Judges 3

Dessa voro de folk som HERREN lät bliva kvar, för att genom dem sätta Israel på prov, alla de israeliter nämligen, som icke hade varit med om alla krigen i Kanaan5 Mos. 7,22.
Και ταυτα ειναι τα εθνη, τα οποια αφηκεν ο Κυριος, δια να δοκιμαση τον Ισραηλ δι αυτων, παντας τους μη γνωρισαντας παντας τους πολεμους της Χανααν
-- allenast på det att dessa Israels barns efterkommande skulle få vara med om sådana, för att han så skulle lära dem att föra krig, dock allenast dem som förut icke hade varit med om sådana --:
τουλαχιστον δια να μαθωσιν αι γενεαι των υιων Ισραηλ να γυμνασθωσι τον πολεμον, τουλαχιστον οσοι προτερον δεν ειχον γνωρισει αυτους
filistéernas fem hövdingar och alla kananéer och sidonier, samt de hivéer som bodde i Libanons bergsbygd, från berget Baal-Hermon ända dit där vägen går till Hamat.Jos. 13,2 f.
αι πεντε σατραπειαι των Φιλισταιων και παντες οι Χαναναιοι και οι Σιδωνιοι και οι Ευαιοι οι κατοικουντες εν τω ορει του Λιβανου, απο του ορους Βααλ−ερμων εως της εισοδου Αιμαθ.
Med dessa ville HERREN sätta Israel på prov, för att förnimma om de ville hörsamma de bud som han hade givit deras fäder.5 Mos 8,2 Dom 2,22.
Και ταυτα ησαν δια να δοκιμαση τον Ισραηλ δι αυτων δια να γνωριση εαν υπηκουον εις τας εντολας του Κυριου, τας οποιας προσεταξεν εις τους πατερας αυτων δια του Μωυσεως.
Då nu Israels barn bodde: ibland kananéerna, hetiterna, amoréerna, perisséerna, hivéerna och jebuséerna,
Και κατωκησαν οι υιοι Ισραηλ μεταξυ των Χαναναιων, των Χετταιων και των Αμορραιων και των Φερεζαιων και των Ευαιων και των Ιεβουσαιων.
togo de deras döttrar till hustrur åt sig och gåvo sina döttrar åt deras söner och tjänade deras gudar.2 Mos. 23,32 f. 34,16. 5 Mos. 7,3 f.
Και ελαβον εις εαυτους τας θυγατερας αυτων εις γυναικας, και τας εαυτων θυγατερας εδωκαν εις τους υιους αυτων, και ελατρευσαν τους θεους αυτων.
Så gjorde Israels barn vad ont var i HERRENS ögon och glömde HERREN, sin Gud, och tjänade Baalerna och Aserorna.
Και επραξαν οι υιοι Ισραηλ πονηρα ενωπιον του Κυριου και ελησμονησαν Κυριον τον Θεον αυτων και ελατρευσαν τους Βααλειμ και τα αλση.
Då upptändes HERRENS vrede mot Israel, och han sålde dem i Kusan-Risataims hand, konungens i Aram-Naharaim; och Israels barn måste tjäna Kusan-Risataim i åtta år.
Δια τουτο εξηφθη ο θυμος του Κυριου κατα του Ισραηλ, και επωλησεν αυτους εις την χειρα του Χουσαν−ρισαθαιμ βασιλεως της Μεσοποταμιας και εδουλευσαν οι υιοι Ισραηλ εις τον Χουσαν−ρισαθαιμ οκτω ετη.
Men Israels barn ropade till HERREN, och HERREN lät då bland Israels barn en frälsare uppstå, som frälste dem, nämligen Otniel, son till Kenas, Kalebs yngre broder.
Και οτε εβοησαν οι υιοι Ισραηλ προς τον Κυριον, ο Κυριος ανεστησε σωτηρα εις τους υιους Ισραηλ και εσωσεν αυτους, τον Γοθονιηλ υιον του Κενεζ, τον νεωτερον αδελφον του Χαλεβ.
HERRENS Ande kom över honom, och han blev domare i Israel, och när han drog ut till strid, gav HERREN Kusan-Risataim, konungen i Aram, i hans hand, så att hans hand blev Kusan-Risataim övermäktig.
