II Kings 20

En ce temps-là, Ezéchias fut malade à la mort. Le prophète Esaïe, fils d'Amots, vint auprès de lui, et lui dit: Ainsi parle l'Eternel: Donne tes ordres à ta maison, car tu vas mourir, et tu ne vivras plus.
Κατ εκεινας τας ημερας ηρρωστησεν ο Εζεκιας εις θανατον και ηλθε προς αυτον Ησαιας ο προφητης, ο υιος του Αμως, και ειπε προς αυτον, Ουτω λεγει Κυριος Διαταξον περι του οικου σου, επειδη αποθνησκεις και δεν θελεις ζησει.
Ezéchias tourna son visage contre le mur, et fit cette prière à l'Eternel:
Τοτε εστρεψε το προσωπον αυτου προς τον τοιχον και προσηυχηθη εις τον Κυριον, λεγων,
O Eternel! souviens-toi que j'ai marché devant ta face avec fidélité et intégrité de coeur, et que j'ai fait ce qui est bien à tes yeux! Et Ezéchias répandit d'abondantes larmes.
Δεομαι, Κυριε, ενθυμηθητι τωρα, πως περιεπατησα ενωπιον σου εν αληθεια και εν καρδια τελεια και επραξα το αρεστον ενωπιον σου. Και εκλαυσεν ο Εζεκιας κλαυθμον μεγαν.
Esaïe, qui était sorti, n'était pas encore dans la cour du milieu, lorsque la parole de l'Eternel lui fut adressée en ces termes:
Και πριν εξελθη ο Ησαιας εις την αυλην την μεσαιαν, εγεινε λογος Κυριου προς αυτον, λεγων,
Retourne, et dis à Ezéchias, chef de mon peuple: Ainsi parle l'Eternel, le Dieu de David, ton père: J'ai entendu ta prière, j'ai vu tes larmes. Voici, je te guérirai; le troisième jour, tu monteras à la maison de l'Eternel.
Επιστρεψον και ειπε προς τον Εζεκιαν τον ηγεμονα του λαου μου, Ουτω λεγει Κυριος ο Θεος του Δαβιδ του πατρος σου Ηκουσα την προσευχην σου, ειδον τα δακρυα σου ιδου, εγω θελω σε ιατρευσει την τριτην ημεραν θελεις αναβη εις τον οικον του Κυριου
J'ajouterai à tes jours quinze années. Je te délivrerai, toi et cette ville, de la main du roi d'Assyrie; je protégerai cette ville, à cause de moi, et à cause de David, mon serviteur.
και θελω προσθεσει εις τας ημερας σου δεκαπεντε ετη και θελω ελευθερωσει σε και την πολιν ταυτην εκ της χειρος του βασιλεως της Ασσυριας και θελω υπερασπισθη την πολιν ταυτην, ενεκεν εμου και ενεκεν του δουλου μου Δαβιδ.
Esaïe dit: Prenez une masse de figues. On la prit, et on l'appliqua sur l'ulcère. Et Ezéchias guérit.
Και ειπεν ο Ησαιας, Λαβετε παλαθην συκων. Και ελαβον και επεθεσαν αυτην επι το ελκος, και ανελαβε την υγειαν αυτου.
Ezéchias avait dit à Esaïe: A quel signe connaîtrai-je que l'Eternel me guérira, et que je monterai le troisième jour à la maison de l'Eternel?
Και ειπεν ο Εζεκιας προς τον Ησαιαν, Τι ειναι το σημειον οτι ο Κυριος θελει με ιατρευσει, και οτι θελω αναβη εις τον οικον του Κυριου την τριτην ημεραν;
Et Esaïe dit: Voici, de la part de l'Eternel, le signe auquel tu connaîtras que l'Eternel accomplira la parole qu'il a prononcée: L'ombre avancera-t-elle de dix degrés, ou reculera-t-elle de dix degrés?
Και ειπεν ο Ησαιας, Τουτο θελει εισθαι εις σε το σημειον παρα Κυριου, οτι θελει καμει ο Κυριος το πραγμα το οποιον ελαλησε να προχωρηση η σκια δεκα βαθμους, η να στραφη δεκα βαθμους;
Ezéchias répondit: C'est peu de chose que l'ombre avance de dix degrés; mais plutôt qu'elle recule de dix degrés.
Και απεκριθη ο Εζεκιας, Ελαφρον πραγμα ειναι να καταβη η σκια δεκα βαθμους ουχι, αλλ ας στραφη οπισω δεκα βαθμους η σκια.
Alors Esaïe, le prophète, invoqua l'Eternel, qui fit reculer l'ombre de dix degrés sur les degrés d'Achaz, où elle était descendue.
Και εβοησεν ο Ησαιας ο προφητης προς τον Κυριον, και εστρεψεν οπισω την σκιαν δεκα βαθμους, δια των βαθμων τους οποιους κατεβη δια των βαθμων του Αχαζ.
