Jeremiah 20

Ο δε Πασχωρ, ο υιος του Ιμμηρ ο ιερευς, ο και προισταμενος εν τω οικω του Κυριου, ηκουσε τον Ιερεμιαν προφητευοντα τους λογους τουτους.
Då nu Pashur, Immers son, prästen, som var överuppsyningsman i HERRENS hus, hörde Jeremia profetera detta,Jer. 38,1.
Και επαταξεν ο Πασχωρ Ιερεμιαν τον προφητην και εβαλεν αυτον εις το δεσμωτηριον το εν τη ανω πυλη του Βενιαμιν, το εν τω οικω του Κυριου.
lät han hudflänga profeten Jeremia och satte honom i stocken i Övre Benjaminsporten till HERRENS hus.Jer. 29,26 . 37,15.
Και την επαυριον εξηγαγεν ο Πασχωρ τον Ιερεμιαν εκ του δεσμωτηριου. Και ο Ιερεμιας ειπε προς αυτον, Ο Κυριος δεν εκαλεσε το ονομα σου Πασχωρ, αλλα Μαγορ−μισσαβιβ.
Men när Pashur dagen därefter släppte Jeremia lös ur stocken, sade Jeremia till honom: »Pashur är icke det namn varmed HERREN benämner dig, utan Magor-Missabib;
Διοτι ουτω λεγει Κυριος Ιδου, θελω σε καμει τρομον εις σεαυτον και εις παντας τους φιλους σου και θελουσι πεσει δια της μαχαιρας των εχθρων αυτων και οι οφθαλμοι σου θελουσιν ιδει τουτο και θελω δωσει παντα τον Ιουδαν εις την χειρα του βασιλεως της Βαβυλωνος, και θελει φερει αυτους αιχμαλωτους εις την Βαβυλωνα και θελει παταξει αυτους εν μαχαιρα.
ty så säger HERREN: Se, jag skall göra dig till skräck såväl för dig själv som för alla dina vänner; och de skola falla för sina fienders svärd, i din egen åsyn. Och hela Juda skall jag giva i den babyloniske konungens hand, och han skall föra dem bort till Babel och dräpa dem med svärd.
Και θελω δωσει πασαν την δυναμιν της πολεως ταυτης και παντας τους κοπους αυτης και παντα τα πολυτιμα αυτης και παντας τους θησαυρους των βασιλεων Ιουδα θελω δωσει εις την χειρα των εχθρων αυτων, και θελουσι λεηλατησει αυτους και λαβει αυτους και φερει αυτους εις την Βαβυλωνα.
Och jag skall giva denna stads alla rikedomar, allt dess gods och alla dyrbarheter däri, ja, Juda konungars alla skatter skall jag giva i deras fienders hand; och de skola göra det till sitt byte och taga det och föra det till Babel.2 Kon. 20,17. Jes. 39,6. Jer. 15,13. 17,8.
Και συ, Πασχωρ, και παντες οι κατοικουντες εν τω οικω σου, θελετε υπαγει εις αιχμαλωσιαν και θελεις ελθει εις την Βαβυλωνα, και εκει θελεις αποθανει και εκει θελεις ταφη, συ και παντες οι φιλοι σου, εις τους οποιους προεφητευσας ψευδως.
Och du själv, Pashur, skall gå i fångenskap, med alla som bo i ditt hus. Du skall komma till Babel; där skall du dö, och där skall du begravas, Sjungen till HERRENS ära, jämte alla dina vänner, för vilka du har profeterat lögn.»
Κυριε, με εδελεασας και εδελεασθην υπερισχυσας κατ εμου και κατισχυσας εγεινα χλευασμος ολην την ημεραν παντες με εμπαιζουσι.
 Du, HERRE, övertalade mig, och jag lät mig övertalas;      du grep mig och blev mig övermäktig.  Så har jag blivit ett ständigt åtlöje;      var man bespottar mig.Jer. 1,6 f.
Διοτι αφου ηνοιξα στομα, βοω, φωναζω βιαν και αρπαγην οθεν ο λογος του Κυριου εγεινεν εις εμε προς ονειδισμον και προς χλευασμον ολην την ημεραν.
 Ty' så ofta jag talar, måste jag klaga;  jag måste ropa över våld och förtryck,  ty HERRENS ord har blivit mig  till smälek och hån beständigt.
Και ειπα, Δεν θελω αναφερει περι αυτου ουδε θελω λαλησει πλεον εν τω ονοματι αυτου ομως ο λογος αυτου ητο εν τη καρδια μου ως καιομενον πυρ περικεκλεισμενον εν τοις οστεοις μου, και απεκαμον χαλινονων εμαυτον και δεν ηδυναμην πλεον.
