Μετα δε ταυτα ηρωτησεν ο Δαβιδ τον Κυριον, λεγων, να αναβω εις τινα των πολεων Ιουδα; Ο δε Κυριος ειπε προς αυτον, Αναβα. Και ειπεν ο Δαβιδ, που να αναβω; Ο δε ειπεν, εις Χεβρων.
Sau điều đó, Ða-vít cầu vấn Ðức Giê-hô-va như vầy: Tôi có nên đi lên trong một thành nào của xứ Giu-đa chăng? Ðức Giê-hô-va đáp cùng người rằng: Hãy đi lên. Ða-vít tiếp: Tôi phải lên trong thành nào? Ðức Giê-hô-va đáp: Hếp-rôn.
Και ηλθον οι ανδρες Ιουδα και εχρισαν εκει τον Δαβιδ βασιλεα επι τον οικον Ιουδα. Και απηγγειλαν προς τον Δαβιδ, λεγοντες, Οι ανδρες της Ιαβεις−γαλααδ ησαν οι θαψαντες τον Σαουλ.
Những người Giu-đa đi đến đó, và xức dầu cho Ða-vít làm vua nhà Giu-đa. Người ta đến nói cho Ða-vít rằng: Dân ở Gia-be đã chôn Sau-lơ.
Και απεστειλεν ο Δαβιδ μηνυτας προς τους ανδρας της Ιαβεις−γαλααδ και ειπε προς αυτους, Ευλογημενοι να ησθε παρα του Κυριου, διοτι εκαμετε το ελεος τουτο εις τον κυριον σας, εις τον Σαουλ, και εθαψατε αυτον
Ða-vít bèn sai sứ đến cùng dân sự Gia-be trong Ga-la-át, mà nói rằng: Nguyện Ðức Giê-hô-va ban phước cho các ngươi, vì các ngươi đã có lòng nhơn từ đối cùng Sau-lơ, chúa các ngươi, mà chôn người!
ειθε λοιπον τωρα να καμη ο Κυριος προς εσας ελεος και αληθειαν και εγω προσετι θελω ανταποδωσει εις εσας το καλον τουτο, επειδη εκαμετε τουτο το πραγμα
Nguyện Ðức Giê-hô-va lấy nhơn từ và thành thực mà đối lại cùng các ngươi! Còn ta, cũng sẽ làm điều thiện cho các ngươi, bởi vì các ngươi đã làm như vậy.
και εκαμεν αυτον βασιλεα επι της Γαλααδ, και επι των Ασσουριτων, και επι της Ιεζραελ, και επι του Εφραιμ, και επι του Βενιαμιν, και επι παντος του Ισραηλ.
lập người làm vua Ga-la-át, A-sự-rít, Gít-rê-ên, Ép-ra-im, Bên-gia-min, và cả Y-sơ-ra-ên.
Τεσσαρακοντα ετων ητο Ις−βοσθε ο υιος του Σαουλ, οτε εγεινε βασιλευς επι τον Ισραηλ και εβασιλευσε δυο ετη ο οικος ομως Ιουδα ηκολουθησε τον Δαβιδ.
Khi Ích-bô-sết, con trai của Sau-lơ, khởi cai trị Y-sơ-ra-ên, thì đã được bốn mươi tuổi, và người cai trị hai năm. Chỉ có nhà Giu-đa theo Ða-vít mà thôi.
Και Ιωαβ, ο υιος της Σερουιας, και οι δουλοι του Δαβιδ εξηλθον και συναπηντηθησαν πλησιον του υδροστασιου της Γαβαων και εκαθησαν οι μεν εντευθεν του υδροστασιου, οι δε εκειθεν του υδροστασιου.
Giô-áp, con trai của Xê-ru-gia, và các tôi tớ của Ða-vít, cũng kép ra; hai bên gặp nhau tại lối hồ Ga-ba-ôn, rồi bọn nầy ngồi ở bên nầy hồ, và bọn khác ngồi ở bên kia.
Και επιασαν εκαστος τον πλησιον αυτου απο της κεφαλης, και διεπερασε την μαχαιραν αυτου εις την πλευραν του πλησιον αυτου, και επεσον ομου οθεν ο τοπος εκεινος ωνομασθη Χελκαθ−ασουρειμ, οστις ειναι εν Γαβαων.
