Joshua 6

Η δε Ιεριχω ητο συγκεκλεισμενη και ωχυρωμενη εξ αιτιας των υιων Ισραηλ ουδεις εξηρχετο και ουδεις εισηρχετο.
Or Gerico era ben chiusa e barricata per paura de’ figliuoli d’Israele; nessuno ne usciva e nessuno v’entrava.
Και ειπε Κυριος προς τον Ιησουν, Ιδου, παρεδωκα εις την χειρα σου την Ιεριχω και τον βασιλεα αυτης και τους δυνατους εν ισχυι.
E l’Eterno disse a Giosuè: "Vedi, io do in tua mano Gerico, il suo re, i suoi prodi guerrieri.
Και θελετε περιελθει την πολιν, παντες οι ανδρες του πολεμου, κυκλω της πολεως απαξ ουτω θελεις καμνει εξ ημερας.
Voi tutti dunque, uomini di guerra, circuite la città, facendone il giro una volta. Così farai per sei giorni;
Και επτα ιερεις θελουσι βασταζει εμπροσθεν της κιβωτου επτα σαλπιγγας κερατινας και την εβδομην ημεραν θελετε περιελθει την πολιν επτακις και οι ιερεις θελουσι σαλπιζει με τας σαλπιγγας.
e sette sacerdoti porteranno davanti all’arca sette trombe squillanti; il settimo giorno farete il giro della città sette volte, e i sacerdoti soneranno le trombe.
Και οταν σαλπισωσι με την κερατινην επεκτεινοντες, καθως ακουσητε τον ηχον της σαλπιγγος, πας ο λαος θελει αλαλαξει μεγαν αλαλαγμον, και θελει καταπεσει το τειχος της πολεως υφ εαυτο, και ο λαος θελει αναβη, εκαστος κατ ενωπιον αυτου.
E avverrà, che quand’essi soneranno a distesa il corno squillante e voi udrete il suono delle trombe, tutto il popolo darà in un gran grido, e le mura della città crolleranno, e il popolo salirà, ciascuno diritto dinanzi a sé".
Και εκαλεσεν Ιησους ο υιος του Ναυη τους ιερεις και ειπε προς αυτους, Λαβετε την κιβωτον της διαθηκης, και επτα ιερεις ας βασταζωσιν επτα σαλπιγγας κερατινας εμπροσθεν της κιβωτου του Κυριου.
Allora Giosuè, figliuolo di Nun, chiamò i sacerdoti e disse loro: "Prendete l’arca del patto, e sette sacerdoti portino sette trombe squillanti davanti all’arca dell’Eterno".
Και ειπε προς τον λαον, Περασατε και περιελθετε την πολιν, και οι ωπλισμενοι ας περασωσιν εμπροσθεν της κιβωτου του Κυριου.
Poi disse al popolo: "Andate, fate il giro della città, e l’avanguardia preceda l’arca dell’Eterno".
Και αφου ο Ιησους ελαλησε προς τον λαον, οι επτα ιερεις βασταζοντες τας επτα κερατινας σαλπιγγας εμπροσθεν του Κυριου επερασαν και εσαλπιζον με τας σαλπιγγας, και η κιβωτος της διαθηκης του Κυριου ηκολουθει αυτους.
Quando Giosuè ebbe parlato al popolo, i sette sacerdoti che portavano le sette trombe squillanti davanti all’Eterno, si misero in marcia sonando le trombe; e l’arca del patto dell’Eterno teneva loro dietro.
Και οι ωπλισμενοι προεπορευοντο των ιερεων, των σαλπιζοντων με τας σαλπιγγας, και η οπισθοφυλακη ηκολουθει οπισθεν της κιβωτου, ενω οι ιερεις προχωρουντες εσαλπιζον με τας σαλπιγγας.
E l’avanguardia marciava davanti ai sacerdoti che sonavan le trombe, e la retroguardia seguiva l’arca; durante la marcia, i sacerdoti sonavan le trombe.
Και προσεταξεν ο Ιησους τον λαον, λεγων, Δεν θελετε αλαλαξει, ουδε θελει ακουσθη η φωνη σας, ουδε θελει εξελθει λογος εκ του στοματος σας, μεχρι της ημερας καθ ην θελω σας ειπει να αλαλαξητε τοτε θελετε αλαλαξει.
