Deuteronomy 19

When the LORD thy God hath cut off the nations, whose land the LORD thy God giveth thee, and thou succeedest them, and dwellest in their cities, and in their houses;
Αφου Κυριος ο Θεος σου αφανιση τα εθνη, των οποιων την γην διδει εις σε Κυριος ο Θεος σου, και κατακληρονομησης αυτα και κατοικησης εις τας πολεις αυτων και εις τας οικιας αυτων,
Thou shalt separate three cities for thee in the midst of thy land, which the LORD thy God giveth thee to possess it.
θελεις χωρισει τρεις πολεις εις σεαυτον εν τω μεσω της γης σου, την οποιαν Κυριος ο Θεος σου διδει εις σε να κληρονομησης αυτην.
Thou shalt prepare thee a way, and divide the coasts of thy land, which the LORD thy God giveth thee to inherit, into three parts, that every slayer may flee thither.
Θελεις ετοιμασει εις σεαυτον την οδον και θελεις διαιρεσει εις τρια τα ορια της γης σου, την οποιαν διδει εις σε Κυριος ο Θεος σου να κληρονομησης, δια να φευγη εκει πας φονευς.
And this is the case of the slayer, which shall flee thither, that he may live: Whoso killeth his neighbour ignorantly, whom he hated not in time past;
Και αυτη ειναι η διαταξις περι του φονεως, οστις φυγη εκει, δια να ζηση Οστις κτυπηση τον πλησιον αυτου εξ αγνοιας, τον οποιον προτερον δεν εμισει,
As when a man goeth into the wood with his neighbour to hew wood, and his hand fetcheth a stroke with the axe to cut down the tree, and the head slippeth from the helve, and lighteth upon his neighbour, that he die; he shall flee unto one of those cities, and live:
καθως οταν υπαγη τις μετα του πλησιον αυτου εις το δασος δια να κοψη ξυλα, και ενω η χειρ αυτου καταβιβαζη κτυπημα με τον πελεκυν δια να κοψη το δενδρον, εκβη το σιδηριον απο του ξυλου και τυχη τον πλησιον αυτου και αυτος αποθανη, ουτος θελει φυγει εις μιαν εκ των πολεων εκεινων και θελει ζησει
Lest the avenger of the blood pursue the slayer, while his heart is hot, and overtake him, because the way is long, and slay him; whereas he was not worthy of death, inasmuch as he hated him not in time past.
μηποτε καταδιωξη τον φονεα ο εκδικητης του αιματος, ενω ειναι εις εξαψιν η καρδια αυτου, και προφθαση αυτον, εαν η οδος ηναι μακρα, και φονευση αυτον, καιτοι μη οντα αξιον θανατου, επειδη δεν εμισει αυτον προτερον.
Wherefore I command thee, saying, Thou shalt separate three cities for thee.
Δια τουτο εγω προσταζω εις σε λεγων, Τρεις πολεις θελεις χωρισει εις σεαυτον.
And if the LORD thy God enlarge thy coast, as he hath sworn unto thy fathers, and give thee all the land which he promised to give unto thy fathers;
Και εαν Κυριος ο Θεος σου πλατυνη τα ορια σου, καθως ωμοσε προς τους πατερας σου, και δωση εις σε πασαν την γην, την οποιαν υπεσχεθη να δωση εις τους πατερας σου,
If thou shalt keep all these commandments to do them, which I command thee this day, to love the LORD thy God, and to walk ever in his ways; then shalt thou add three cities more for thee, beside these three:
εαν φυλαττης πασας τας εντολας ταυτας, ωστε να εκτελης αυτας, τας οποιας εγω προσταζω εις σε σημερον, να αγαπας Κυριον τον Θεον σου και να περιπατης παντοτε εις τας οδους αυτου, τοτε θελεις προσθεσει εις σεαυτον ετι τρεις πολεις προς τας τρεις εκεινας
That innocent blood be not shed in thy land, which the LORD thy God giveth thee for an inheritance, and so blood be upon thee.
