Κυριου και τον οικον του βασιλεως και παντα οσα επεθυμει ο Σολομων και ηθελε να καμη,
ויהי ככלות שלמה לבנות את בית יהוה ואת בית המלך ואת כל חשק שלמה אשר חפץ לעשות׃
εφανη ο Κυριος εις τον Σολομωντα δευτεραν φοραν, καθως εφανη εις αυτον εν Γαβαων.
וירא יהוה אל שלמה שנית כאשר נראה אליו בגבעון׃
Και ειπεν ο Κυριος προς αυτον, Ηκουσα της προσευχης σου και της δεησεως σου, την οποιαν εδεηθης ενωπιον μου. Ηγιασα τον οικον τουτον, τον οποιον ωκοδομησας, δια να θεσω εκει το ονομα μου εις τον αιωνα και θελουσιν εισθαι οι οφθαλμοι μου και η καρδια μου εκει δια παντος.
ויאמר יהוה אליו שמעתי את תפלתך ואת תחנתך אשר התחננתה לפני הקדשתי את הבית הזה אשר בנתה לשום שמי שם עד עולם והיו עיני ולבי שם כל הימים׃
Και συ εαν περιπατησης ενωπιον μου, καθως περιεπατησε Δαβιδ ο πατηρ σου, εν ακεραιοτητι καρδιας και εν ευθυτητι, ωστε να καμνης κατα παντα οσα προσεταξα εις σε, να φυλαττης τα διαταγματα μου και τας κρισεις μου,
ואתה אם תלך לפני כאשר הלך דוד אביך בתם לבב ובישר לעשות ככל אשר צויתיך חקי ומשפטי תשמר׃
τοτε θελω στερεωσει τον θρονον της βασιλειας σου επι τον Ισραηλ εις τον αιωνα, καθως υπεσχεθην προς Δαβιδ τον πατερα σου, λεγων, Δεν θελει εκλειψει εις σε ανηρ επανωθεν του θρονου του Ισραηλ.
והקמתי את כסא ממלכתך על ישראל לעלם כאשר דברתי על דוד אביך לאמר לא יכרת לך איש מעל כסא ישראל׃
Εαν ποτε στραφητε απ εμου, σεις η τα τεκνα σας, και δεν φυλαξητε τας εντολας μου, τα διαταγματα μου, τα οποια εθεσα εμπροσθεν σας, αλλα υπαγητε και λατρευσητε αλλους θεους και προσκυνησητε αυτους,
אם שוב תשבון אתם ובניכם מאחרי ולא תשמרו מצותי חקתי אשר נתתי לפניכם והלכתם ועבדתם אלהים אחרים והשתחויתם להם׃
τοτε θελω εκριζωσει τον Ισραηλ απο προσωπου της γης, την οποιαν εδωκα εις αυτους και τον οικον τουτον, τον οποιον ηγιασα δια το ονομα μου, θελω απορριψει απο προσωπου μου και ο Ισραηλ θελει εισθαι εις παροιμιαν και εμπαιγμον μεταξυ παντων των λαων.
והכרתי את ישראל מעל פני האדמה אשר נתתי להם ואת הבית אשר הקדשתי לשמי אשלח מעל פני והיה ישראל למשל ולשנינה בכל העמים׃
Περι δε του οικου τουτου, οστις εγεινε τοσον υψηλος, πας ο διαβαινων πλησιον αυτου θελει μενει εκθαμβος και θελει καμνει συριγμον και θελουσι λεγει, Δια τι ο Κυριος εκαμεν ουτως εις την γην ταυτην και εις τον οικον τουτον;
והבית הזה יהיה עליון כל עבר עליו ישם ושרק ואמרו על מה עשה יהוה ככה לארץ הזאת ולבית הזה׃
Και θελουσιν αποκρινεσθαι, Επειδη εγκατελιπον Κυριον τον Θεον αυτων, οστις εξηγαγε τους πατερας αυτων εκ γης Αιγυπτου, και προσεκολληθησαν εις αλλους θεους και προσεκυνησαν αυτους και ελατρευσαν αυτους, δια τουτο ο Κυριος επεφερεν επ αυτους απαν τουτο το κακον.
