Ezekiel 38

et factus est sermo Domini ad me dicens
Και εγεινε λογος Κυριου προς εμε, λεγων,
fili hominis pone faciem tuam contra Gog terram Magog principem capitis Mosoch et Thubal et vaticinare de eo
Υιε ανθρωπου, στηριξον το προσωπον σου επι Γωγ, την γην του Μαγωγ, του ηγεμονος της Ρως, Μεσεχ και Θουβαλ, και προφητευσον κατ αυτου,
et dices ad eum haec dicit Dominus Deus ecce ego ad te Gog principem capitis Mosoch et Thubal
και ειπε, Ουτω λεγει Κυριος ο Θεος Ιδου, εγω ειμαι εναντιον σου, Γωγ, ηγεμων της Ρως, Μεσεχ και Θουβαλ
et circumagam te et ponam frenum in maxillis tuis et educam te et omnem exercitum tuum equos et equites vestitos loricis universos multitudinem magnam hastam et clypeum arripientium et gladium
και θελω σε περιστρεψει και βαλει αγκιστρα εις τας σιαγονας σου, και θελω εκβαλει σε και πασαν την δυναμιν σου, ιππους και ιππεας, παντας τουτους εντελως ωπλισμενους, μεγα αθροισμα μετα θυρεων και ασπιδων, παντας τουτους μεταχειριζομενους μαχαιρας.
Persae Aethiopes et Lybies cum eis omnes scutati et galeati
Περσας, Αιθιοπας και Λιβυας μετ αυτων παντας τουτους μετ ασπιδων και περικεφαλαιων
Gomer et universa agmina eius domus Thogorma latera aquilonis et totum robur eius populique multi tecum
τον Γομερ και παντα τα ταγματα αυτου, τον οικον Θωγαρμα απο των εσχατων του βορρα και παντα τα ταγματα αυτου και πολλους λαους μετα σου.
praepara et instrue te et omnem multitudinem tuam quae coacervata est ad te et esto eis in praeceptum
Ετοιμασθητι και ετοιμασον σεαυτον, συ και παν το αθροισμα σου το συναθροισθεν εις σε, και εσο φυλαξ εις αυτους
post dies multos visitaberis in novissimo annorum venies ad terram quae reversa est a gladio congregata est de populis multis ad montes Israhel qui fuerunt deserti iugiter haec de populis educta est et habitaverunt in ea confidenter universi
μετα πολλας ημερας θελει γεινει επισκεψις εις σε εν τοις εσχατοις χρονοις θελεις ελθει εις την γην, ητις ηλευθερωθη εκ της μαχαιρας και συνηχθη εκ πολλων λαων εναντιον των ορεων του Ισραηλ, τα οποια κατεσταθησαν ερημα διαπαντος αυτος ομως μετεφερθη εκ μεσου των λαων, και θελουσι κατοικησει παντες ασφαλως.
ascendens autem quasi tempestas venies et quasi nubes ut operias terram tu et omnia agmina tua et populi multi tecum
Και θελεις αναβη και ελθει ως ανεμοζαλη θελεις εισθαι ως νεφος, δια να σκεπασης την γην, συ και παντα τα ταγματα σου και πολυς λαος μετα σου.
haec dicit Dominus Deus in die illa ascendent sermones super cor tuum et cogitabis cogitationem pessimam
Ουτω λεγει Κυριος ο Θεος Και εν εκεινη τη ημερα θελουσιν αναβη πραγματα επι την καρδιαν σου και θελεις βουλευθη βουλας πονηρας
et dices ascendam ad terram absque muro veniam ad quiescentes habitantesque secure omnes habitant sine muro vectes et portae non sunt eis
και θελεις ειπει, Θελω αναβη εις γην πολεων ατειχιστων θελω ελθει προς ησυχαζοντας, κατοικουντας εν ασφαλεια, παντας τουτους κατοικουντας πολεις ατειχιστους και μη εχουσας μοχλους και πυλας
ut diripias spolia et invadas praedam ut inferas manum tuam super eos qui deserti fuerant et postea restituti et super populum qui est congregatus ex gentibus qui possidere coepit et esse habitator umbilici terrae
δια να λεηλατησης λεηλασιαν και να λαφυραγωγησης λαφυρον, δια να επαναστρεψης την χειρα σου επι ερημωσεις κατοικισθεισας και επι λαον συνηγμενον εκ των εθνων αποκτησαντα κτηνη και αγαθα, κατοικουντα εν μεσω της γης.