Και ητο επ αυτον το Πνευμα του Κυριου, και εκρινε τον Ισραηλ και εξηλθεν εις μαχην, και παρεδωκεν ο Κυριος εις την χειρα αυτου τον Χουσαν−ρισαθαιμ βασιλεα της Μεσοποταμιας και η χειρ αυτου υπερισχυσεν εναντιον του Χουσαν−ρισαθαιμ.
Och landet hade nu ro i fyrtio år; så dog Otniel, Kenas' son.Dom 8,28.
Και ανεπαυθη η γη τεσσαρακοντα ετη και ετελευτησε Γοθονιηλ ο υιος του Κενεζ.
Men Israels barn gjorde åter vad ont var i HERRENS ögon, då gav HERREN Eglon, konungen i Moab, makt över Israel, eftersom de gjorde vad ont var i HERRENS ögon.
Και ηρχισαν οι υιοι Ισραηλ παλιν να πραττωσι πονηρα ενωπιον του Κυριου και ενισχυσεν ο Κυριος τον Εγλων βασιλεα του Μωαβ κατα του Ισραηλ, διοτι επραξαν πονηρα ενωπιον του Κυριου.
Denne förenade med sig Ammons barn och Amalek; sedan tågade han åstad och slog Israel, varefter de intogo Palmstaden.
Και συνηθροισεν εις σεαυτον τους υιους Αμμων και Αμαληκ, ο και υπηγε και επαταξε τον Ισραηλ και εκυριευσαν την πολιν των φοινικων.
Och Israels barn måste nu tjäna: Eglon, konungen i Moab, i aderton år.
Και εδουλευσαν οι υιοι Ισραηλ εις τον Εγλων βασιλεα του Μωαβ δεκαοκτω ετη.
Men Israels barn ropade till HERREN, och HERREN lät då bland dem en frälsare uppstå, benjaminiten Ehud, Geras son, en vänsterhänt man. När Israels barn genom honom skulle sända sina skänker till Eglon, konungen i Moab,
Και εβοησαν προς τον Κυριον οι υιοι Ισραηλ και ανεστησεν ο Κυριος εις αυτους σωτηρα, τον Αωδ υιον του Γηρα, του Βενιαμιτου, ανδρα αριστεροχειρα. Και απεστειλαν οι υιοι Ισραηλ δια χειρος αυτου δωρα προς τον Εγλων βασιλεα του Μωαβ.
gjorde sig Ehud ett tveeggat svärd, en fot långt; och han band detta under sina kläder vid sin högra länd.
Και κατεσκευασεν εις εαυτον ο Αωδ μαχαιραν διστομον, μακραν μιαν πηχην και περιεζωσθη αυτην υπο τον μανδυαν αυτου επι τον μηρον αυτου τον δεξιον.
Så överlämnade han skänkerna till Eglon, konungen i Moab. Men Eglon var en mycket fet man.
Και προσεφερε τα δωρα προς τον ο Εγλων βασιλεα του Μωαβ ο δε Εγλων ητο ανθρωπος παχυς σφοδρα.
När han nu hade överlämnat skänkerna, lät han folket som hade burit dem gå sin väg.
Και αφου ετελειωσε προσφερων τα δωρα και απεπεμψε τους ανθρωπους τους βασταζοντας τα δωρα,
Men själv vände han tillbaka från Belätesplatsen vid Gilgal och lät säga: »Jag har ett hemligt ärende till dig, o konung.» När denne då sade: »Lämnen oss i ro», gingo alla de som stodo omkring honom ut därifrån.
τοτε ο αυτος υπεστρεψεν απο των γλυπτων των προς τα Γαλγαλα και ειπε, Λογον κρυφον εχω προς σε, βασιλευ. Ο δε ειπε, Σιωπα. Και εξηλθον απ αυτου παντες οι παρισταμενοι πλησιον αυτου.
Men sedan Ehud hade kommit in till honom, där han satt i sommarsalen, som han hade för sig allena, sade Ehud: »Jag har ett ord från Gud att säga dig.» Då stod han upp från sin stol.
Και εισηλθε προς αυτον ο Αωδ εκεινος δε εκαθητο εν τω υπερωω αυτου τω θερινω μονωτατος. Και ειπεν ο Αωδ, Εχω λογον παρα Θεου προς σε. Τοτε εσηκωθη απο του θρονου.
