Revelation of John 19

Dopo queste cose udii come una gran voce d’una immensa moltitudine nel cielo, che diceva: Alleluia! La salvazione e la gloria e la potenza appartengono al nostro Dio;
Και μετα ταυτα ηκουσα ως φωνην μεγαλην οχλου πολλου εν τω ουρανω, λεγοντος Αλληλουια η σωτηρια και η δοξα και η τιμη και η δυναμις ανηκουσιν εις Κυριον τον Θεον ημων,
perché veraci e giusti sono i suoi giudici; poiché Egli ha giudicata la gran meretrice che corrompeva la terra con la sua fornicazione e ha vendicato il sangue de’ suoi servitori, ridomandandolo dalla mano di lei.
διοτι αληθιναι και δικαιαι ειναι αι κρισεις αυτου διοτι εκρινε την πορνην την μεγαλην, ητις εφθειρε την γην με την πορνειαν αυτης, και εξεδικησεν εκ της χειρος αυτης το αιμα των δουλων αυτου.
E dissero una seconda volta: Alleluia! Il suo fumo sale per i secoli dei secoli.
Και εκ δευτερου ειπον Αλληλουια και ο καπνος αυτης αναβαινει εις τους αιωνας των αιωνων.
E i ventiquattro anziani e le quattro creature viventi si gettarono giù e adorarono Iddio che siede sul trono, dicendo: Amen! Alleluia!
Και επεσον οι εικοσιτεσσαρες πρεσβυτεροι και τα τεσσαρα ζωα και προσεκυνησαν τον Θεον τον καθημενον επι του θρονου λεγοντες Αμην, αλληλουια.
E una voce partì dal trono dicendo: Lodate il nostro Dio, voi tutti suoi servitori, voi che lo temete piccoli e grandi.
Και εξηλθεν εκ του θρονου φωνη, λεγουσα Αινειτε τον Θεον ημων, παντες οι δουλοι αυτου και οι φοβουμενοι αυτον και οι μικροι και οι μεγαλοι.
Poi udii come la voce di una gran moltitudine e come il suono di molte acque e come il rumore di forti tuoni, che diceva: Alleluia! poiché il Signore Iddio nostro, l’Onnipotente, ha preso a regnare.
Και ηκουσα ως φωνην οχλου πολλου, και ως φωνην υδατων πολλων, και ως φωνην βροντων ισχυρων, λεγοντων Αλληλουια διοτι εβασιλευσε Κυριος ο Θεος ο παντοκρατωρ.
Rallegriamoci e giubiliamo e diamo a lui la gloria, poiché son giunte le nozze dell’Agnello, e la sua sposa s’è preparata;
Ας χαιρωμεν και ας αγαλλιωμεθα και ας δωσωμεν την δοξαν εις αυτον, διοτι ηλθεν ο γαμος του Αρνιου, και η γυνη αυτου ητοιμασεν εαυτην.
e le è stato dato di vestirsi di lino fino, risplendente e puro; poiché il lino fino son le opere giuste dei santi.
Και εδοθη εις αυτην να ενδυθη βυσσινον καθαρον και λαμπρον διοτι το βυσσινον ειναι τα δικαιωματα των αγιων.
E l’angelo mi disse: Scrivi: Beati quelli che sono invitati alla cena delle nozze dell’Agnello. E mi disse: Queste sono le veraci parole di Dio.
Και λεγει προς εμε Γραψον, Μακαριοι οι κεκλημενοι εις το δειπνον του γαμου του Αρνιου. Και λεγει προς εμε Ουτοι ειναι οι αληθινοι λογοι του Θεου.
E io mi prostrai ai suoi piedi per adorarlo. Ed egli mi disse: Guardati dal farlo; io sono tuo conservo e de’ tuoi fratelli che serbano la testimonianza di Gesù: adora Iddio! Perché la testimonianza di Gesù; è lo spirito della profezia.
Και επεσον εμπροσθεν των ποδων αυτου, δια να προσκυνησω αυτον. Και λεγει μοι Προσεχε μη καμης τουτο εγω ειμαι συνδουλος σου και των αδελφων σου, οιτινες εχουσι την μαρτυριαν του Ιησου τον Θεον προσκυνησον διοτι η μαρτυρια του Ιησου ειναι το πνευμα της προφητειας.
Poi vidi il cielo aperto ed ecco un cavallo bianco; e colui che lo cavalcava si chiama il Fedele e il Verace; ed egli giudica e guerreggia con giustizia.
