Jeremiah 10

Ακουσατε τον λογον, τον οποιον ο Κυριος λαλει προς εσας, οικος Ισραηλ.
Kuulkaat, mitä Herra teille sanoo, te Israelin huone.
Ουτω λεγει Κυριος Μη μανθανετε την οδον των εθνων και εις τα σημεια του ουρανου μη πτοεισθε, διοτι τα εθνη πτοουνται εις αυτα.
Näitä sanoo Herra: ei teidän pidä oppiman pakanain tapaa, eikä teidän pidä taivaan merkkejä pelkäämän; sillä pakanat niitä pelkäävät.
Διοτι τα νομιμα των λαων ειναι ματαια, διοτι κοπτουσι ξυλον εκ του δασους, εργον χειρων τεκτονος με τον πελεκυν.
Sillä pakanain asetukset ei ole muu kuin turhuus; sillä he hakkaavat puun metsästä, ja työmies valmistaa sen kirveellä.
Καλλωπιζουσιν αυτο με αργυρον και χρυσον στερεονουσιν αυτο με καρφια και με σφυρας, δια να μη κινηται.
Ja kaunistaa sen hopialla ja kullalla, ja kiinnittää sen nauloilla ja vasaralla, ettei se järky.
Ειναι ορθια ως φοινιξ, αλλα δεν λαλουσιν εχουσι χρειαν να βασταζωνται, διοτι δεν δυνανται να περιπατησωσι. Μη φοβεισθε αυτα διοτι δεν δυνανται να κακοποιησωσιν, ουδε ειναι δυνατον εις αυτα να αγαθοποιησωσι.
Ne ovat tehdyt niinkuin vahvat palmupuut, vaan ei he taida puhua; ja heitä täytyy myös kantaa, sillä ei he taida käydä; sentähden ei teidän pidä niitä pelkäämän, sillä ei ne taida pahaa eikä hyvää tehdä.
Δεν υπαρχει ομοιος σου, Κυριε εισαι μεγας και μεγα το ονομα σου εν δυναμει.
Mutta Herra, ei yksikään ole sinun vertaises; sinä olet suuri, ja sinun nimes on suuri; jonka sinä töilläs taidat osoittaa.
Τις δεν ηθελε σε φοβεισθαι, Βασιλευ των εθνων; διοτι εις σε ανηκει τουτο, διοτι μεταξυ παντων των σοφων των εθνων και εν πασι τοις βασιλειοις αυτων δεν υπαρχει ομοιος σου.
Kenenkä ei pitäisi sinua pelkäämän, sinä pakanain kuningas? Sinua pitää kuultaman; sillä ei kaikkein pakanain viisasten seassa eikä yhdessäkään valtakunnassa ole sinun vertaistas.
Αλλ ειναι πανταπασι κτηνωδεις και αφρονες διδασκαλια ματαιοτητων ειναι το ξυλον.
He ovat kaikki tyhmät ja taitamattomat; sillä puu osoittaa turhuuden.
Αργυριον κεχυμενον εις πλακας εφερθη απο Θαρσεις και χρυσιον απο Ουφαζ, εργον τεχνιτου και χειρων χρυσοχοου κυανουν και πορφυρουν ειναι το ενδυμα αυτων εργον σοφων παντα ταυτα.
Taottu hopia tuodaan Tarsiksesta ja kulta Uphasta, valmistettu työmiehiltä ja hopiasepiltä; he puetetaan sinisillä villoilla ja purpuralla, jotka kaikki ovat taitavain työt.
Αλλ ο Κυριος ειναι Θεος αληθινος, ειναι Θεος ζων και βασιλευς αιωνιος εν τη οργη αυτου η γη θελει σεισθη και τα εθνη δεν θελουσιν ανθεξει εις την αγανακτησιν αυτου.
Mutta Herra on totinen Jumala, elävä Jumala ja ijankaikkinen kuningas; hänen vihansa edessä vapisee maa, ja pakanat ei taida kärsiä hänen uhkaustansa.
Ουτω θελετε ειπει προς αυτους οι θεοι, οιτινες δεν εκαμον τον ουρανον και την γην, θελουσιν αφανισθη απο της γης και υποκατωθεν του ουρανου τουτου.
Niin sanokaat siis heille näin: jumalat, jotka ei taivasta eikä maata tehneet ole, kadotkaan maasta ja taivaan alta.
Αυτος εποιησε την γην δια της δυναμεως αυτου, εστερεωσε την οικουμενην εν τη σοφια αυτου, και εξετεινε τους ουρανους εν τη συνεσει αυτου.
Mutta hän on tehnyt maan voimallansa, ja vahvistanut maan piirin viisaudellansa, on myös levittänyt taivaan ymmärryksellänsä.
Οταν εκπεμπη την φωνην αυτου, συνισταται πληθος υδατων εν ουρανοις, και αναγει νεφελας απο των ακρων της γης καμνει αστραπας δια βροχην και εξαγει ανεμον απο των θησαυρων αυτου.
