Isaiah 63

Qui est celui-ci qui vient d'Edom, De Botsra, en vêtements rouges, En habits éclatants, Et se redressant avec fierté dans la plénitude de sa force? -C'est moi qui ai promis le salut, Qui ai le pouvoir de délivrer. -
Τις ουτος, ο ερχομενος εξ Εδωμ, με ιματια ερυθρα εκ Βοσορρας; ουτος ο ενδοξος εις την στολην αυτου, ο περιπατων εν τη μεγαλειοτητι της δυναμεως αυτου; Εγω, ο λαλων εν δικαιοσυνη, ο ισχυρος εις το σωζειν.
Pourquoi tes habits sont-ils rouges, Et tes vêtements comme les vêtements de celui qui foule dans la cuve? -
Δια τι ειναι ερυθρα η στολη σου και τα ιματια σου ομοια ανθρωπου πατουντος εν ληνω;
J'ai été seul à fouler au pressoir, Et nul homme d'entre les peuples n'était avec moi; Je les ai foulés dans ma colère, Je les ai écrasés dans ma fureur; Leur sang a jailli sur mes vêtements, Et j'ai souillé tous mes habits.
Επατησα μονος τον ληνον, και ουδεις εκ των λαων ητο μετ εμου και κατεπατησα αυτους εν τω θυμω μου και κατελακτισα αυτους εν τη οργη μου και το αιμα αυτων ερραντισθη επι τα ιματια μου και εμολυνα ολην μου την στολην.
Car un jour de vengeance était dans mon coeur, Et l'année de mes rachetés est venue.
Διοτι η ημερα της εκδικησεως ητο εν τη καρδια μου, και εφθασεν ο ενιαυτος των λελυτρωμενων μου.
Je regardais, et personne pour m'aider; J'étais étonné, et personne pour me soutenir; Alors mon bras m'a été en aide, Et ma fureur m'a servi d'appui.
Και περιεβλεψα και δεν υπηρχεν ο βοηθων και εθαυμασα οτι δεν υπηρχεν ο υποστηριζων οθεν ο βραχιων μου ενηργησε σωτηριαν εις εμε και ο θυμος μου, αυτος με υπεστηριξε.
J'ai foulé des peuples dans ma colère, Je les ai rendus ivres dans ma fureur, Et j'ai répandu leur sang sur la terre.
Και κατεπατησα τους λαους εν τη οργη μου και εμεθυσα αυτους εκ του θυμου μου και κατεβιβασα εις την γην το αιμα αυτων.
Je publierai les grâces de l'Eternel, les louanges de l'Eternel, D'après tout ce que l'Eternel a fait pour nous; Je dirai sa grande bonté envers la maison d'Israël, Qu'il a traitée selon ses compassions et la richesse de son amour.
Θελω αναφερει τους οικτιρμους του Κυριου, τας αινεσεις του Κυριου, κατα παντα οσα ο Κυριος εκαμεν εις ημας, και την μεγαλην αγαθοτητα προς τον οικον Ισραηλ, την οποιαν εδειξε προς αυτους κατα τους οικτιρμους αυτου και κατα το πληθος του ελεους αυτου.
Il avait dit: Certainement ils sont mon peuple, Des enfants qui ne seront pas infidèles! Et il a été pour eux un sauveur.
Διοτι ειπε, Βεβαιως λαος μου ειναι αυτοι, τεκνα τα οποια δεν θελουσι ψευσθη και υπηρξεν ο Σωτηρ αυτων.
Dans toutes leurs détresses ils n'ont pas été sans secours, Et l'ange qui est devant sa face les a sauvés; Il les a lui-même rachetés, dans son amour et sa miséricorde, Et constamment il les a soutenus et portés, aux anciens jours.
Κατα πασας τας θλιψεις αυτων εθλιβετο, και ο αγγελος της παρουσιας αυτου εσωσεν αυτους εν τη αγαπη αυτου και εν τη ευσπλαγχνια αυτου αυτος ελυτρωσεν αυτους και εσηκωσεν αυτους και εβαστασεν αυτους πασας τας ημερας του αιωνος.
