II Kings 11

När Atalja, Ahasjas moder, förnam att hennes son var död, stod hon upp och förgjorde hela konungasläkten.2 Krön. 22,10 f.
Γοθολια δε, η μητηρ του Οχοζιου, ιδουσα οτι απεθανεν ο υιος αυτης, εσηκωθη και ηφανισε παν το βασιλικον σπερμα.
Men just när konungabarnen skulle dödas, tog Joseba, konung Jorams dotter, Ahasjas syster, Joas, Ahasjas son, och skaffade honom jämte hans amma hemligen undan, in i sovkammaren; där höll man honom dold för Atalja, så att han icke blev dödad.
Ιωσαβεε ομως, η θυγατηρ του βασιλεως Ιωραμ, αδελφη του Οχοζιου, λαβουσα τον Ιωας υιον του Οχοζιου, εκλεψεν αυτον εκ μεσου των υιων του βασιλεως των θανατουμενων, αυτον και την τροφον αυτου, και εβαλεν εν τω ταμειω του κοιτωνος, και εκρυψαν αυτον απο προσωπου της Γοθολιας, και δεν εθανατωθη.
Sedan var han hos henne i HERRENS hus, där han förblev gömd i sex år, medan Atalja regerade i landet.
Και ητο μετ αυτης εν τω οικω του Κυριου κρυπτομενος εξ ετη. Η δε Γοθολια εβασιλευεν επι της γης.
Men i det sjunde året sände Jojada åstad och lät hämta karéernas och drabanternas underhövitsmän och förde dem in till sig i HERRENS hus; och sedan han hade gjort en överenskommelse med dem och tagit en ed av dem i HERRENS hus visade han dem konungens son.2 Krön. 23,1 f.
Εν δε τω εβδομω ετει ο Ιωδαε απεστειλε και λαβων τους εκατονταρχους μετα των ταξιαρχων και των δορυφορων, εφερεν αυτους προς εαυτον εις τον οικον του Κυριου, και εκαμε συνθηκην μετ αυτων και ωρκισεν αυτους εν τω οικω του Κυριου και εδειξεν εις αυτους τον υιον του βασιλεως.
Därefter bjöd han dem och sade: »Detta är vad I skolen göra: en tredjedel av eder, I som haven att inträda i vakthållningen på sabbaten, skall hålla vakt i konungshuset
Και προσεταξεν εις αυτους, λεγων, Τουτο ειναι το πραγμα το οποιον θελετε καμει το τριτον απο σας, οι εισερχομενοι το σαββατον, θελετε φυλαττει την φυλακην του βασιλικου οικου
och en tredjedel vid Surporten och en tredjedel vid porten bakom drabanterna; så skolen hålla vakt vid huset var i sin ordning.
και το τριτον θελει εισθαι εν τη πυλη Σουρ και το τριτον εν τη πυλη τη οπισθεν των δορυφορων ουτω θελετε φυλαττει την φυλακην του οικου, δια να μη παραβιασθη
Men de båda andra avdelningarna av eder, nämligen alla som hava att avgå från vakthållningen på sabbaten, de skola hålla vakt i HERRENS hus hos konungen.
και δυο ταγματα απο σας, παντες οι εξερχομενοι το σαββατον, θελουσι φυλαττει την φυλακην του οικου του Κυριου περι τον βασιλεα.
I skolen ställa eder runt omkring; konungen, var och en med sina vapen i handen; och om någon vill tränga sig inom leden, skall han dödas. Och I skolen följa konungen, vare sig han går ut eller in.
και θελετε περικυκλονει τον βασιλεα κυκλω, εκαστος εχων τα οπλα αυτου εν τη χειρι αυτου και οστις εισελθη εις τας ταξεις, ας θανατονεται και θελετε εισθαι μετα του βασιλεως, οταν εξερχηται και οταν εισερχηται.
Underhövitsmännen gjorde allt vad prästen Jojada hade bjudit dem; var och en av dem tog sina män, både de som skulle inträda i vakthållningen på sabbaten och de som skulle avgå därifrån på sabbaten, och de kommo så till prästen Jojada.
Και εκαμον οι εκατονταρχοι κατα παντα οσα προσεταξεν Ιωδαε ο ιερευς και ελαβον εκαστος τους ανδρας αυτου, τους εισερχομενους το σαββατον, μετα των εξερχομενων το σαββατον, και ηλθον προς Ιωδαε τον ιερεα.
Och prästen gav åt underhövitsmännen det spjut och de sköldar som hade tillhört konung David, och som funnos i HERRENS hus.
Και εδωκεν ο ιερευς εις τους εκατονταρχους τας λογχας και τας ασπιδας του βασιλεως Δαβιδ, τας εν τω οικω Κυριου.
Och drabanterna ställde upp sig, var och en med sina vapen i handen, från husets södra sida till husets norra sida, mot altaret och mot huset, runt omkring konungen.
Και οι δορυφοροι, εχοντες εκαστος τα οπλα αυτου εν τη χειρι αυτου, παρεσταθησαν περιξ του βασιλεως, απο της δεξιας πλευρας του οικου εως της αριστερας, πλησιον του θυσιαστηριου και του ναου.
