Isaiah 65

Εζητηθην παρα των μη ερωτωντων περι εμου ευρεθην παρα των ζητουντων με ειπα, Ιδου, εγω, ιδου, εγω, προς εθνος μη καλουμενον με το ονομα μου.
 Jag har låtit mig bliva uppenbar för dem som icke frågade efter mig,  jag har låtit mig finnas av dem som icke sökte mig;  till ett folk som icke var uppkallat efter mitt namn  har jag sagt: Se, här är jag, här är jag.
Εξηπλωσα τας χειρας μου ολην την ημεραν προς λαον απειθη, περιπατουντα εν οδω ουχι καλη, οπισω των διαβουλιων αυτων,
 Hela dagen har jag uträckt mina händer  till ett gensträvigt folk  som vandrar på den väg som icke är god,  i det att de följa sina egna tankar --
λαον παροξυνοντα με παντοτε κατα προσωπον μου, θυσιαζοντα εν κηποις και θυμιαζοντα επι πλινθων,
 ett folk, som beständigt förtörnar mig  utan att hava någon försyn,  som frambär offer i lustgårdar  och tänder offereld på tegelaltaren,
μενοντα εν τοις μνημασι και διανυκτερευοντα εν αποκρυφοις, τρωγοντα χοιρειον κρεας και εν τοις αγγειοις αυτου εχοντα ζωμον ακαθαρτων πραγματων,
 som har sitt tillhåll bland gravar  och tillbringar natten i undangömda nästen,  som äter svinens kött  och har vederstygglig spis i sina kärl,
λεγοντα, Μακραν απ εμου, μη με εγγισης, διοτι ειμαι αγιωτερος σου. Ουτοι ειναι καπνος εις τους μυκτηρας μου, πυρ καιομενον ολην την ημεραν.
 som säger: »Bort med dig,  kom icke vid mig, ty jag är helig för dig.»  De äro såsom rök i min näsa,  en eld, som brinner beständigt.
Ιδου, γεγραμμενον ειναι ενωπιον μου, δεν θελω σιωπησει αλλα θελω ανταποδωσει, ναι, θελω ανταποδωσει εις τους κολπους αυτων
 Se, detta står upptecknat inför mina ögon;  jag skall icke tiga, förrän jag har givit vedergällning,  ja, vedergällning i deras sköte,
τας ανομιας σας και τας ανομιας των πατερων σας ομου, λεγει Κυριος, οιτινες εθυμιασαν επι των ορεων και με εβλασφημησαν επι των λοφων δια τουτο θελω αντιπληρωσει εις τους κολπους αυτων τα απ αρχης εργα αυτων.
 både för deras egna missgärningar  och för deras fäders, säger HERREN,  vedergällning för att de tände offereld på bergen  och för att de smädade mig på höjderna;  ja, först skall jag mäta upp lönen  åt dem i deras sköte.
Ουτω λεγει Κυριος Καθως οταν ευρισκηται γλευκος εν τη σταφυλη, λεγουσι, Μη φθειρης αυτο, διοτι ειναι ευλογια εν αυτω ουτω θελω καμει ενεκεν των δουλων μου, δια να μη εξολοθρευσω παντας.
 Så säger HERREN:  Likasom man säger om en druvklase,  när däri finnes saft:  »Fördärva den icke, ty välsignelse är däri»,  så skall ock jag göra för mina tjänares skull:  jag skall icke fördärva alltsammans.
Και θελω εξαξει σπερμα εξ Ιακωβ και κληρονομον των ορεων μου εξ Ιουδα και οι εκλεκτοι μου θελουσι κληρονομησει αυτα και οι δουλοι μου θελουσι κατοικησει εκει.
 Jag skall låta en avkomma utgå från Jakob,  från Juda en arvinge till mina berg;  ty mina utkorade skola besitta landet,  och mina tjänare skola bo däri.
Και ο Σαρων θελει εισθαι μανδρα των ποιμνιων και η κοιλας του Αχωρ τοπος εις αναπαυσιν των βουκολιων, δια τον λαον μου τον εκζητουντα με.
 Saron skall bliva en betesmark för får  och Akors dal en lägerplats för fäkreatur,  och de skola givas åt mitt folk, när det söker mig.
Εσας ομως, τους εγκαταλειποντας τον Κυριον, τους λησμονουντας το αγιον μου ορος, τους ετοιμαζοντας τραπεζαν εις τον Γαδην και τους καμνοντας σπονδην εις τον Μενι,
 Men I som övergiven HERREN  och förgäten mitt heliga berg,  I som duken bord åt Gad  och iskänken vindryck åt Meni,
θελω σας αριθμησει δια την μαχαιραν και παντες θελετε κυψει εις την σφαγην διοτι εκαλουν και δεν απεκρινεσθε ελαλουν και δεν ηκουετε αλλ επραττετε το κακον ενωπιον μου και εξελεγετε το μη αρεστον εις εμε.
 eder har jag bestämt åt svärdet,  och I skolen alla få böja eder ned till att slaktas,  därför att I icke svaraden, när jag kallade,  och icke hörden, när jag talade,  utan gjorden, vad ont var i mina ögon,  och utvalden det som var mig misshagligt.
Οθεν ουτω λεγει Κυριος ο Θεος Ιδου, οι δουλοι μου θελουσι φαγει, σεις δε θελετε πεινασει ιδου, οι δουλοι μου θελουσι πιει, σεις δε θελετε διψησει ιδου, οι δουλοι μου θελουσιν ευφρανθη, σεις δε θελετε αισχυνθη
 Därför säger Herren, HERREN så:  Se, mina tjänare skola äta,      men I skolen hungra;  se, mina tjänare skola dricka,      men I skolen törsta;  se, mina tjänare skola glädjas,      men I skolen få blygas.
