Jeremiah 15

Men HERREN sade till mig; Om än Mose och Samuel trädde inför mig, så skulle min själ dock icke vända sig till detta folk. Driv dem bort ifrån mitt ansikte och låt dem gå.2 Mos. 32,11 f. 4 Mos 14,13 f. 1 Sam. 7,9 f. Ps. 99,6.Hes. 14,14, 16.
Και ειπε Κυριος προς εμε, Και αν ο Μωυσης και ο Σαμουηλ ισταντο ενωπιον μου, η ψυχη μου δεν ηθελεν εισθαι υπερ του λαου τουτου αποδιωξον αυτους απ εμπροσθεν μου και ας εξελθωσι.
Och om de fråga dig: »Vart skola vi gå?», så skall du svara dem: Så säger HERREN: I pestens våld den som hör pesten till, i svärdets våld den som hör svärdet till, i hungerns våld den som hör hungern till, i fångenskapens våld den som hör fångenskapen till.Jer. 43,11. Sak. 11,9.
Και εαν ειπωσι προς σε, Που θελομεν εξελθει; τοτε θελεις ειπει προς αυτους, Ουτω λεγει Κυριος Οσοι ειναι δια τον θανατον, εις θανατον και οσοι δια την μαχαιραν, εις μαχαιραν και οσοι δια την πειναν, εις πειναν και οσοι δια την αιχμαλωσιαν, εις αιχμαλωσιαν.
Fyra slags hemsökelser skall jag låta komma över dem, säger HERREN: svärdet, som skall dräpa dem, hundarna, som skola släpa bort dem, himmelens fåglar och vilddjuren på marken, som skola äta upp och fördärva dem.3 Mos. 26,16. 5 Mos. 28,26.
Και θελω επιφερει επ αυτους τεσσαρα ειδη, λεγει Κυριος την μαχαιραν δια σφαγην, και τους κυνας δια σπαραγμον, και τα πετεινα του ουρανου, και τα θηρια της γης, δια να καταφαγωσι και να αφανισωσι.
Och jag skall göra dem till en varnagel för alla riken på jorden, till straff för det som Manasse, Hiskias son, Juda konung, har gjort i Jerusalem.5 Mos. 28,25. 2 Kon. 21,11. 23,26. 24,3. 2 Krön. 29,8. 33,19.Jer. 24,9.
Και θελω παραδωσει αυτους εις διασποραν εν πασι τοις βασιλειοις της γης εξ αιτιας του Μανασση, υιου Εζεκιου βασιλεως του Ιουδα, δι οσα επραξεν εν Ιερουσαλημ.
 Ty vem kan hava misskund med dig, Jerusalem,      och vem kan ömka dig,  och vem kan vilja komma för att fråga      om det står väl till med dig?
Διοτι τις θελει σε οικτειρει, Ιερουσαλημ; η τις θελει σε συλλυπηθη; η τις θελει στραφη δια να ερωτηση, Πως εχεις;
 Du själv försköt mig, säger HERREN;      du gick din väg bort.  Därför uträckte jag mot dig min hand och fördärvade dig;      jag hade tröttnat att förbarma mig.
Συ με εγκατελιπες, λεγει Κυριος, υπηγες εις τα οπισω δια τουτο θελω εκτεινει την χειρα μου επι σε και θελω σε αφανισει απεκαμον ελεων.
 Ja, jag kastade dem med kastskovel      vid landets portar,  jag gjorde föräldrarna barnlösa, jag förgjorde mitt folk,      då de ej ville vända om från sina vägar.
Και θελω εκλικμησει αυτους με το λικμητηριον εν ταις πυλαις της γης θελω ατεκνωσει αυτους, θελω αφανισει τον λαον μου, διοτι δεν επιστρεφουσιν απο των οδων αυτων.
 Deras änkor blevo genom mig      talrikare än sanden i havet;  över mödrarna till deras unga      lät jag förhärjare komma      mitt på ljusa dagen;  plötsligt lät jag ångest och förskräckelse      falla över dem.
Αι χηραι αυτων επληθυνθησαν ενωπιον μου υπερ την αμμον της θαλασσης εφερα επ αυτους, επι τας μητερας των νεων, λεηλατην εν μεσημβρια επεφερα επ αυτας εξαιφνης ταραχας και τρομους.
 Om en moder än hade sju söner,      måste hon dock giva upp andan i sorg;  hennes sol gick ned, medan det ännu var dag,      hon måste bliva till skam och blygd.  Och vad som är kvar av dem skall      jag giva till pris  åt deras fienders svärd, säger HERREN
Εκεινη, ητις εγεννησεν επτα, απεκαμε, παρεδωκε το πνευμα ο ηλιος αυτης εδυσεν, ενω, ητο ετι ημερα κατησχυνθη και εταραχθη το δε υπολοιπον αυτων θελω παραδωσει εις την μαχαιραν εμπροσθεν των εχθρων αυτων, λεγει Κυριος.
 »Ve mig, min moder, att du har fött mig,  mig som är till kiv och träta för hela landet!  Jag har icke drivit ocker,  ej heller har någon behövt ockra på mig;  likväl förbanna de mig alla.»Job 3,1 f. 10,18. Jer. 20,1 f., 14. 26,7 f. 38,6.
