Zechariah 11

 Öppna dina dörrar, Libanon,  ty eld skall nu förtära dina cedrar.
Ανοιξον, Λιβανε, τας θυρας σου και ας καταφαγη πυρ τας κεδρους σου.
 Jämra dig, du cypress, ty cedern måste falla,  de härliga träden skola förödas.  Jämren eder, I Basans ekar,  ty skogen, den ogenomträngliga, varder fälld.
Ολολυξον, ελατη, διοτι επεσεν κεδρος διοτι οι μεγιστανες ηφανισθησαν ολολυξατε, δρυς της Βασαν, διοτι το δασος το απροσιτον κατεκοπη.
 Hör huru herdarna jämra sig, när deras härlighet bliver förödd!  Hör huru de unga lejonen ryta,  när Jordanbygdens snår varda förödda!Jer. 25,36 f.
Φωνη ακουεται ποιμενων θρηνουντων, διοτι η δοξα αυτων ηφανισθη φωνη βρυχωμενων σκυμνων, διοτι το φρυαγμα του Ιορδανου εταπεινωθη.
Så sade HERREN, min Gud: »Bliv en herde för slaktfåren,
Ουτω λεγει Κυριος ο Θεος μου Ποιμαινε το ποιμνιον της σφαγης,
ty deras köpare slakta dem utan all försyn, och deras säljare säga: 'Lovad vare HERREN att jag bliver allt rikare.' Ej heller skonas de av sina egna herdar.»Ps. 44,23. Rom. 8,36.
το οποιον οι αγορασαντες αυτο σφαζουσιν ατιμωρητως οι δε πωλουντες αυτο λεγουσιν, Ευλογητος ο Κυριος, διοτι επλουτησα, και αυτοι οι ποιμενες αυτου δεν φειδονται αυτου.
»Se, jag vill nu icke mer skona landets inbyggare», säger HERREN, »utan låta människorna falla i varandras hand och i sina konungars hand, och dessa skola fördärva landet, och jag skall icke rädda någon ur deras hand.»Sak. 8,10.
Δια τουτο δεν θελω φεισθη πλεον των κατοικων του τοπου, λεγει Κυριος, αλλ ιδου, εγω θελω παραδωσει τους ανθρωπους εκαστον εις την χειρα του πλησιον αυτου και εις την χειρα του βασιλεως αυτου, και θελουσι κατακοψει την γην και δεν θελω ελευθερωσει αυτους εκ της χειρος αυτων.
Så blev jag en herde för slaktfåren, de arma fåren. Och jag tog mig två stavar, den ena kallade jag Ljuvlig ro, den andra kallade jag Endräkt; och jag vaktade så fåren
Και εποιμανα το ποιμνιον της σφαγης, το οντως τεταλαιπωρημενον ποιμνιον. Και ελαβον εις εμαυτον δυο αβδους, την μιαν εκαλεσα Καλλος και την αλλην εκαλεσα Δεσμους, και εποιμανα το ποιμνιον.
Men sedan jag inom en månad hade förgjort de tre herdarna, blev jag led vid fåren, likasom ock deras sinne var avogt mot mig.
Και εξωλοθρευσα τρεις ποιμενας εν ενι μηνι και η ψυχη μου εβαρυνθη αυτους και η ψυχη δε αυτων απεστραφη εμε.
Då sade jag: »Jag vill icke mer vara eder herde. Vad som vill dö, det må dö, och vad som vill förgås, det må förgås; och de som sedan bliva kvar må äta varandras kött.»
Τοτε ειπα, Δεν θελω σας ποιμαινει το αποθνησκον ας αποθνησκη και το απολωλος ας απολλυται και τα εναπολειπομενα ας τρωγωσιν εκαστον την σαρκα του πλησιον αυτου.
Så tog jag min stav Ljuvlig ro och bröt sönder den, till att upplösa det förbund som jag hade slutit med alla folk.Hos. 2,18.
Και ελαβον την αβδον μου, το Καλλος, και κατεκοψα αυτην, δια να ακυρωσω την διαθηκην μου, την οποιαν εκαμον προς παντας τους λαους τουτους,
Och när detta nu på den dagen blev upplöst, förnummo de arma fåren, som aktade på mig, att det var HERRENS ord.
και ηκυρωθη εν τη ημερα εκεινη και ουτω το ποιμνιον το τεταλαιπωρημενον, το οποιον απεβλεπεν εις εμε, εγνωρισεν οτι ουτος ητο ο λογος του Κυριου.
Därefter sade jag till dem: »Om I så finnen för gott, så given mig min lön; varom icke, må det så vara.» Och de vägde upp trettio siklar silver såsom lön åt mig.2 Mos. 21,32. Matt. 26,15.
Και ειπα προς αυτους, Εαν σας φαινηται καλον, δοτε μοι τον μισθον μου ει δε μη, αρνηθητε αυτον. Και εστησαν τον μισθον μου τριακοντα αργυρια.
Då sade HERREN till mig: »Kasta det åt krukmakaren» -- det härliga pris vartill jag hade blivit värderad av dem! Och jag tog de trettio silversiklarna och kastade dem i HERRENS hus åt krukmakaren.Matt. 27,3 f., 9.
Και ειπε Κυριος προς εμε, Ριψον αυτα εις τον κεραμεα, την εντιμον τιμην, με την οποιαν ετιμηθην υπ αυτων. Και ελαβον τα τριακοντα αργυρια και ερριψα αυτα εν τω οικω του Κυριου εις τον κεραμεα.
Därefter bröt jag sönder min andra stav, Endräkt, till att upplösa broderskapet mellan Juda och Israel.
Και κατεκοψα την αλλην μου αβδον, τους Δεσμους, δια να ακυρωσω την αδελφοτητα μεταξυ Ιουδα και Ισραηλ.
Och HERREN sade till mig: »Tag dig nu redskap såsom en oförnuftig herde;
Και ειπε Κυριος προς εμε, Λαβε εις σεαυτον ετι τα εργαλεια ποιμενος ασυνετου.
ty se, jag vill låta en herde uppstå i landet, som icke vårdar sig om de får som hålla på att förgås, icke uppsöker det förskingrade, icke helar det sargade, icke sörjer för det som är helbrägda, utan allenast äter köttet av de feta och river sönder klövarna på dem.»Jer. 23,1 f. Hes. 34,3 f.
Διοτι ιδου, εγω θελω αναστησει ποιμενα επι την γην, οστις δεν θελει επισκεπτεσθαι τα απολωλοτα, δεν θελει ζητει το διεσκορπισμενον και δεν θελει ιατρευει το συντετριμμενον ουδε θελει ποιμαινει το υγιες αλλα θελει τρωγει την σαρκα του παχεος και κατακοπτει τους ονυχας αυτων.
 Ve över denne ovärdige herde,      som övergiver sin hjord!  Må ett svärd träffa hans arm      och hans högra öga!  Må hans arm alldeles förtvina      och hans högra öga      förmörkas i grund!Sak. 13,7. Joh. 10,12.
Ουαι εις τον ματαιον ποιμενα, τον εγκαταλειποντα το ποιμνιον ομφαια θελει ελθει επι τον βραχιονα αυτου και επι τον δεξιον οφθαλμον αυτου ο βραχιων αυτου θελει ολοτελως ξηρανθη και ο δεξιος οφθαλμος αυτου ολοκληρως αμαυρωθη.