ιδου, οι δουλοι μου θελουσιν αλαλαζει εν ευθυμια, σεις δε θελετε βοα εν πονω καρδιας και ολολυζει υπο καταθλιψεως πνευματος.
 Ja, mina tjänare skola jubla      i sitt hjärtas fröjd,  men I skolen ropa      i edert hjärtas plåga  och jämra eder i förtvivlan.
Και θελετε αφησει το ονομα σας εις τους εκλεκτους μου δια καταραν διοτι Κυριος ο Θεος θελει σε θανατωσει και με αλλο ονομα θελει ονομασει τους δουλους αυτου,
 Och I skolen lämna edert namn      till ett förbannelsens ord,  så att mina utkorade skola säga:      »Sådan död give dig Herren, HERREN.»  Men åt sina tjänare skall han giva ett annat namn:
δια να μακαριζη εαυτον εις τον Θεον της αληθειας ο μακαριζων εαυτον επι της γης και να ομνυη εις τον Θεον της αληθειας ο ομνυων επι της γης διοτι αι προτεραι θλιψεις ελησμονηθησαν και διοτι εκρυφθησαν απο των οφθαλμων μου.
 den som då välsignar sig i landet skall välsigna sig      i »den sannfärdige Guden»,  och den som svär i landet, han skall svärja      vid »den sannfärdige Guden».  Ty de förra bedrövelserna äro då förgätna      och dolda för mina ögon.
Επειδη ιδου, νεους ουρανους κτιζω και νεαν γην και δεν θελει εισθαι μνημη των προτερων ουδε θελουσιν ελθει εις τον νουν.
 Ty se, jag vill skapa nya himlar      och en ny jord;  och man skall ej mer komma ihåg det förgångna      eller tänka därpå.
Αλλ ευφραινεσθε και χαιρετε παντοτε εις εκεινο το οποιον κτιζω διοτι, ιδου, κτιζω την Ιερουσαλημ αγαλλιαμα και τον λαον αυτης ευφροσυνην.
 Nej, I skolen fröjdas och jubla till evig tid      över det som jag skapar;  ty se, jag vill skapa Jerusalem till jubel      och dess folk till fröjd.
Και θελω αγαλλεσθαι εις την Ιερουσαλημ και ευφραινεσθαι εις τον λαον μου και δεν θελει ακουσθη πλεον εν αυτη φωνη κλαυθμου και φωνη κραυγης.
 Och jag skall jubla över Jerusalem      och fröjda mig över mitt folk,  och där skall icke mer höras gråt      eller klagorop.
Δεν θελει εισθαι πλεον εκει βρεφος ολιγοημερον και γερων οστις δεν επληρωσε τας ημερας αυτου διοτι το παιδιον θελει αποθνησκει εκατον ετων, ο δε εκατον ετων αμαρτωλος θελει εισθαι επικαταρατος.
 Där skola icke mer finnas barn som leva      allenast några dagar,  ej heller gamla män, som icke fylla      sina dagars mått;  nej, den som dör ung skall dö      först vid hundra års ålder,  och först vid hundra års ålder skall syndaren      drabbas av förbannelsen.
Και θελουσιν οικοδομησει οικιας και κατοικησει, και θελουσι φυτευσει αμπελωνας και φαγει τον καρπον αυτων.
 När de bygga hus,      skola de ock få bo i dem;  när de plantera vingårdar,      skola de ock få äta deras frukt.
δεν θελουσι κτισει αυτοι και αλλος να κατοικηση δεν θελουσι φυτευσει αυτοι και αλλος να φαγη διοτι αι ημεραι του λαου μου ειναι ως αι ημεραι του δενδρου και οι εκλεκτοι μου θελουσι παλαιωσει το εργον των χειρων αυτων.
 När de bygga hus,      skall det ej bliva andra, som få bo i dem;  när de plantera något,      skall det ej bliva andra, som få äta därav.  Ty samma ålder, som ett träd uppnår,      skall man uppnå i mitt folk,  och mina utkorade skola själva njuta      av sina händers verk.
Δεν θελουσι κοπιαζει εις ματην ουδε θελουσι τεκνοποιει δια καταστροφην διοτι ειναι σπερμα των ευλογημενων του Κυριου και οι εκγονοι αυτων μετ αυτων.
 De skola icke möda sig förgäves,      och barnen, som de föda, drabbas ej av plötslig död;  ty de äro ett släkte      av HERRENS välsignade,  och deras avkomlingar få leva kvar bland dem.
Και πριν αυτοι κραξωσιν, εγω θελω αποκρινεσθαι και ενω αυτοι λαλουσιν, εγω θελω ακουει.
 Och det skall ske, att förrän de ropa,      skall jag svara,  och medan de ännu tala,      skall jag höra.
Ο λυκος και το αρνιον θελουσι βοσκεσθαι ομου, και ο λεων θελει τρωγει αχυρον ως ο βους αρτος δε του οφεως θελει εισθαι το χωμα εν ολω τω αγιω μου ορει δεν θελουσι καμνει ζημιαν ουδε φθοραν, λεγει Κυριος.
 Då skola vargar gå i bet      tillsammans med lamm,  och lejon skola äta halm      likasom oxar,  och stoft skall vara ormens föda.  Ingenstädes på mitt heliga berg skall man då göra,      vad ont och fördärvligt är,      säger HERREN.