Seba et Dedan et negotiatores Tharsis et omnes leones eius dicent tibi numquid ad sumenda spolia tu venis ecce ad diripiendam praedam congregasti multitudinem tuam ut tollas argentum et aurum auferas supellectilem atque substantiam et diripias manubias infinitas
Σεβα και Δαιδαν και οι εμποροι της Θαρσεις, μετα παντων των σκυμνων αυτης, θελουσιν ειπει προς σε, Ηλθες να λεηλατησης λεηλασιαν; συνηθροισας το πληθος σου δια να λαφυραγωγησης λαφυρον; δια να αρπασης αργυριον και χρυσιον, δια να λαβης κτηνη και αγαθα, δια να καμης λειαν μεγαλην;
propterea vaticinare fili hominis et dices ad Gog haec dicit Dominus Deus numquid non in die illo cum habitaverit populus meus Israhel confidenter scies
Δια τουτο, υιε ανθρωπου, προφητευσον και ειπε προς τον Γωγ, Ουτω λεγει Κυριος ο Θεος Εν εκεινη τη ημερα, οτε ο λαος μου Ισραηλ θελει κατοικει εν ασφαλεια, συ δεν θελεις μαθει τουτο;
et venies de loco tuo a lateribus aquilonis tu et populi multi tecum ascensores equorum universi coetus magnus et exercitus vehemens
Και θελεις ελθει εκ του τοπου σου, εκ των εσχατων του βορρα, συ και πολλοι λαοι μετα σου, απαντες αναβαται ιππων, πληθος μεγα και δυναμις πολλη
et ascendes super populum meum Israhel quasi nubes ut operias terram in novissimis diebus eris et adducam te super terram meam ut sciant gentes me cum sanctificatus fuero in te in oculis eorum o Gog
και θελεις αναβη εναντιον του λαου μου Ισραηλ ως νεφος, δια να σκεπασης την γην τουτο θελει εισθαι εν ταις εσχαταις ημεραις και θελω σε φερει εναντιον της γης μου, δια να με γνωρισωσι τα εθνη, οταν αγιασθω εν σοι, Γωγ, ενωπιον αυτων.
haec dicit Dominus Deus tu ergo ille es de quo locutus sum in diebus antiquis in manu servorum meorum prophetarum Israhel qui prophetaverunt in diebus illorum temporum ut adducerem te super eos
Ουτω λεγει Κυριος ο Θεος Συ εισαι εκεινος, περι του οποιου ελαλησα εν ταις αρχαιαις ημεραις, δια των δουλων μου των προφητων του Ισραηλ, οιτινες προεφητευσαν εν εκειναις ταις ημεραις δια πολλων ετων, οτι εμελλον να σε φερω εναντιον αυτων;
et erit in die illa in die adventus Gog super terram Israhel ait Dominus Deus ascendet indignatio mea in furore meo
Αλλ εν εκεινη τη ημερα, εν τη ημερα καθ ην ο Γωγ ελθη εναντιον της γης Ισραηλ, η οργη μου θελει αναβη επι το προσωπον μου, λεγει Κυριος ο Θεος.
et in zelo meo in igne irae meae locutus sum quia in die illa erit commotio magna super terram Israhel
Διοτι εν τω ζηλω μου, εν τω πυρι της οργης μου ελαλησα, Εξαπαντος εν τη ημερα εκεινη θελει εισθαι σεισμος μεγας εν γη Ισραηλ
et commovebuntur a facie mea pisces maris et volucres caeli et bestiae agri et omne reptile quod movetur super humum cunctique homines qui sunt super faciem terrae et subvertentur montes et cadent sepes et omnis murus in terra corruet
και οι ιχθυες της θαλασσης και τα πετεινα του ουρανου και τα θηρια του αγρου και παντα τα ερπετα τα ερποντα επι της γης και παντες οι ανθρωποι οι επι του προσωπου της γης θελουσι σεισθη απο της παρουσιας μου και τα ορη θελουσιν ανατραπη και οι πυργοι θελουσι πεσει και παν τειχος θελει κατεδαφισθη.
et convocabo adversum eum in cunctis montibus meis gladium ait Dominus Deus gladius uniuscuiusque in fratrem suum dirigetur
Και θελω καλεσει εναντιον αυτου μαχαιραν κατα παντα τα ορη μου, λεγει Κυριος ο Θεος η μαχαιρα εκαστου ανθρωπου θελει εισθαι κατα του αδελφου αυτου.
et iudicabo eum peste et sanguine et imbre vehementi et lapidibus inmensis ignem et sulphur pluam super eum et super exercitum eius et super populos multos qui sunt cum eo
Και θελω ελθει εις κρισιν εναντιον αυτου εν λοιμω και εν αιματι και θελω βρεξει επ αυτον και επι τα ταγματα αυτου και επι τον πολυν λαον τον μετ αυτου βροχην κατακλυσμου και λιθους χαλαζης, πυρ και θειον.
et magnificabor et sanctificabor et notus ero in oculis gentium multarum et scient quia ego Dominus
Και θελω μεγαλυνθη και αγιασθη, και θελω γνωρισθη ενωπιον πολλων εθνων και θελουσι γνωρισει οτι εγω ειμαι ο Κυριος.