Jeremiah 21

La parole qui fut adressée à Jérémie de la part de l'Eternel, lorsque le roi Sédécias lui envoya Paschhur, fils de Malkija, et Sophonie, fils de Maaséja, le sacrificateur, pour lui dire:
Ο λογος ο γενομενος προς Ιερεμιαν παρα Κυριου, οτε απεστειλε προς αυτον ο βασιλευς Σεδεκιας τον Πασχωρ υιον του Μελχιου και τον Σοφονιαν υιον του Μαασιου τον ιερεα, λεγων,
Consulte pour nous l'Eternel; car Nebucadnetsar, roi de Babylone, nous fait la guerre; peut-être l'Eternel fera-t-il en notre faveur quelqu'un de ses miracles, afin qu'il s'éloigne de nous.
Ερωτησον, παρακαλω, τον Κυριον περι ημων διοτι Ναβουχοδονοσορ ο βασιλευς της Βαβυλωνος ηγειρε πολεμον καθ ημων ισως ο Κυριος ενεργηση εις ημας κατα παντα τα θαυμασια αυτου, ωστε να απελθη αφ ημων.
Jérémie leur répondit: Vous direz à Sédécias:
Τοτε ειπε προς αυτους ο Ιερεμιας, Ουτω θελετε ειπει προς τον Σεδεκιαν.
Ainsi parle l'Eternel, le Dieu d'Israël: Voici, je vais détourner les armes de guerre qui sont dans vos mains, et avec lesquelles vous combattez en dehors des murailles le roi de Babylone et les Chaldéens qui vous assiègent, et je les rassemblerai au milieu de cette ville.
Ουτω λεγει Κυριος, ο Θεος του Ισραηλ Ιδου, εγω στρεφω εις τα οπισω τα οπλα του πολεμου τα εν ταις χερσιν υμων, με τα οποια σεις πολεμειτε κατα του βασιλεως της Βαβυλωνος και των Χαλδαιων, οιτινες σας πολιορκουσιν εξωθεν των τειχων και θελω συναξει αυτους εις το μεσον της πολεως ταυτης.
Puis je combattrai contre vous, la main étendue et le bras fort, avec colère, avec fureur, avec une grande irritation.
Και εγω θελω πολεμησει εναντιον σας με χειρα εξηπλωμενην και με βραχιονα κραταιον και θυμον και με αγανακτησιν και με οργην μεγαλην.
Je frapperai les habitants de cette ville, les hommes et les bêtes; ils mourront d'une peste affreuse.
Και θελω παταξει τους κατοικους της πολεως ταυτης και ανθρωπον και κτηνος υπο λοιμου μεγαλου θελουσιν αποθανει.
Après cela, dit l'Eternel, je livrerai Sédécias, roi de Juda, ses serviteurs, le peuple, et ceux qui dans cette ville échapperont à la peste, à l'épée et à la famine, je les livrerai entre les mains de Nebucadnetsar, roi de Babylone, entre les mains de leurs ennemis, entre les mains de ceux qui en veulent à leur vie; et Nebucadnetsar les frappera du tranchant de l'épée, il ne les épargnera pas, il n'aura point de pitié, point de compassion.
Και μετα ταυτα, λεγει Κυριος, θελω παραδωσει Σεδεκιαν τον βασιλεα του Ιουδα και τους δουλους αυτου και τον λαον και τους εναπολειφθεντας εν τη πολει ταυτη απο του λοιμου, απο της μαχαιρας και απο της πεινης, εις την χειρα του Ναβουχοδονοσορ, βασιλεως της Βαβυλωνος, και εις την χειρα των εχθρων αυτων και εις την χειρα των ζητουντων την ψυχην αυτων και αυτος θελει παταξει αυτους εν στοματι μαχαιρας δεν θελει φεισθη αυτους ουδε θελει οικτειρει ουδε θελει σπλαγχνισθη αυτους.
Tu diras à ce peuple: Ainsi parle l'Eternel: Voici, je mets devant vous le chemin de la vie et le chemin de la mort.
Και προς τον λαον τουτον θελεις ειπει, Ουτω λεγει Κυριος Ιδου, εθεσα ενωπιον σας την οδον της ζωης και την οδον του θανατου.
Celui qui restera dans cette ville mourra par l'épée, par la famine ou par la peste; mais celui qui sortira pour se rendre aux Chaldéens qui vous assiègent aura la vie sauve, et sa vie sera son butin.
Οστις καθηται εν τη πολει ταυτη, θελει αποθανει υπο μαχαιρας και υπο πεινης και υπο λοιμου αλλ οστις εξελθη και προχωρηση προς τους Χαλδαιους οιτινες σας πολιορκουσι, θελει ζησει και η ζωη αυτου θελει εισθαι ως λαφυρον εις αυτον.
Car je dirige mes regards contre cette ville pour faire du mal et non du bien, dit l'Eternel; elle sera livrée entre les mains du roi de Babylone, qui la brûlera par le feu.
Διοτι εστησα το προσωπον μου εναντιον της πολεως ταυτης προς κακον και ουχι προς καλον, λεγει Κυριος θελει παραδοθη εις την χειρα του βασιλεως της Βαβυλωνος και θελει κατακαυσει αυτην εν πυρι.
Et tu diras à la maison du roi de Juda: Ecoutez la parole de l'Eternel!
Περι δε του οικου του βασιλεως του Ιουδα, ειπε, Ακουσατε τον λογον του Κυριου
Maison de David! Ainsi parle l'Eternel: Rendez la justice dès le matin, Et délivrez l'opprimé des mains de l'oppresseur, De peur que ma colère n'éclate comme un feu, Et ne s'enflamme, sans qu'on puisse l'éteindre, A cause de la méchanceté de vos actions.
οικος Δαβιδ, ουτω λεγει Κυριος Κρινετε κρισιν το πρωι και ελευθερονετε τον γεγυμνωμενον εκ της χειρος του δυναστου, μηποτε η οργη μου εξελθη ως πυρ και εκκαυθη, χωρις να υπαρχη ο σβεσων, εξ αιτιας της κακιας των εργων σας.
Voici, j'en veux à toi, Ville assise dans la vallée, sur le rocher de la plaine, Dit l'Eternel, A vous qui dites: Qui descendra contre nous? Qui entrera dans nos demeures?
Ιδου, εγω ειμαι εναντιον εις σε, λεγει Κυριος, την καθημενην εν τη κοιλαδι και εν τω βραχω της πεδιαδος, εναντιον εις εσας τους λεγοντας, Τις θελει καταβη εναντιον ημων, η τις θελει εισελθει εις τας κατοικιας ημων;
Je vous châtierai selon le fruit de vos oeuvres, dit l'Eternel; Je mettrai le feu à votre forêt, Et il en dévorera tous les alentours.
Και θελω σας τιμωρησει κατα τον καρπον των εργων σας, λεγει Κυριος και θελω αναψει πυρ εν τω δασει αυτης και θελει καταφαγει παντα τα περιξ αυτης.