ואמרו על אשר עזבו את יהוה אלהיהם אשר הוציא את אבתם מארץ מצרים ויחזקו באלהים אחרים וישתחו להם ויעבדם על כן הביא יהוה עליהם את כל הרעה הזאת׃
Εν δε τω τελει των εικοσι ετων καθ α ο Σολομων ωκοδομησε τους δυο οικους, τον οικον του Κυριου και τον οικον του βασιλεως,
ויהי מקצה עשרים שנה אשר בנה שלמה את שני הבתים את בית יהוה ואת בית המלך׃
ο δε Χειραμ ο βασιλευς της Τυρου ειχε βοηθησει τον Σολομωντα με ξυλα κεδρου και με ξυλα πευκης και με χρυσιον, καθ ολην την επιθυμιαν αυτου, τοτε ο βασιλευς Σολομων εδωκεν εις τον Χειραμ εικοσι πολεις εν τη γη της Γαλιλαιας.
חירם מלך צר נשא את שלמה בעצי ארזים ובעצי ברושים ובזהב לכל חפצו אז יתן המלך שלמה לחירם עשרים עיר בארץ הגליל׃
Και εξηλθεν ο Χειραμ απο της Τυρου δια να ιδη τας πολεις, τας οποιας εδωκεν ο Σολομων εις αυτον και δεν ηρεσαν εις αυτον.
ויצא חירם מצר לראות את הערים אשר נתן לו שלמה ולא ישרו בעיניו׃
Και ειπε, Τι ειναι αι πολεις αυται, τας οποιας μοι εδωκας, αδελφε μου; και εκαλεσεν αυτας γην Καβουλ, εως της ημερας ταυτης.
ויאמר מה הערים האלה אשר נתתה לי אחי ויקרא להם ארץ כבול עד היום הזה׃
Και απεστειλεν ο Χειραμ εις τον βασιλεα εκατον εικοσι ταλαντα χρυσιου.
וישלח חירם למלך מאה ועשרים ככר זהב׃
Ουτος δε ειναι ο τροπος του φορου, τον οποιον επεβαλεν ο βασιλευς Σολομων, δια να οικοδομηση τον οικον του Κυριου και τον οικον εαυτου και την Μιλλω και το περιτειχισμα της Ιερουσαλημ και την Ασωρ και την Μεγιδδω και την Γεζερ.
וזה דבר המס אשר העלה המלך שלמה לבנות את בית יהוה ואת ביתו ואת המלוא ואת חומת ירושלם ואת חצר ואת מגדו ואת גזר׃
Διοτι Φαραω ο βασιλευς Αιγυπτου ειχεν αναβη και κυριευσει την Γεζερ και κατακαυσει αυτην εν πυρι, και τους Χαναναιους τους κατοικουντας εν τη πολει ειχε φονευσει και ειχε δωσει αυτην δωρον εις την θυγατερα αυτου, την γυναικα του Σολομωντος.
פרעה מלך מצרים עלה וילכד את גזר וישרפה באש ואת הכנעני הישב בעיר הרג ויתנה שלחים לבתו אשת שלמה׃
Και ωκοδομησεν ο Σολομων την Γεζερ και την Βαιθ−ωρων την κατωτεραν,
ויבן שלמה את גזר ואת בית חרן תחתון׃
και την Βααλαθ, και την Θαδμωρ εν τη ερημω της γης,
ואת בעלת ואת תמר במדבר בארץ׃
και πασας τας πολεις των αποθηκων, τας οποιας ειχεν ο Σολομων, και τας πολεις των αμαξων και τας πολεις των ιππεων και ο, τι επεθυμησεν ο Σολομων να οικοδομηση εν Ιερουσαλημ και εν τω Λιβανω και εν παση τη γη της επικρατειας αυτου.