 Men när jag sade: »Jag vill icke tänka på honom  eller vidare tala i hans namn»,  då blev det i mitt hjärta såsom brunne där en eld,      instängd i mitt innersta;  jag mödade mig med att uthärda den,      men jag kunde det icke.
Διοτι ηκουσα υβριν παρα πολλων τρομος πανταχοθεν Κατηγορησατε, λεγουσι, και θελομεν κατηγορησει αυτον. Παντες οι ειρηνευοντες μετ εμου παρεφυλαττον το προσκομμα μου, λεγοντες, Ισως δελεασθη, και θελομεν υπερισχυσει εναντιον αυτου και εκδικηθη κατ αυτου.
 Ty jag hör mig förtalas av många;      skräck från alla sidor!  »Anklagen honom!» »Ja, vi vilja anklaga honom!»  Alla som hava varit mina vänner      vakta på att jag skall falla:  »Kanhända skall han låta locka sig,      så att vi bliva honom övermäktiga  och få taga hämnd på honom.»Ps. 31,14.
Αλλ ο Κυριος ειναι μετ εμου ως ισχυρος πολεμιστης δια τουτο οι διωκται μου θελουσι προσκοψει και δεν θελουσιν υπερισχυσει θελουσι καταισχυνθη σφοδρα διοτι δεν ενοησαν η αιωνιος αισχυνη αυτων δεν θελει λησμονηθη.
 Men HERREN är med mig      såsom en väldig hjälte;  därför skola mina förföljare komma på fall      och intet förmå.  Ja, de skola storligen komma på skam,      därför att de ej hade förstånd;  de skola drabbas av en evig blygd,      som icke skall varda förgätenJer. 15,20. 17,18. 23,40.
Αλλα, Κυριε των δυναμεων, ο δοκιμαζων τον δικαιον, ο βλεπων τους νεφρους και την καρδιαν, ας ιδω την εκδικησιν σου επ αυτους διοτι εις σε εφανερωσα την κρισιν μου.
 Ty HERREN Sebaot prövar med rättfärdighet,  han ser njurar och hjärta.  Så skall jag då få se din hämnd på dem,  ty för dig har jag lagt fram min sak.1 Sam. 16,7. Ps. 7,10. Jer. 11,20. 17,10.
Ψαλλετε εις τον Κυριον, αινειτε τον Κυριον διοτι ηλευθερωσε την ψυχην του πτωχου εκ χειρος πονηρευομενων.
 Sjungen till HERRENS ära,      loven HERREN;  ty han räddar den fattiges själv      ur de ondas hand.
Επικαταρατος η ημερα, καθ ην εγεννηθην η ημερα καθ ην η μητηρ μου με εγεννησεν, ας μη ηναι ευλογημενη.
 Förbannad vare den dag      på vilken jag föddes;  utan välsignelse blive den dag      då min moder födde mig.Job 3,1 f. 10,18. Jer. 15,10.
Επικαταρατος ο ανθρωπος, οστις ευηγγελισατο προς τον πατερα μου, λεγων, Εγεννηθη εις σε παιδιον αρσεν, ευφραινων αυτον σφοδρα.
 Förbannad vare den man      som förkunnade för min fader: »Ett  gossebarn är dig fött»,      och så gjorde honom stor glädje.
Και ας ηναι ο ανθρωπος εκεινος ως αι πολεις, τας οποιας ο Κυριος κατεστρεψε και δεν μετεμεληθη και ας ακουση κραυγην το πρωι και αλαλαγμον εν μεσημβρια.
 Gånge det den mannen såsom det gick de städer  som HERREN omstörtade utan förbarmande.  Må han få höra klagorop om morgonen  och härskri om middagen.1 Mos. 19,24 f. Jes. 13,19. Jer. 50,40. Hes. 16,49 f.Hos. 11,8. Am. 4,11. Luk. 17,29. Judas v. 7.
Δια τι δεν εθανατωθην εκ μητρας; η η μητηρ μου δεν εγεινε ταφος εις εμε και η μητρα αυτης δεν με εβαστασεν εις αιωνιον συλληψιν;
 därför att han icke dräpte mig strax i moderlivet,  så att min moder fick bliva min grav  och hennes liv vara havande för evigt.
δια τι εξηλθον εκ της μητρας, δια να βλεπω μοχθον και λυπην και να τελειωσωσιν αι ημεραι μου εν αισχυνη;
 Varför kom jag ut ur moderlivet  och fick se olycka och bedrövelse,  så att mina dagar måste försvinna i skam?