Ουαι εις εμε, μητερ μου, διοτι εγεννησας εμε ανδρα εριδος και ανδρα φιλονεικιας μεθ ολης της γης. Ουτε ετοκισα ουτε με ετοκισαν και ομως πας τις εξ αυτων με καταραται.
Men HERREN svarade: »Sannerligen, jag skall styrka dig och låta det gå dig väl. Sannerligen, jag skall så göra, att dina fiender komma och bönfalla inför dig i olyckans och nödens tid.Jer. 21,1 f. 37,3. 42,1 f.
Ο Κυριος λεγει, Βεβαιως το υπολοιπον σου θελει εισθαι καλον βεβαιως θελω μεσιτευσει υπερ σου προς τον εχθρον εν καιρω συμφορας και εν καιρω θλιψεως.
Kan man bryta sönder järn, järn från norden, eller koppar?» --
Ο σιδηρος θελει συντριψει τον σιδηρον του βορρα και τον χαλκον;
Ditt gods och dina skatter skall jag lämna till plundring, och det utan betalning, till straff för allt vad du har syndat i hela ditt land.Ps. 44,13. Jes. 52,3. Jer. 17,3 f.
Τα υπαρχοντα σου και τους θησαυρους σου θελω παραδωσει εις λεηλασιαν ανευ ανταλλαγματος, και τουτο δια πασας τας αμαρτιας σου και κατα παντα τα ορια σου.
Och jag skall låta dina fiender föra dig in i ett land som du icke känner. Ty min vredes eld är upptänd; mot eder skall det brinna.5 Mos. 32,22 f.
Και θελω σε περασει μετα των εχθρων σου εις τοπον τον οποιον δεν γνωριζεις διοτι πυρ εξηφθη εν τω θυμω μου, το οποιον θελει εκκαυθη καθ υμων.
 HERRE, du vet det.  Tänk på mig och låt dig vårda om mig,  och skaffa mig hämnd på mina förföljare;  tag mig icke bort, du som är långmodig.  Betänk huru jag bär smälek för din skull
Συ, Κυριε, γνωριζεις ενθυμηθητι με και επισκεψαι με και εκδικησον με απο των καταδιωκοντων με μη με αρπασης εν τη μακροθυμια σου γνωρισον οτι δια σε υπεφερα ονειδισμον.
 När jag fick dina ord, blevo de min spis,  ja, dina ord blevo för mig  mitt hjärtas fröjd och glädje;  ty jag är uppkallad efter ditt namn,  HERRE, härskarornas Gud.
Καθως ευρεθησαν οι λογοι σου, κατεφαγον αυτους και ο λογος σου ητο εν εμοι χαρα και αγαλλιασις της καρδιας μου διοτι το ονομα σου εκληθη επ εμε, Κυριε Θεε των δυναμεων.
 Jag har icke suttit i gycklares samkväm      och förlustat mig där;  för din hands skull har jag måst sitta ensam,      ty du har uppfyllt mig med förgrymmelse.Jes. 8,11. Jer. 6,11. Hes. 3,14.
Δεν εκαθησα εν συνεδριω χλευαστων και συνευφρανθην εκαθησα μονος εξ αιτιας της χειρος σου διοτι συ με ενεπλησας αδημονιας.
 Varför skall jag då plågas så oavlåtligt,      och varför är mitt sår så ohelbart?      Det vill ju icke läkas.  Ja, du bliver för mig såsom en försinande bäck,      så som ett vatten som ingen kan lita på.
Δια τι ο πονος μου ειναι παντοτεινος και η πληγη μου ανιατος, μη θελουσα να ιατρευθη; θελεις εισθαι διολου εις εμε ως ψευστης και ως υδατα απατηλα;
 Därför säger HERREN så:  Om du vänder åter, så vill jag låta dig komma åter      och bliva min tjänare.  Och om du frambär ädel metall utan slagg,      så skall du få tjäna mig såsom mun.  Dessa skola då vända åter till dig,      men du skall icke vända åter till dem.
Δια τουτο ουτω λεγει Κυριος Εαν επιστρεψης, τοτε θελω σε αποκαταστησει παλιν, και θελεις ιστασθαι ενωπιον μου και εαν αποχωρισης το τιμιον απο του αχρειου, θελεις εισθαι ως το στομα μου αυτοι ας επιστρεψωσι προς σε, αλλα συ με επιστρεψης προς αυτους.
 Och jag skall göra dig inför detta folk  till en fast kopparmur,  så att de icke skola bliva dig övermäktiga,  om de vilja strida mot dig;  ty jag är med dig och vill frälsa dig  och vill hjälpa dig, säger HERREN.Jer. 1,18. 6,27. 20,11.
Και θελω σε καμει προς τουτον τον λαον οχυρον χαλκουν τειχος και θελουσι σε πολεμησει, αλλα δεν θελουσιν υπερισχυσει εναντιον σου, διοτι εγω ειμαι μετα σου δια να σε σωζω και να σε ελευθερονω, λεγει Κυριος.
 Jag skall hjälpa dig ut ur de ondas våld  och skall förlossa dig ur våldsverkarnas hand.
Και θελω σε ελευθερωσει εκ της χειρος των πονηρων και θελω σε λυτρωσει εκ της χειρος των καταδυναστευοντων.