Lamentations 4

Πως ημαυρωθη το χρυσιον, ηλλοιωθη το χρυσιον το καθαρωτατον, οι λιθοι του αγιαστηριου διεσπαρησαν εις τα ακρα πασων των οδων.
 Huru har icke guldet berövats sin glans,      den ädla metallen förvandlats!  Heliga stenar ligga kringkastade  i alla gators hörn.
Οι ενδοξοι υιοι της Σιων, οι εκτιμωμενοι ως το καθαρον χρυσιον, πως ελογισθησαν ως αγγεια πηλινα, εργον χειρος κεραμεως.
 Sions ädlaste söner      som aktades lika med fint guld,  huru räknas de icke nu såsom lerkärl,      krukmakarhänders verk!Jer. 19,11.
Ετι και τα κητη προσφερουσι μαστους και θηλαζουσι τα τεκνα αυτων η δε θυγατηρ του λαου μου εσκληρυνθη ως αι στρουθοκαμηλοι εν ερημω.
 Själva schakalerna räcka spenarna åt sina ungar      för att giva dem di;  men dottern mitt folk har blivit grym,      lik strutsen i öknen.Job 39,16 f.
Η γλωσσα του θηλαζοντος εκολληθη εις τον ουρανισκον αυτου υπο της διψης τα παιδια εζητησαν αρτον και δεν υπαρχει ο κοπτων εις αυτα.
 Spenabarnets tunga      låder av törst vid dess gom;  le späda barnen bedja om bröd,      men ingen bryter sådant åt dem.Ps. 137,6. Klag. 2,11 f.
Οι τρωγοντες φαγητα τρυφερα κοιτονται εν ταις οδοις ηφανισμενοι οι ανατεθραμμενοι εν πορφυρα ενηγκαλισθησαν την κοπριαν.
 De som förr åto läckerheter      försmäkta nu på gatorna;  de som uppföddes i scharlakan      måste nu ligga i dyn.
Και η ποινη της ανομιας της θυγατρος του λαου μου εγεινε μεγαλητερα παρα την ποινην της αμαρτιας των Σοδομων, τα οποια κατεστραφησαν ως εν ιπη, και δεν ενηργησαν επ αυτων χειρες.
 Så var dottern mitt folks missgärning större      än Sodoms synd,  Sodoms, som omstörtades i ett ögonblick,      utan att människohänder kommo därvid.1 Mos. 18,20. 19,24 f. Hes. 16,46 f.
Οι Ναζηραιοι αυτης ησαν καθαρωτεροι χιονος, λευκοτεροι γαλακτος, ερυθροτεροι την οψιν υπερ τους πολυτιμους λιθους, στιλπνοι ως ο σαπφειρος
 Hennes furstar voro mer glänsande än snö,      de voro vitare än mjölk,  deras hy var rödare än korall,      deras utseende var likt safirens.
Η οψις αυτων κατημαυρωθη υπερ την ασβολην δεν εγνωριζοντο εν ταις οδοις το δερμα αυτων εκολληθη επι των οστεων αυτων εξηρανθη, εγεινεν ως ξυλον.
 Nu hava deras ansikten blivit mörkare än svart färg,      man känner icke igen dem på gatorna;  deras hud sitter fastklibbad vid benen,      den har förtorkats och blivit såsom trä.
Ευτυχεστεροι εσταθησαν οι θανατωθεντες υπο της ομφαιας, παρα οι θανατωθεντες υπο της πεινης διοτι ουτοι κατατηκονται, τετραυματισμενοι δι ελλειψιν γεννηματων του αγρου.
 Lyckligare voro de som dräptes med svärd,      än de äro, som dräpas av hunger,  de som täras bort under kval,      utan näring från marken.Jer.8,3.
Αι χειρες των ευσπλαγχνων γυναικων εψησαν τα τεκνα αυτων εγειναν εις αυτας τροφη εν τω συντριμμω της θυγατρος του λαου μου.
 Med egna händer måste ömsinta kvinnor      koka sina barn  för att hava dem till föda      vid dottern mitt folks skada.3 Mos. 26,29. 5 Mos. 28,58. 2 Kon. 6,29. Jer. 19,9. Klag. 2,10.
Ο Κυριος συνετελεσε τον θυμον αυτου, εξεχεε την φλογα της οργης αυτου, και εξηψε πυρ εν Σιων, το οποιον κατεφαγε τα θεμελια αυτης.
 HERREN har uttömt sin förtörnelse,      utgjutit sin vredes glöd;  i Sion har han tänt upp en eld,      som har förtärt dess grundvalar.Jer. 17,27. Hes. 7,8.