Or Giosuè avea dato al popolo quest’ordine: "Non gridate, fate che non s’oda la vostra voce e non v’esca parola di bocca, fino al giorno ch’io vi dirò: Gridate! allora griderete".
Και η κιβωτος του Κυριου περιηλθε την πολιν κυκλω απαξ και ηλθον εις το στρατοπεδον και διενυκτερευσαν εν τω στρατοπεδω.
Così fece fare all’arca dell’Eterno il giro della città una volta; poi rientrarono nel campo, e quivi passarono la notte.
Και εξηγερθη ο Ιησους το πρωι, και οι ιερεις εσηκωσαν την κιβωτον του Κυριου
Giosuè si levò la mattina di buon’ora, e i sacerdoti presero l’arca dell’Eterno.
και οι επτα ιερεις, βασταζοντες τας επτα κερατινας σαλπιγγας, προεπορευοντο της κιβωτου του Κυριου, πορευομενοι και σαλπιζοντες με τας σαλπιγγας και εμπροσθεν αυτων επορευοντο οι ωπλισμενοι η δε οπισθοφυλακη ηκολουθει οπισθεν της κιβωτου του Κυριου, ενω οι ιερεις προχωρουντες εσαλπιζον με τας σαλπιγγας.
I sette sacerdoti che portavano le sette trombe squillanti davanti all’arca dell’Eterno s’avanzavano, sonando le trombe durante la marcia. L’avanguardia li precedeva; la retroguardia seguiva l’arca dell’Eterno; e durante la marcia, i sacerdoti sonavan le trombe.
Και την δευτεραν ημεραν περιηλθον την πολιν απαξ, και επεστρεψαν εις το στρατοπεδον ουτως εκαμνον εξ ημερας.
Il secondo giorno circuirono la città una volta, e poi tornarono al campo. Così fecero per sei giorni.
Και την εβδομην ημεραν εξηγερθησαν περι τα χαραγματα και περιηλθον την πολιν επτακις κατα τον αυτον τροπον μονον εν ταυτη τη ημερα περιηλθον την πολιν επτακις.
E il settimo giorno, levatisi la mattina allo spuntar dell’alba, fecero sette volte il giro della città in quella stessa maniera; solo quel giorno fecero il giro della città sette volte.
Και εις την εβδομην φοραν, ενω εσαλπιζον οι ιερεις με τας σαλπιγγας, ειπεν ο Ιησους προς τον λαον, Αλαλαξατε διοτι ο Κυριος παρεδωκεν εις εσας την πολιν
La settima volta, come i sacerdoti sonavan le trombe, Giosuè disse al popolo: "Gridate! perché l’Eterno v’ha dato la città.
και η πολις θελει εισθαι αναθεμα εις τον Κυριον, αυτη και παντα τα εν αυτη εις μονην την Ρααβ την πορνην θελει φυλαχθη η ζωη, εις αυτην και εις παντας τους οντας εν τη οικια μετ αυτης διοτι εκρυψε τους κατασκοπους, τους οποιους απεστειλαμεν
E la città con tutto quel che contiene sarà sacrata all’Eterno per essere sterminata come un interdetto; solo Rahab, la meretrice, avrà salva la vita: lei e tutti quelli che saranno in casa con lei, perché nascose i messaggeri che noi avevamo inviati.
σεις ομως φυλαχθητε απο του αναθεματος, δια να μη γεινητε αναθεμα, λαμβανοντες απο του αναθεματος, και καταστησητε το στρατοπεδον του Ισραηλ αναθεμα και ταραξητε αυτο
E voi guardatevi bene da ciò ch’è votato all’interdetto, affinché non siate voi stessi votati allo sterminio, prendendo qualcosa d’interdetto, e non rendiate maledetto il campo d’Israele, gettandovi lo scompiglio.
απαν δε το αργυριον και το χρυσιον και τα σκευη τα χαλκινα και τα σιδηρα ειναι αφιερωμενα εις τον Κυριον εις το θησαυροφυλακιον του Κυριου θελουσιν εισαχθη.
Ma tutto l’argento, l’oro e gli oggetti di rame e di ferro saranno consacrati all’Eterno; entreranno nel tesoro dell’Eterno".