Men Ehud räckte ut sin vänstra hand och tog svärdet från sin högra länd och stötte det i hans buk,
Και απλωσας ο Αωδ την χειρα αυτου την αριστεραν, ελαβε την μαχαιραν απο του μηρου αυτου του δεξιου και ενεπηξεν αυτην εις την κοιλιαν αυτου,
så att ock fästet följde med in efter klingan, och klingan omslöts av fettet, ty han drog icke ut svärdet ur hans buk. Därefter gick Ehud ut i försalen;
ωστε και η λαβη ετι εισηλθε κατοπιν του σιδηρου και το παχος συνεκλεισεν επι τον σιδηρον, ωστε δεν ηδυνατο να συρη την μαχαιραν απο της κοιλιας αυτου και εξηλθε κοπρος.
och när han hade kommit ditut, i förhallen, stängde han igen dörrarna till salen efter sig och riglade dem.
Τοτε εξηλθεν ο Αωδ δια της στοας και εκλεισεν οπισω αυτου τας θυρας του υπερωου, και εκλειδωσε.
Sedan, då han hade gått sin väg, kommo Eglons tjänare, och när de fingo se att dörrarna till salen voro riglade, tänkte de: »Förvisso har han något avsides bestyr i sin sommarkammare.»1 Sam. 24,4.
Και αφου εκεινος εξηλθεν, ηλθον οι δουλοι του Εγλων και οτε ειδον οτι, ιδου, αι θυραι του υπερωου ησαν κλειδωμεναι, ειπον, Βεβαιως τους ποδας αυτου σκεπαζει εν τω δωματιω τω θερινω.
Men sedan de hade väntat länge och väl, och han ändå icke öppnade dörrarna till salen, togo de nyckeln och öppnade själva, och se, då låg deras herre död där på golvet.
Και περιεμειναν εωσου εντραπησαν και ιδου, δεν ηνοιγε τας θυρας του υπερωου οθεν ελαβον το κλειδιον και ηνοιξαν και ιδου, ο κυριος αυτων εκειτο κατα γης νεκρος.
Men Ehud hade flytt undan, medan de dröjde; han hade redan hunnit förbi Belätesplatsen och flydde sedan undan till Seira.
Ο δε Αωδ εξεφυγεν, εν οσω εκεινοι εβραδυνον και επερασε τα γλυπτα και διεσωθη εις Σεειρωθα.
Och så snart han hade kommit hem, lät han stöta i basun Efraims bergsbygd; då drogo Israels barn ned från bergsbygden med honom i spetsen för sig.
Και οτε ηλθεν, εσαλπισε δια της σαλπιγγος εν τω ορει Εφραιμ, και κατεβησαν μετ αυτου οι υιοι Ισραηλ απο του ορους και αυτος εμπροσθεν αυτων.
Och han sade till dem: »Följen efter mig, ty HERREN har givit edra fiender, moabiterna, i eder hand.» Då drogo de efter honom längre ned och besatte vadställena över Jordan för moabiterna och läto ingen komma över.
Και ειπε προς αυτους, Ακολουθειτε μοι διοτι ο Κυριος παρεδωκε τους εχθρους σας τους Μωαβιτας εις την χειρα σας. Και κατεβησαν οπισω αυτου και κατελαβον τας διαβασεις του Ιορδανου προς τον Μωαβ και δεν αφηκαν ανθρωπον να περαση.
Där slogo de då moabiterna, vid pass tio tusen man, allasammans ansenligt och tappert folk; icke en enda kom undan.
Και επαταξαν τους Μωαβιτας κατα τον καιρον εκεινον, περιπου δεκα χιλιαδας ανδρων, παντας ανδρειους και παντας δυνατους εν ισχυι και δεν διεσωθη ουδεις.
Så blev Moab då kuvat under Israels hand. Och landet hade nu ro i åttio år.
Ουτως εταπεινωθη ο Μωαβ εν τη ημερα εκεινη υπο την χειρα του Ισραηλ. Και η γη ανεπαυθη ογδοηκοντα ετη.
Efter honom kom Samgar, Anats son; han slog filistéerna, sex hundra man, med en oxpik. Också han frälste Israel.
Μετα δε τουτον εσταθη ο Σαμεγαρ ο υιος του Αναθ, οστις επαταξε τους Φιλισταιους εξακοσιους ανδρας δι ενος βουκεντρου και εσωσε και αυτος τον Ισραηλ.