Deuteronomy 13

si surrexerit in medio tui prophetes aut qui somnium vidisse se dicat et praedixerit signum atque portentum
Εαν εγερθη εν μεσω σου προφητης η ενυπνιαζομενος ενυπνια και δωση εις σε σημειον η τεραστιον,
et evenerit quod locutus est et dixerit tibi eamus et sequamur deos alienos quos ignoras et serviamus eis
και αληθευση το σημειον η το τεραστιον, περι του οποιου ελαλησε προς σε, λεγων, Ας υπαγωμεν κατοπιν αλλων θεων τους οποιους δεν εγνωρισας, και ας λατρευσωμεν αυτους,
non audies verba prophetae illius aut somniatoris quia temptat vos Dominus Deus vester ut palam fiat utrum diligatis eum an non in toto corde et in tota anima vestra
δεν θελεις δωσει ακροασιν εις τους λογους του προφητου εκεινου η εκεινου του ενυπνιαζομενου ενυπνια διοτι δοκιμαζει εσας Κυριος ο Θεος σας, δια να γνωριση εαν αγαπατε Κυριον τον Θεον σας εξ ολης της καρδιας σας και εξ ολης της ψυχης σας.
Dominum Deum vestrum sequimini et ipsum timete mandata illius custodite et audite vocem eius ipsi servietis et ipsi adherebitis
Κυριον τον Θεον σας θελετε ακολουθει και αυτον θελετε φοβεισθαι, και τας εντολας αυτου θελετε φυλαττει, και εις την φωνην αυτου θελετε υπακουει, και αυτον θελετε λατρευει, και εις αυτον θελετε εισθαι προσκεκολλημενοι.
propheta autem ille aut fictor somniorum interficietur quia locutus est ut vos averteret a Domino Deo vestro qui eduxit vos de terra Aegypti et redemit de domo servitutis ut errare te faceret de via quam tibi praecepit Dominus Deus tuus et auferes malum de medio tui
Εκεινος δε ο προφητης η εκεινος ο ενυπνιαζομενος ενυπνια θελει θανατωθη διοτι ελαλησεν αποστασιαν κατα Κυριου του Θεου σας, οστις σας εξηγαγεν εκ γης Αιγυπτου και σας ελυτρωσεν εξ οικου δουλειας, δια να σε αποπλανηση εκ της οδου, εις την οποιαν προσεταξεν εις σε Κυριος ο Θεος σου να περιπατης και θελεις εξαφανισει το κακον εκ μεσου σου.
si tibi voluerit persuadere frater tuus filius matris tuae aut filius tuus vel filia sive uxor quae est in sinu tuo aut amicus quem diligis ut animam tuam clam dicens eamus et serviamus diis alienis quos ignoras tu et patres tui
Εαν ο αδελφος σου, ο υιος της μητρος σου, η ο υιος σου η η θυγατηρ σου η η γυνη του κολπου σου, η ο φιλος σου οστις ειναι ως η ψυχη σου, σε παρακινηση κρυφιως, λεγων, Ας υπαγωμεν και ας λατρευσωμεν αλλους θεους, τους οποιους δεν εγνωρισας συ ουτε οι πατερες σου,
cunctarum in circuitu gentium quae iuxta vel procul sunt ab initio usque ad finem terrae
εκ των θεων των εθνων, των περιξ υμων, των πλησιον σου η των μακραν απο σου, απ ακρου της γης εως ακρου της γης,
non adquiescas ei nec audias neque parcat ei oculus tuus ut miserearis et occultes eum
δεν θελεις συγκατανευσει εις αυτον, ουδε θελεις δωσει ακροασιν εις αυτον, ουδε θελει φεισθη αυτον ο οφθαλμος σου, ουδε θελεις σπλαγχνισθη ουδε θελεις κρυψει αυτον
sed statim interficies sit primum manus tua super eum et post te omnis populus mittat manum
αλλα εξαπαντος θελεις θανατωσει αυτον η χειρ σου θελει εισθαι πρωτη επ αυτον δια να θανατωσης αυτον, και η χειρ παντος του λαου επειτα.
lapidibus obrutus necabitur quia voluit te abstrahere a Domino Deo tuo qui eduxit te de terra Aegypti de domo servitutis
Και θελεις λιθοβολησει αυτον με λιθους, ωστε να αποθανη διοτι εζητησε να σε αποπλανηση απο Κυριου του Θεου σου, οστις σε εξηγαγεν εκ γης Αιγυπτου, εξ οικου δουλειας.
ut omnis Israhel audiens timeat et nequaquam ultra faciat quippiam huius rei simile
Και πας ο Ισραηλ ακουσας θελει φοβηθη και δεν θελει καμει πλεον εν μεσω σου τοιουτον κακον.
si audieris in una urbium tuarum quas Dominus Deus tuus dabit tibi ad habitandum dicentes aliquos
Εαν ακουσης εις τινα των πολεων σου, τας οποιας Κυριος ο Θεος σου διδει εις σε, δια να κατοικης εκει, να λεγωσιν,
egressi sunt filii Belial de medio tui et averterunt habitatores urbis tuae atque dixerunt eamus et serviamus diis alienis quos ignoratis
ανθρωποι παρανομοι εξηλθον εκ μεσου σου και επλανησαν τους κατοικους της πολεως αυτων, λεγοντες, Ας υπαγωμεν και ας λατρευσωμεν αλλους θεους, τους οποιους δεν εγνωρισατε,
quaere sollicite et diligenter rei veritate perspecta si inveneris certum esse quod dicitur et abominationem hanc opere perpetratam
τοτε θελεις εξετασει και ερωτησει και ερευνησει επιμελως και εαν ηναι αληθες και βεβαιον το πραγμα, οτι τοιουτον βδελυγμα ενηργηθη εν μεσω σου,
statim percuties habitatores urbis illius in ore gladii et delebis eam omniaque quae in illa sunt usque ad pecora
εξαπαντος θελεις παταξει τους κατοικους της πολεως εκεινης εν στοματι μαχαιρας, εξολοθρευων αυτην και παντας τους εν αυτη, και τα κτηνη αυτης, εν στοματι μαχαιρας.
quicquid etiam supellectilis fuerit congregabis in medium platearum eius et cum ipsa civitate succendes ita ut universa consumas Domino Deo tuo et sit tumulus sempiternus non aedificabitur amplius
Και θελεις συναξει παντα τα λαφυρα αυτης εν μεσω της πλατειας αυτης, και θελεις καυσει εν πυρι την πολιν και παντα τα λαφυρα αυτης ολοκληρως, εις Κυριον τον Θεον σου και θελει εισθαι εις τον αιωνα ερειπια δεν θελει οικοδομηθη πλεον.
et non adherebit de illo anathemate quicquam in manu tua ut avertatur Dominus ab ira furoris sui et misereatur tui multiplicetque te sicut iuravit patribus tuis
Και δεν θελει προσκολληθη εις την χειρα σου ουδεν εκ του αναθεματος δια να επιστρεψη ο Κυριος απο της εξαψεως του θυμου αυτου, και να δειξη προς σε ελεος, και να σε σπλαγχνισθη και να σε πολυπλασιαση, καθως ωμοσε προς τους πατερας σου,
quando audieris vocem Domini Dei tui custodiens omnia praecepta eius quae ego praecipio tibi hodie ut facias quod placitum est in conspectu Domini Dei tui
οταν υπακουσης εις την φωνην Κυριου του Θεου σου, ωστε να φυλαττης πασας τας εντολας αυτου, τας οποιας εγω προσταζω εις σε σημερον, να πραττης το αρεστον ενωπιον Κυριου του Θεου σου.