Mais ils ont été rebelles, ils ont attristé son esprit saint; Et il est devenu leur ennemi, il a combattu contre eux.
Αυτοι ομως ηπειθησαν και ελυπησαν το αγιον πνευμα αυτου δια τουτο εστραφη ωστε να γεινη εχθρος αυτων, αυτος επολεμησεν αυτους.
Alors son peuple se souvint des anciens jours de Moïse: Où est celui qui les fit monter de la mer, Avec le berger de son troupeau? Où est celui qui mettait au milieu d'eux son esprit saint;
Τοτε ενεθυμηθη τας αρχαιας ημερας, τον Μωυσην, τον λαον αυτου, λεγων, Που ειναι ο αναβιβασας αυτους απο της θαλασσης μετα του ποιμενος του ποιμνιου αυτου; που ο θεσας το αγιον αυτου πνευμα εν τω μεσω αυτων;
Qui dirigea la droite de Moïse, Par son bras glorieux; Qui fendit les eaux devant eux, Pour se faire un nom éternel;
Ο οδηγησας αυτους δια της δεξιας του Μωυσεως με τον ενδοξον βραχιονα αυτου, ο διασχισας τα υδατα εμπροσθεν αυτων, δια να καμη εις εαυτον ονομα αιωνιον;
Qui les dirigea au travers des flots, Comme un coursier dans le désert, Sans qu'ils bronchassent?
Ο οδηγησας αυτους δια της αβυσσου, ως ιππον δια της ερημου, χωρις να προσκοψωσι;
Comme la bête qui descend dans la vallée, L'esprit de l'Eternel les a menés au repos. C'est ainsi que tu as conduit ton peuple, Pour te faire un nom glorieux.
Το πνευμα του Κυριου ανεπαυσεν αυτους ως κτηνος καταβαινον εις την κοιλαδα ουτως ωδηγησας τον λαον σου, δια να καμης εις σεαυτον ενδοξον ονομα.
Regarde du ciel, et vois, De ta demeure sainte et glorieuse: Où sont ton zèle et ta puissance? Le frémissement de tes entrailles et tes compassions Ne se font plus sentir envers moi.
Επιβλεψον εξ ουρανου και ιδε εκ της κατοικιας της αγιοτητος σου και της δοξης σου που ο ζηλος σου και η δυναμις σου, το πληθος του ελεους σου και των οικτιρμων σου; απεκλεισθησαν εις εμε;
Tu es cependant notre père, Car Abraham ne nous connaît pas, Et Israël ignore qui nous sommes; C'est toi, Eternel, qui es notre père, Qui, dès l'éternité, t'appelles notre sauveur.
Συ βεβαιως εισαι ο Πατηρ ημων, αν και ο Αβρααμ δεν εξευρη ημας και ο Ισραηλ δεν γνωριζη ημας συ, Κυριε, εισαι ο Πατηρ ημων Λυτρωτης ημων ειναι το ονομα σου απ αιωνος.
Pourquoi, ô Eternel, nous fais-tu errer loin de tes voies, Et endurcis-tu notre coeur contre ta crainte? Reviens, pour l'amour de tes serviteurs, Des tribus de ton héritage!
Δια τι Κυριε, αφηκας ημας να αποπλανωμεθα απο των οδων σου και να σκληρυνωμεν την καρδιαν ημων, ωστε να μη σε φοβωμεθα; επιστρεψον ενεκεν των δουλων σου, των φυλων της κληρονομιας σου.
Ton peuple saint n'a possédé le pays que peu de temps; Nos ennemis ont foulé ton sanctuaire.
Ως πραγμα ελαχιστον κατεκυριευσαν τον αγιον σου λαον οι εναντιοι ημων κατεπατησαν το αγιαστηριον σου.
Nous sommes depuis longtemps comme un peuple que tu ne gouvernes pas, Et qui n'est point appelé de ton nom...
Κατεσταθημεν ως εκεινοι, επι τους οποιους δεν εδεσποσας ποτε ουδε επεκληθη το ονομα σου επ αυτους.