I rzekł mu Jonadab: Układź się na łóżku twojem, a uczyń się chorym; a gdy przyjdzie ojciec twój, aby cię nawiedził, rzeczesz mu: Niech przyjdzie proszę Tamar, siostra moja, i da mi jeść, a nagotuje przed oczyma memi potrawę, abym widział a jadł z ręki jej.
Και ο Ιωναδαβ ειπε προς αυτον, Πλαγιασον επι της κλινης σου και προσποιηθητι τον αρρωστον και οταν ο πατηρ σου ελθη να σε ιδη, ειπε προς αυτον, Ας ελθη, παρακαλω, Θαμαρ η αδελφη μου, και ας μοι δωση να φαγω, και ας ετοιμαση εμπροσθεν μου το φαγητον, δια να ιδω και να φαγω εκ της χειρος αυτης.