En ce même temps, Berodac-Baladan, fils de Baladan, roi de Babylone, envoya une lettre et un présent à Ezéchias, car il avait appris la maladie d'Ezéchias.
Κατ εκεινον τον καιρον Βερωδαχ−βαλαδαν, ο υιος του Βαλαδαν, βασιλευς της Βαβυλωνος, εστειλεν επιστολας και δωρον προς τον Εζεκιαν διοτι ηκουσεν οτι ηρρωστησεν ο Εζεκιας.
Ezéchias donna audience aux envoyés, et il leur montra le lieu où étaient ses choses de prix, l'argent et l'or, les aromates et l'huile précieuse, son arsenal, et tout ce qui se trouvait dans ses trésors: il n'y eut rien qu'Ezéchias ne leur fît voir dans sa maison et dans tous ses domaines.
Και ηκροασθη αυτους ο Εζεκιας και εδειξεν εις αυτους παντα τον οικον των πολυτιμων αυτου πραγματων, τον αργυρον και τον χρυσον και τα αρωματα και τα πολυτιμα μυρα και ολην την οπλοθηκην αυτου και παν ο, τι ευρισκετο εν τοις θησαυροις αυτου δεν ητο ουδεν εν τω οικω αυτου ουδε υπο πασαν την εξουσιαν αυτου, το οποιον ο Εζεκιας δεν εδειξεν εις αυτους.
Esaïe, le prophète, vint ensuite auprès du roi Ezéchias, et lui dit: Qu'ont dit ces gens-là, et d'où sont-ils venus vers toi? Ezéchias répondit: Ils sont venus d'un pays éloigné, de Babylone.
Τοτε ηλθεν Ησαιας ο προφητης προς τον βασιλεα Εζεκιαν και ειπε προς αυτον, Τι λεγουσιν ουτοι οι ανθρωποι; και ποθεν ηλθον προς σε; Και ειπεν ο Εζεκιας, Απο γης μακρας ερχονται, απο Βαβυλωνος.
Esaïe dit encore: Qu'ont-ils vu dans ta maison? Ezéchias répondit: Ils ont vu tout ce qui est dans ma maison: il n'y a rien dans mes trésors que je ne leur aie fait voir.
Ο δε ειπε, Τι ειδον εν τω οικω σου; Και απεκριθη ο Εζεκιας, Ειδον παν ο, τι ειναι εν τω οικω μου δεν ειναι ουδεν εν τοις θησαυροις μου, το οποιον δεν εδειξα εις αυτους.
Alors Esaïe dit à Ezéchias: Ecoute la parole de l'Eternel!
Τοτε ειπεν ο Ησαιας προς τον Εζεκιαν, Ακουσον τον λογον του Κυριου
Voici, les temps viendront où l'on emportera à Babylone tout ce qui est dans ta maison et ce que tes pères ont amassé jusqu'à ce jour; il n'en restera rien, dit l'Eternel.
Ιδου, ερχονται ημεραι, καθ ας παν ο, τι ειναι εν τω οικω σου και ο, τι οι πατερες σου εναπεταμιευσαν μεχρι της ημερας ταυτης, θελει μετακομισθη εις την Βαβυλωνα δεν θελει μεινει ουδεν, λεγει Κυριος
Et l'on prendra de tes fils, qui seront sortis de toi, que tu auras engendrés, pour en faire des eunuques dans le palais du roi de Babylone.
και εκ των υιων σου οιτινες θελουσιν εξελθει απο σου, τους οποιους θελεις γεννησει, θελουσι λαβει και θελουσι γεινει ευνουχοι εν τω παλατιω του βασιλεως της Βαβυλωνος.
Ezéchias répondit à Esaïe: La parole de l'Eternel, que tu as prononcée, est bonne. Et il ajouta: N'y aura-t-il pas paix et sécurité pendant ma vie?
Τοτε ειπεν ο Εζεκιας προς τον Ησαιαν, Καλος ο λογος του Κυριου, τον οποιον ελαλησας. Ειπεν ετι, Δεν θελει εισθαι ειρηνη και ασφαλεια εν ταις ημεραις μου;
Le reste des actions d'Ezéchias, tous ses exploits, et comment il fit l'étang et l'aqueduc, et amena les eaux dans la ville, cela n'est-il pas écrit dans le livre des Chroniques des rois de Juda?
Αι δε λοιπαι πραξεις του Εζεκιου και παντα τα κατορθωματα αυτου, και τινι τροπω εκαμε το υδροστασιον και το υδραγωγειον και εφερε το υδωρ εις την πολιν, δεν ειναι γεγραμμενα εν τω βιβλιω των χρονικων των βασιλεων του Ιουδα;
Ezéchias se coucha avec ses pères. Et Manassé, son fils, régna à sa place.
Και εκοιμηθη ο Εζεκιας μετα των πατερων αυτου εβασιλευσε δε αντ αυτου Μανασσης ο υιος αυτου.