Mỗi người bèn nắm đầu kẻ cừu địch mình, đâm gươm vào hông, và thảy đều ngã chết cùng nhau; chỗ đó bèn gọi là đồng Gươm, ở trong Ga-ba-ôn.
Και ειπε προς αυτον ο Αβενηρ, Στρεψον συ εις τα δεξια η εις τα αριστερα, και πιασον τινα εκ των νεων και λαβε εις σεαυτον την πανοπλιαν αυτου πλην δεν ηθελησεν ο Ασαηλ να εκκλινη απο οπισθεν αυτου.
Áp-ne nói cùng người rằng: Hãy đi qua phía hữu hay là phía tả, xông vào một người trong bọn trai trẻ, và lấy khí giới nó đi. Nhưng A-sa-ên không muốn xây khỏi người.
Και παλιν ειπεν ο Αβενηρ προς τον Ασαηλ, Στρεψον απο οπισθεν μου δια τι να σε κτυπησω εως εδαφους; πως θελω σηκωσει τοτε το προσωπον μου προς Ιωαβ τον αδελφον σου;
Áp-ne lại nói cùng A-sa-ên rằng: Hãy xây khỏi ta, cớ sao buộc ta phải đánh giết ngươi nằm sải xuống đất? Ví bằng giết ngươi, ta dễ nào còn dám ngó mặt Giô-áp là anh ngươi?
Αλλα δεν ηθελε να στρεψη οθεν επαταξεν αυτον ο Αβενηρ με το οπισθεν του δορατος αυτου εις την πεμπτην πλευραν, και εξηλθε το δορυ απο των οπισθιων αυτου, και επεσεν εκει και απεθανεν εν τω αυτω τοπω και οσοι ηρχοντο εις τον τοπον, οπου ο Ασαηλ επεσε και απεθανεν, ισταντο.
Bởi người không khứng lánh đi, Áp-ne bèn lấy cán giáo mình đâm người nơi bụng, thấu đến sau lưng. A-sa-ên té xuống và chết tại chỗ; hết thảy người nào đến chỗ A-sa-ên ngã xuống chết, đều dừng lại tại đó.
Ο δε Ιωαβ και ο Αβισαι κατεδιωκον οπισω του Αβενηρ και ο ηλιος εδυεν οτε αυτοι ηλθον εως του βουνου Αμμα, το οποιον ειναι απεναντι Για, κατα την οδον της ερημου Γαβαων.
Giô-áp và A-bi-sai đuổi theo Áp-ne; khi hai người đến gò A-ma đối ngang Ghi-a, về hướng đồng vắng Ga-ba-ôn, thì mặt trời đã lặn.
Τοτε ο Αβενηρ εφωνησε προς τον Ιωαβ και ειπε, Θελει κατατρωγει ακαταπαυστως ομφαια; δεν εξευρεις οτι πικρια θελει εισθαι εις το τελος; εως ποτε λοιπον δεν θελεις προσταξει τον λαον να επιστρεψη απο του να καταδιωκωσι τους αδελφους αυτων;
Áp-ne bèn la lớn cùng Giô-áp rằng: Vậy, lưỡi gươm chưa thôi hủy diệt sao? Ngươi há chẳng biết cuối cùng sẽ là khổ sao? Ngươi không truyền lịnh cho dân sự thôi đuổi theo anh em mình cho đến chừng nào?
Και ωδοιπορησαν ο Αβενηρ και οι ανδρες αυτου δια της πεδιαδος ολην την νυκτα εκεινην, και διεβησαν τον Ιορδανην και επερασαν δι ολης της Βιθρων και ηλθον εις Μαχαναιμ.
Áp-ne và các kẻ theo người trọn đêm đó đi ngang qua đồng bằng, sang sông Giô-đanh, trải khắp Bít-rôn, rồi đến Ma-ha-na-im.
Και εσηκωσαν τον Ασαηλ και εθαψαν αυτον εν τω ταφω του πατρος αυτου, τω εν Βηθλεεμ. Ο δε Ιωαβ και οι ανδρες αυτου ωδοιπορησαν ολην την νυκτα και εφθασαν εις Χεβρων περι τα χαραγματα.
Chúng đem A-sa-ên, chôn trong mộ của cha người tại Bết-lê-hem. Ðoạn, Giô-áp và các thủ hạ người đi trọn đêm, rạng đông đến Hếp-rôn.