Και ηλαλαξεν ο λαος, οτε εσαλπισαν με τας σαλπιγγας και ως ηκουσεν ο λαος την φωνην των σαλπιγγων, τοτε ηλαλαξεν ο λαος αλαλαγμον μεγαν, και κατεπεσε το τειχος υφ εαυτο, και ανεβη ο λαος εις την πολιν, εκαστος κατ ενωπιον αυτου, και εκυριευσαν την πολιν.
Il popolo dunque gridò e i sacerdoti sonaron le trombe; e avvenne che quando il popolo ebbe udito il suono delle trombe diè in un gran grido, e le mura crollarono. Il popolo salì nella città, ciascuno diritto davanti a sé, e s’impadronirono della città.
Και εξωλοθρευσαν εν στοματι μαχαιρας παντας τους εν τη πολει, ανδρας και γυναικας, νεους και γεροντας, και βοας και προβατα και ονους.
E votarono allo sterminio tutto ciò che era nella città, passando a fil di spada, uomini, donne, fanciulli e vecchi, e buoi e pecore e asini.
Ειπε δε ο Ιησους προς τους δυο ανδρας, τους κατασκοπευσαντας την γην, Εισελθετε εις την οικιαν της πορνης και εξαγαγετε εκειθεν την γυναικα, και παντα οσα εχει, καθως ωμοσατε προς αυτην.
E Giosuè disse ai due uomini che aveano esplorato il paese: "Andate in casa di quella meretrice, menatela fuori con tutto ciò che le appartiene, come glielo avete giurato".
Και εισηλθον οι νεοι οι κατασκοποι και εξηγαγον την Ρααβ και τον πατερα αυτης και την μητερα αυτης και τους αδελφους αυτης, και παντα οσα ειχε και εξηγαγον πασαν την συγγενειαν αυτης και εφυλαξαν αυτους εξω του στρατοπεδου του Ισραηλ.
E que’ giovani che aveano esplorato il paese entrarono nella casa, e ne fecero uscire Rahab, suo padre, sua madre, i suoi fratelli e tutto quello che le apparteneva; ne fecero uscire anche tutte le famiglie de’ suoi, e li collocarono fuori del campo d’Israele.
Και κατεκαυσαν την πολιν εν πυρι και παντα τα εν αυτη μονον το αργυριον και το χρυσιον και τα σκευη τα χαλκινα και τα σιδηρα εδωκαν εις το θησαυροφυλακιον του οικου του Κυριου.
Poi i figliuoli d’Israele diedero fuoco alla città e a tutto quello che conteneva; presero soltanto l’argento, l’oro e gli oggetti di rame e di ferro, che misero nel tesoro della casa dell’Eterno.
Και εις την Ρααβ την πορνην και εις την οικογενειαν του πατρος αυτης και εις παντα οσα ειχε, ο Ιησους εφυλαξε την ζωην και κατοικει εν τω μεσω του Ισραηλ εως της σημερον διοτι εκρυψε τους κατασκοπους, τους οποιους απεστειλεν ο Ιησους δια να κατασκοπευσωσι την Ιεριχω.
Ma a Rahab, la meretrice, alla famiglia di suo padre e a tutti i suoi Giosuè lasciò la vita; ed ella ha dimorato in mezzo ad Israele fino al dì d’oggi, perché avea nascosto i messi che Giosuè avea mandati ad esplorar Gerico.
Και ωμοσεν ο Ιησους κατ εκεινον τον καιρον, λεγων, Κατηραμενος ενωπιον του Κυριου ο ανθρωπος, οστις αναστηση και κτιση την πολιν ταυτην την Ιεριχω με τον θανατον του πρωτοτοκου υιου αυτου θελει βαλει τα θεμελια αυτης, και με τον θανατον του νεωτατου υιου αυτου θελει στησει τας πυλας αυτης.
Allora Giosuè fece questo giuramento: "Sia maledetto, nel cospetto dell’Eterno, l’uomo che si leverà a riedificare questa città di Gerico! Ei ne getterà le fondamenta sul suo primogenito, e ne rizzerà le porte sul più giovane de’ suoi figliuoli".
Και ο Κυριος ητο μετα του Ιησου, και το ονομα αυτου διεφημισθη καθ ολην την γην.
L’Eterno fu con Giosuè, e la fama di lui si sparse per tutto il paese.