Psalms 11

För sångmästaren; av David.  Till HERREN Har jag tagit min tillflykt.  Huru kunnen I då säga till mig:  »Flyn såsom fåglar till edert berg;
Εις τον πρωτον μουσικον. Ψαλμος του Δαβιδ. Επι τον Κυριον πεποιθα πως λεγετε εις την ψυχην μου, Φευγε εις το ορος σας, ως πτηνον;
 ty se, de ogudaktiga spänna bågen,  de hava lagt sin pil på strängen,  för att i mörkret skjuta på de rättsinniga.
Διοτι, ιδου, οι ασεβεις ενετειναν τοξον ητοιμασαν τα βελη αυτων επι την χορδην, δια να τοξευσωσιν εν σκοτει τους ευθεις την καρδιαν.
 När grundvalarna upprivas,  vad kan då den rättfärdige uträtta?»
Εαν τα θεμελια καταστραφωσιν, ο δικαιος τι δυναται να καμη;
 HERREN är i sitt heliga tempel,  HERRENS tron är i himmelen;  hans ögon skåda,  hans blickar pröva      människors barn.
Ο Κυριος ειναι εν τω ναω τω αγιω αυτου ο Κυριος εν τω ουρανω εχει τον θρονον αυτου οι οφθαλμοι αυτου βλεπουσι, τα βλεφαρα αυτου εξεταζουσι, τους υιους των ανθρωπων.
 HERREN prövar den rättfärdige;  men den ogudaktige och den som älskar våld,      dem hatar hans själ.
Ο Κυριος εξεταζει τον δικαιον τον δε ασεβη και τον αγαπωντα την αδικιαν μισει η ψυχη αυτου.
 Han skall låta ljungeldssnaror regna över de ogudaktiga;  eld och svavel      och glödande vind,  det är den kalk som bliver dem beskärd.
Θελει βρεξει επι τους ασεβεις παγιδας πυρ και θειον και ανεμοζαλη ειναι η μερις του ποτηριου αυτων.
 Ty HERREN är rättfärdig,      han älskar rättfärdigheten;  de redliga skola skåda hans ansikte.
Διοτι δικαιος ων ο Κυριος, αγαπα δικαιοσυνην το προσωπον αυτου βλεπει ευθυτητα.