I Chronicles 20

Följande år, vid den tid då konungarna plägade draga i fält, tågade Joab ut med krigshären och härjade Ammons barns land, och kom så och belägrade Rabba, medan David stannade kvar i Jerusalem. Och Joab intog Rabba och förstörde det.2 Sam. 11,1. 12,26 f.
Εν δε τω ακολουθω ετει, καθ ον καιρον εκστρατευουσιν οι βασιλεις, ο Ιωαβ εξεκινησε πασαν την δυναμιν του στρατευματος και εφθειρε την γην των υιων Αμμων, και ελθων επολιορκησε την Ραββα ο δε Δαβιδ εμεινεν εν Ιερουσαλημ. Και επαταξεν ο Ιωαβ την Ραββα και κατεστρεψεν αυτην.
Och David tog deras konungs krona från hans huvud, den befanns väga en talent guld och var prydd med en dyrbar sten. Den sattes nu på Davids huvud. Och han förde ut byte från staden i stor myckenhet.
Και ελαβεν ο Δαβιδ τον στεφανον του βασιλεως αυτων απο της κεφαλης αυτου και ευρεθη το βαρος αυτου εν ταλαντον χρυσιου και ησαν επ αυτου λιθοι πολυτιμοι και ετεθη επι την κεφαλης του Δαβιδ και λαφυρα της πολεως εξεφερε πολλα σφοδρα.
Och folket därinne förde han ut och söndersargade dem med sågar och tröskvagnar av järn och med bilor. Så gjorde David mot Ammons barns alla städer. Sedan vände David med allt folket tillbaka till Jerusalem.
Και τον λαον τον εν αυτη εξηγαγε, και εκοψεν αυτους με πριονας και με τριβολους σιδηρους και με πελεκεις. Και ουτως εκαμεν ο Δαβιδ εις πασας τας πολεις των υιων Αμμων. Τοτε επεστρεψεν ο Δαβιδ και πας ο λαος εις Ιερουσαλημ.
Därefter uppstod en strid med filistéerna vid Geser; husatiten Sibbekai slog då ned Sippai, en av rafaéernas avkomlingar; så blevo de kuvade.2 Sam. 21,18. 1 Krön. 11,29. 27,11,
Μετα δε ταυτα συνεκροτηθη πολεμος εν Γεζερ μετα των Φιλισταιων τοτε επαταξεν ο Σιββεχαι ο Χουσαθιτης τον Σιφφαι, εκ των τεκνων του Ραφα και κατετροπωθησαν.
Åter stod en strid med filistéerna; Elhanan, Jaurs son, slog då ned Lami, gatiten Goljats broder, som hade ett spjut vars skaft liknade en vävbom.1 Sam. 17,7. 2 Sam. 21,19.
Και παλιν εγεινε πολεμος μετα των Φιλισταιων και επαταξεν ο Ελχαναν ο υιος του Ιαειρ τον Λααμει, αδελφον του Γολιαθ του Γετθαιου, και το ξυλον της λογχης αυτου ητο ως αντιον υφαντου.
Åter stod en strid vid Gat. Där var en reslig man som hade sex fingrar och sex tår, tillsammans tjugufyra; han var ock en avkomling av rafaéerna.2 Sam. 21,20 f.
Και παλιν εγεινε πολεμος εν Γαθ, οπου ητο ανηρ υπερμεγεθης, και οι δακτυλοι αυτου ησαν εξ και εξ, εικοσιτεσσαρες, και ουτος ετι ητο εκ της γενεας του Ραφα.
Denne smädade Israel; då blev han nedgjord av Jonatan, son till Simea, Davids broder.
Και ωνειδισε τον Ισραηλ, και Ιωναθαν ο υιος του Σαμαα, αδελφου του Δαβιδ, επαταξεν αυτον.
Dessa voro avkomlingar av rafaéerna i Gat; och de föllo för Davids och hans tjänares hand.2 Sam. 21,22.
Ουτοι εγεννηθησαν εις τον Ραφα εν Γαθ και επεσον δια χειρος του Δαβιδ και δια χειρος των δουλων αυτου.