Δεν επιστευον οι βασιλεις της γης και παντες οι κατοικουντες την οικουμενην, οτι ηθελεν εισελθει εχθρος και πολεμιος εις τας πυλας της Ιερουσαλημ.
 Ingen konung på jorden hade trott det,      ingen som bor på jordens krets,  att någon ovän eller fiende skulle komma in      genom Jerusalems portar.
Τουτο εγεινε δια τας αμαρτιας των προφητων αυτης και τας ανομιας των ιερεων αυτης, οιτινες εχυνον το αιμα των δικαιων εν μεσω αυτης.
 För dess profeters synders skull har så skett,      för dess prästers missgärningar,  därför att de därinne utgöto      de rättfärdigas blod.Jer. 5,31. 23,21. 26,8 f. Matt. 23,35.
Περιεπλανηθησαν ως τυφλοι εν ταις οδοις, εμολυνθησαν εν τω αιματι, ωστε οι ανθρωποι δεν ηδυναντο να εγγισωσι τα ενδυματα αυτων.
 Såsom blinda irra de omkring på gatorna,      fläckade av blod.  så att ingen finnes, som vågar      komma vid deras kläder.
Αποστητε, ακαθαρτοι, εκραζον προς αυτους αποστητε, αποστητε, μη εγγισητε ενω εφευγον και περιεπλανωντο, ελεγετο μεταξυ των εθνων, Δεν θελουσι παροικει πλεον μεθ ημων.
 »Viken undan!» »Oren!», så ropar man framför dem;      »Viken undan, viken undan, kommen icke vid den!»  ja, flyktiga och ostadiga måste de vara;      bland hedningarna säger man om dem:  »De skola ej mer finna någon boning.»3 Mos. 13,45.
Το προσωπον του Κυριου διεμερισεν αυτους, δεν θελει πλεον επιβλεπει επ αυτους προσωπον ιερεων δεν εσεβασθησαν, γεροντας δεν ηλεησαν.
 HERRENS åsyn förskingrar dem,      han vill icke mer akta på dem;  mot prästerna visas intet undseende,      mot de äldste ingen misskund.
Ενω ετι υπηρχομεν, οι οφθαλμοι ημων απεκαμον, προσμενοντες την ματαιαν βοηθειαν ημων απεβλεψαμεν κεχηνοτες προς εθνος μη δυναμενον να σωζη.
 Ännu försmäkta våra ögon      i fåfäng väntan efter hjälp;  från vårt vårdtorn speja vi      efter ett folk som ändå ej kan frälsa oss.
Παραμονευουσι τα ιχνη ημων, δια να μη περιπατωμεν εν ταις πλατειαις ημων επλησιασε το τελος ημων, αι ημεραι ημων επληρωθησαν, διοτι ηλθε το τελος ημων.
 Han lurar på vara steg,      så att vi ej våga gå på våra gator.  Vår ände är nära, vara dagar äro ute;      ja, vår ande har kommit.
Οι καταδιωκοντες ημας εγειναν ελαφροτεροι των αετων του ουρανου εκυνηγησαν ημας επι τα ορη, ενηδρευσαν ημας εν τη ερημω.
 Våra förföljare voro snabbare      än himmelens örnar;  på bergen jagade de oss,      i öknen lade de försåt för oss.
Η πνοη των μυκτηρων ημων, ο χριστος του Κυριου, επιασθη εν ταις παγισιν αυτων, υπο την σκιαν του οποιου, ελεγομεν, θελομεν ζη μεταξυ των εθνων.
 HERRENS smorde, han som var vår livsfläkt,      blev fångad i deras gropar,  han under vilkens skugga vi hoppades      att få leva bland folken.2 Kon. 25,5 f. Jer. 52,8 f.
Χαιρε και ευφραινου, θυγατηρ Εδωμ, η κατοικουσα εν γη Ουζ ετι και προς σε θελει περασει το ποτηριον θελεις μεθυσθη και θελεις γυμνωθη.
 Ja, fröjda dig och var glad, du dotter Edom,      du som bor i Us' land!  Också till dig skall kalken komma;      du skall varda drucken och få ligga blottad.Ps. 137,7. Jer. 25,15, 21. 49,12.
Ετελειωσεν η ποινη της ανομιας σου, θυγατηρ Σιων δεν θελει σε φερει πλεον εις αιχμαλωσιαν θελει επισκεφθη την ανομιαν σου, θυγατηρ Εδωμ θελει αποκαλυψει τα αμαρτηματα σου.
 Din missgärning är ej mer, du dotter Sion;      han skall ej åter föra dig bort i fångenskap.  Men din missgärning, du dotter Edom, skall han hemsöka;      han skall uppenbara dina synder.Jes. 40,2.