Därefter förde han ut konungasonen och satte på honom kronan och gav honom vittnesbördet; och de gjorde honom till konung och smorde honom. Och de klappade i händerna och ropade: »Leve konungen!»5 Mos. 17,18 f. 1 Sam. 10,24. 1 Kon. 1,25, 39.
Τοτε εξηγαγε τον υιον του βασιλεως και επεθεσεν επ αυτον το διαδημα και το μαρτυριον και εκαμον αυτον βασιλεα και εχρισαν αυτον και κροτησαντες τας χειρας, ειπον, Ζητω ο βασιλευς
När Atalja nu hörde drabanternas och folkets rop, gick hon in i HERRENS hus till folket.
Και ακουσασα η Γοθολια την φωνην του λαου συντρεχοντος, ηλθε προς τον λαον εις τον οικον του Κυριου.
Där fick hon då se konungen stå vid pelaren, såsom övligt var, och hövitsmännen och trumpetblåsarna bredvid konungen, och fick höra huru hela folkmängden jublade och stötte i trumpeterna. Då rev Atalja sönder sina kläder och utropade: »Sammansvärjning! Sammansvärjning!»
Και ειδε, και ιδου, ο βασιλευς ιστατο πλησιον του στυλου κατα το εθος, και οι αρχοντες και οι σαλπιγκται πλησιον του βασιλεως και πας ο λαος της γης εχαιρε και εσαλπιζε με σαλπιγγας. Και διερρηξεν η Γοθολια τα ιματια αυτης και εβοησε, Προδοσια, προδοσια
Men prästen Jojada gav underhövitsmännen som anförde skaran denna befallning: »Fören henne ut mellan leden, och om någon följer henne, så må han dödas med svärd.» Prästen ville nämligen förhindra att hon dödades i HERRENS hus.
Και προσεταξεν Ιωδαε ο ιερευς τους εκατονταρχους, τους αρχηγους του στρατευματος, και ειπε προς αυτους, Εκβαλετε αυτην εξω των ταξεων και οστις ακολουθηση αυτην, θανατωσατε αυτον εν ομφαια. Διοτι ο ιερευς ειχεν ειπει, Ας μη θανατωθη εντος του οικου του Κυριου.
Alltså grepo de henne, och när hon hade kommit till den plats där hästarna plägade föras in i konungshuset, dödades hon där.
Ουτως εβαλον χειρας επ αυτην και οτε ηλθεν εις την οδον, δια της οποιας οι ιπποι ερχονται εις τον οικον του βασιλεως, εθανατωθη εκει.
Och Jojada slöt det förbundet mellan HERREN, konungen och folket, att de skulle vara ett HERRENS folk; han slöt ock ett förbund mellan konungen och folket.
Και εκαμεν ο Ιωδαε διαθηκην αναμεσον του Κυριου και του βασιλεως και του λαου, οτι θελουσιν εισθαι λαος του Κυριου και αναμεσον του βασιλεως και του λαου.
Och hela folkmängden begav sig till Baals tempel och rev ned det och förstörde i grund dess altaren och dess bilder; och Mattan, Baals präst, dräpte de framför altarna. Därefter ställde prästen ut vakter vid HERRENS hus.2 Kon. 10,26 f. 2 Krön. 31,1.
Και εισηλθον πας ο λαος της γης εις τον οικον του Βααλ και εκρημνισαν αυτον τα θυσιαστηρια αυτου και τα ειδωλα αυτου κατεσυντριψαν ολοτελως και Ματθαν τον ιερεα του Βααλ εθανατωσαν εμπροσθεν των θυσιαστηριων. Και ο ιερευς κατεστησεν επιτηρητας επι τον οικον του Κυριου.
Och han tog med sig underhövitsmännen jämte karéerna och drabanterna och hela folkmängden, och de förde konungen ned från HERRENS hus och gingo in i konungshuset genom Drabantporten; och han satte sig på konungatronen.
Και ελαβε τους εκατονταρχους και τους ταξιαρχους και τους δορυφορους και παντα τον λαον της γης και κατεβιβασαν τον βασιλεα εκ του οικου του Κυριου, και ηλθον εις τον οικον του βασιλεως δια της οδου της πυλης των δορυφορων. Και εκαθισεν επι του θρονου των βασιλεων.
Och hela folkmängden gladde sig, och staden förblev lugn. Men Atalja hade de dödat med svärd i konungshuset.             Andra Konungaboken, 12 Kapitlet          Joas konung i Juda.  Insamling för att          sätta templet i stånd.  Hasaels tåg mot              Jerusalem.  Joas dödad genom en                     sammansvärjning.
Και ευφρανθη πας ο λαος της γης και η πολις ησυχασε την δε Γοθολιαν εθανατωσαν εν μαχαιρα εν τω οικω του βασιλεως.
Joas var sju år gammal, när han blev konung.
Επτα ετων ητο ο Ιωας οτε εβασιλευσε.