Koska hän jylistää, silloin on paljo vettä taivaan alla, ja vetää ylös udun maan ääristä; hän tekee pitkäisen leimauksen sateen kanssa, ja antaa tuulen tulla kammioistansa.
Πας ανθρωπος εμωρανθη υπο της γνωσεως αυτου, πας χωνευτης κατησχυνθη υπο των γλυπτων διοτι ψευδος ειναι το χωνευτον αυτου και πνοη δεν υπαρχει εν αυτω.
Kaikki ihmiset ovat tyhmät taidossansa, ja kaikki hopiasepät ovat häpiässä kuvinensa; sillä heidän kuvansa ovat petos, ja ei niissä ole henkeä.
Ματαιοτης ταυτα, εργον πλανης εν τω καιρω της επισκεψεως αυτων θελουσιν απολεσθη.
Se on kaikki turha ja petollinen työ; heidän pitää hukkuman, kuin heitä etsiskellään.
Η μερις του Ιακωβ δεν ειναι ως αυτα διοτι αυτος ειναι ο πλασας τα παντα, και ο Ισραηλ ειναι η αβδος της κληρονομιας αυτου Κυριος των δυναμεων το ονομα αυτου.
Mutta Jakobin osa ei ole senkaltainen; vaan hän on se, joka kaikki luonut on, ja Israel on hänen perintönsä vitsa: Herra Zebaot on hänen nimensä.
Συναξον εκ της γης την περιουσιαν σου, συ, η κατοικουσα εν οχυρωματι.
Ota sinun kauppas pois maasta, joka asut vahvassa kaupungissa.
Διοτι ουτω λεγει Κυριος Ιδου, εγω θελω εκσφενδονισει τους κατοικους της γης ταυτην την φοραν και θελω στενοχωρησει αυτους, ωστε να ευρωσιν αυτο.
Sillä näin sanoo Herra: katso, minä heitän lingolla pois maan asuvaiset tällä erällä, ja vaivaan niin heitä, että heidän pitää sen tunteman.
Ουαι εις εμε δια την θραυσιν μου η πληγη μου ειναι οδυνηρα. αλλ εγω ειπα, Τωοντι τουτο ειναι πονος μου, και πρεπει να υποφερω αυτον.
Voi minun murheeni ja sydämeni suru! vaan minä luulen, että se on minun vaivani, jonka minun pitää kärsimän.
Η σκηνη μου ηρημωθη και παντα τα σχοινια μου κατεκοπησαν οι υιοι μου εχωρισθησαν απ εμου και δεν υπαρχουσι δεν υπαρχει πλεον ο εκτεινων την σκηνην μου και σηκονων τα παραπετασματα μου.
Minun majani on hajoitettu, ja kaikki minun nuorani ovat katkenneet; minun lapseni ovat pois menneet minun tyköäni, eikä yhtään enään ole, eikä ole, joka rakentaa minun majani jälleen, ja ei kenkään pane ylös minun telttaani.
Επειδη οι ποιμενες εμωρανθησαν και τον Κυριον δεν εξεζητησαν, δια τουτο δεν θελουσιν ευοδωθη και παντα τα ποιμνια αυτων θελουσι διασκορπισθη.
Sillä paimenet ovat tyhmäksi tulleet, eikä kysy Herraa; sentähden ei he ymmärrä, vaan kaikki heidän laumansa on hajoitettu.
Ιδου, ηχος θορυβου ερχεται και συγκινησις μεγαλη εκ της γης του βορρα, δια να καταστηση τας πολεις του Ιουδα ερημωσιν, κατοικιαν θωων.
Katso, sanoma tulee ja suuri vavistus pohjan maalta, saattamaan Juudan kaupungit kylmille ja lohikärmeiden asuinsiaksi.
Κυριε, γνωριζω οτι η οδος του ανθρωπου δεν εξαρταται απ αυτου του περιπατουντος ανθρωπου δεν ειναι το να κατευθυνη τα διαβηματα αυτου.
Minä tiedän, Herra, ettei ihmisen tie ole hänen voimassansa, eikä yhdenkään miehen vallassa kuinka hän vaeltais ja käymisensä ojentais.
Κυριε, παιδευσον με, πλην εν κρισει μη εν τω θυμω σου, δια να μη με συντελεσης.
Kurita Herra minua, mutta kuitenkin kohtuudella, ja ei sinun julmuudessas, ettes minua peräti hukuttaisi.
Εκχεε τον θυμον σου επι τα εθνη τα μη γνωριζοντα σε, και επι γενεας, αιτινες δεν επικαλουνται το ονομα σου διοτι κατεφαγον τον Ιακωβ και κατηναλωσαν αυτον και κατεφθειραν αυτον και ηρημωσαν την κατοικιαν αυτου.
Mutta vuodata vihas pakanain päälle, jotka ei sinua tunne, ja niiden sukuin päälle, jotka ei sinun nimeäs avuksi huuda; sillä he ovat syöneet ja nielleet Jakobin, he ovat tehneet hänen kanssansa lopun, ja hänen asuinsiansa hävittäneet.