فَلَمَّا رَأَى عِيسُو أَنَّ إِسْحَاقَ بَارَكَ يَعْقُوبَ وَأَرْسَلَهُ إِلَى فَدَّانَِ أَرَامَ لِيَأْخُذَ لِنَفْسِهِ مِنْ هُنَاكَ زَوْجَةً، إِذْ بَارَكَهُ وَأَوْصَاهُ قَائِلاً: «لاَ تَأْخُذْ زَوْجَةً مِنْ بَنَاتِ كَنْعَانَ».
Ιδων δε ο Ησαυ οτι ευλογησεν ο Ισαακ τον Ιακωβ και εξαπεστειλεν αυτον εις Παδαν−αραμ, δια να λαβη εις εαυτον γυναικα εκειθεν, και οτι, ενω ευλογει αυτον, παρηγγειλεν εις αυτον, λεγων, δεν θελεις λαβει γυναικα εκ των θυγατερων Χανααν