δια να μη χυθη αιμα αθωον εν μεσω της γης σου, την οποιαν Κυριος ο Θεος σου διδει εις σε κληρονομιαν, και να ηναι αιμα επανω σου.
But if any man hate his neighbour, and lie in wait for him, and rise up against him, and smite him mortally that he die, and fleeth into one of these cities:
Εαν δε τις εχη μισος κατα του πλησιον αυτου, και παραμονευσας αυτον εφορμηση επ αυτον και παταξη αυτον, και αποθανη, και φυγη εις μιαν των πολεων τουτων,
Then the elders of his city shall send and fetch him thence, and deliver him into the hand of the avenger of blood, that he may die.
τοτε θελουσιν αποστειλει οι πρεσβυτεροι της πολεως αυτου και θελουσι λαβει αυτον εκειθεν, και θελουσι παραδωσει αυτον εις την χειρα του εκδικητου του αιματος, δια να αποθανη.
Thine eye shall not pity him, but thou shalt put away the guilt of innocent blood from Israel, that it may go well with thee.
Ο οφθαλμος σου δεν θελει φεισθη αυτον, αλλα θελεις εξαλειψει απο του Ισραηλ το αθωον αιμα, δια να ευημερης.
Thou shalt not remove thy neighbour's landmark, which they of old time have set in thine inheritance, which thou shalt inherit in the land that the LORD thy God giveth thee to possess it.
Δεν θελεις μετακινησει τα ορια του πλησιον σου, οσα οι πατερες σου εστησαν εις την κληρονομιαν σου, την οποιαν θελεις κατακληρονομησει, εν τη γη την οποιαν Κυριος ο Θεος σου διδει εις σε δια να κατακληρονομησης αυτην.
One witness shall not rise up against a man for any iniquity, or for any sin, in any sin that he sinneth: at the mouth of two witnesses, or at the mouth of three witnesses, shall the matter be established.
Εις μαρτυς δεν θελει σηκωθη εναντιον τινος ανθρωπου, δι οποιανδηποτε ανομιαν η δι οποιονδηποτε αμαρτημα, ο, τι αμαρτημα αμαρτηση επι στοματος δυο μαρτυρων η επι στοματος τριων μαρτυρων θελει βεβαιουσθαι πας λογος.
If a false witness rise up against any man to testify against him that which is wrong;
Εαν ψευδης μαρτυς σηκωθη εναντιον ανθρωπου, δια να μαρτυρηση κατ αυτου αδικως,
Then both the men, between whom the controversy is, shall stand before the LORD, before the priests and the judges, which shall be in those days;
τοτε και οι δυο ανθρωποι, μεταξυ των οποιων ειναι η διαφορα, θελουσι σταθη ενωπιον του Κυριου, ενωπιον των ιερεων και των κριτων των οντων κατ εκεινας τας ημερας
And the judges shall make diligent inquisition: and, behold, if the witness be a false witness, and hath testified falsely against his brother;
και οι κριται θελουσιν εξετασει ακριβως, και ιδου, εαν ο μαρτυς ηναι ψευδομαρτυς και εμαρτυρησε ψευδως κατα του αδελφου αυτου,
Then shall ye do unto him, as he had thought to have done unto his brother: so shalt thou put the evil away from among you.
τοτε θελετε καμει εις αυτον, καθως αυτος εστοχασθη να καμη εις τον αδελφον αυτου και θελεις εκβαλει το κακον εκ μεσου σου.
And those which remain shall hear, and fear, and shall henceforth commit no more any such evil among you.
Και οι λοιποι θελουσιν ακουσει και φοβηθη, και δεν θελουσιν εις το εξης πραξει τοιουτον κακον εν μεσω σου.
And thine eye shall not pity; but life shall go for life, eye for eye, tooth for tooth, hand for hand, foot for foot.
Και ο οφθαλμος σου δεν θελει φεισθη θελει δοθη ζωη αντι ζωης, οφθαλμος αντι οφθαλμου, οδους αντι οδοντος, χειρ αντι χειρος, πους αντι ποδος.