ואת כל ערי המסכנות אשר היו לשלמה ואת ערי הרכב ואת ערי הפרשים ואת חשק שלמה אשר חשק לבנות בירושלם ובלבנון ובכל ארץ ממשלתו׃
Παντα δε τον λαον τον εναπολειφθεντα εκ των Αμορραιων, των Χετταιων, των Φερεζαιων, των Ευαιων και των Ιεβουσαιων, οιτινες δεν ησαν εκ των υιων Ισραηλ,
כל העם הנותר מן האמרי החתי הפרזי החוי והיבוסי אשר לא מבני ישראל המה׃
αλλ εκ των τεκνων εκεινων των εναπολειφθεντων εν τη γη, τους οποιους οι υιοι Ισραηλ δεν ηδυνηθησαν να εξολοθρευσωσιν, επι τουτους ο Σολομων επεβαλε φορον εως της ημερας ταυτης.
בניהם אשר נתרו אחריהם בארץ אשר לא יכלו בני ישראל להחרימם ויעלם שלמה למס עבד עד היום הזה׃
Εκ δε των υιων Ισραηλ ο Σολομων δεν εκαμεν ουδενα δουλον διοτι ησαν ανδρες πολεμισται και θεραποντες αυτου και μεγιστανες αυτου και ταξιαρχοι αυτου και αρχοντες των αμαξων αυτου και των ιππεων αυτου.
ומבני ישראל לא נתן שלמה עבד כי הם אנשי המלחמה ועבדיו ושריו ושלשיו ושרי רכבו ופרשיו׃
Οι δε αρχηγοι των επιστατουντων επι τα εργα του Σολομωντος, ησαν πεντακοσιοι πεντηκοντα, εξουσιαζοντες επι τον λαον τον δουλευοντα εις τα εργα.
אלה שרי הנצבים אשר על המלאכה לשלמה חמשים וחמש מאות הרדים בעם העשים במלאכה׃
Ανεβη δε η θυγατηρ του Φαραω εκ της πολεως Δαβιδ εις τον οικον αυτης, τον οποιον ο Σολομων ωκοδομησε δι αυτην τοτε ωκοδομησε την Μιλλω.
אך בת פרעה עלתה מעיר דוד אל ביתה אשר בנה לה אז בנה את המלוא׃
Και προσεφερεν ο Σολομων τρις του ενιαυτου ολοκαυτωματα και ειρηνικας προσφορας επι του θυσιαστηριου, το οποιον ωκοδομησεν εις τον Κυριον, και εθυμιαζεν επι του οντος εμπροσθεν του Κυριου ουτως ετελειωσε τον οικον.
והעלה שלמה שלש פעמים בשנה עלות ושלמים על המזבח אשר בנה ליהוה והקטיר אתו אשר לפני יהוה ושלם את הבית׃
Εκαμε δε στολον ο βασιλευς Σολομων εν Εσιων−γαβερ, ητις ειναι πλησιον της Αιλωθ, επι το χειλος της Ερυθρας θαλασσης, εν τη γη Εδωμ.
ואני עשה המלך שלמה בעציון גבר אשר את אלות על שפת ים סוף בארץ אדום׃
Και απεστειλεν ο Χειραμ εις τον στολον εκ των δουλων αυτου ναυτας εμπειρους της θαλασσης, μετα των δουλων του Σολομωντος.
וישלח חירם באני את עבדיו אנשי אניות ידעי הים עם עבדי שלמה׃
Και ηλθον εις Οφειρ και ελαβον εκειθεν τετρακοσια και εικοσι ταλαντα χρυσιου και εφεραν προς τον βασιλεα Σολομωντα.
ויבאו אופירה ויקחו משם זהב ארבע מאות ועשרים ככר ויבאו אל המלך שלמה׃