Και ειδον τον ουρανον ανεωγμενον, και ιδου ιππος λευκος, και ο καθημενος επ αυτον εκαλειτο Πιστος και Αληθινος, και κρινει και πολεμει εν δικαιοσυνη.
E i suoi occhi erano una fiamma di fuoco, e sul suo capo v’eran molti diademi; e portava scritto un nome che nessuno conosce fuorché lui.
Οι δε οφθαλμοι αυτου ησαν ως φλοξ πυρος, και επι της κεφαλης αυτου διαδηματα πολλα, και ειχεν ονομα γεγραμμενον, το οποιον ουδεις γνωριζει ειμη αυτος,
Era vestito d’una veste tinta di sangue, e il suo nome è: la Parola di Dio.
και ητο ενδεδυμενος ιματιον βεβαμμενον με αιμα, και καλειται το ονομα αυτου ο Λογος του Θεου.
Gli eserciti che sono nel cielo lo seguivano sopra cavalli bianchi, ed eran vestiti di lino fino bianco e puro.
Και τα στρατευματα τα εν τω ουρανω ηκολουθουν αυτον εφ ιππων λευκων, ενδεδυμενοι βυσσινον λευκον και καθαρον.
E dalla bocca gli usciva una spada affilata per percuoter con essa le nazioni; ed egli le reggerà con una verga di ferro, e calcherà il tino del vino dell’ardente ira dell’Onnipotente Iddio.
Και εκ του στοματος αυτου εξερχεται ρομφαια κοπτερα, δια να κτυπα με αυτην τα εθνη και αυτος θελει ποιμανει αυτους εν ραβδω σιδηρα και αυτος πατει τον ληνον του οινου του θυμου και της οργης του Θεου του παντοκρατορος
E sulla veste e sulla coscia porta scritto questo nome: RE DEI RE, SIGNOR DEI SIGNORI.
και επι το ιματιον και επι τον μηρον αυτου εχει γεγραμμενον το ονομα, Βασιλευς βασιλεων και Κυριος κυριων.
Poi vidi un angelo che stava in piè nel sole, ed egli gridò con gran voce, dicendo a tutti gli uccelli che volano in mezzo al cielo:
Και ειδον ενα αγγελον ισταμενον εν τω ηλιω, και εκραξε μετα φωνης μεγαλης, λεγων προς παντα τα ορνεα τα πετωμενα εις το μεσουρανημα Ελθετε και συναγεσθε εις το δειπνον του μεγαλου Θεου,
Venite, adunatevi per il gran convito di Dio, per mangiar carni di re e carni di capitani e carni di prodi e carni di cavalli e di cavalieri, e carni d’ogni sorta d’uomini liberi e schiavi, piccoli e grandi.
δια να φαγητε σαρκας βασιλεων και σαρκας χιλιαρχων και σαρκας ισχυρων και σαρκας ιππων και των καθημενων επ αυτων και σαρκας παντων ελευθερων και δουλων και μικρων και μεγαλων.
E vidi la bestia e i re della terra e i loro eserciti radunati per muover guerra a colui che cavalcava il cavallo e all’esercito suo.
Και ειδον το θηριον και τους βασιλεις της γης και τα στρατευματα αυτων συνηγμενα, δια να καμωσι πολεμον με τον καθημενον επι του ιππου και με το στρατευμα αυτου.
E la bestia fu presa, e con lei fu preso il falso profeta che avea fatto i miracoli davanti a lei, coi quali aveva sedotto quelli che aveano preso il marchio della bestia e quelli che adoravano la sua immagine. Ambedue furon gettati vivi nello stagno ardente di fuoco e di zolfo.
Και επιασθη το θηριον και μετα τουτου ο ψευδοπροφητης, οστις εκαμε τα σημεια ενωπιον αυτου, με τα οποια επλανησε τους λαβοντας το χαραγμα του θηριου και τους προσκυνουντας την εικονα αυτου ζωντες ερριφθησαν οι δυο εις την λιμνην του πυρος, την καιομενην με το θειον.
E il rimanente fu ucciso con la spada che usciva dalla bocca di colui che cavalcava il cavallo; e tutti gli uccelli si satollarono delle loro carni.
Και οι λοιποι εφονευθησαν με την ρομφαιαν του καθημενου επι του ιππου, την εξερχομενην εκ του στοματος αυτου και παντα τα ορνεα εχορτασθησαν εκ των σαρκων αυτων.