Psalms 101

(Af David. En Salme.) Om Nåde og Ret vil jeg synge, dig vil jeg lovsynge, Herre.
Ψαλμος του Δαβιδ. Ελεος και κρισιν θελω ψαλλει εις σε, Κυριε, θελω ψαλμωδει.
Jeg vil agte på uskyldiges Vej, når den viser sig for mig, vandre i Hjertets Uskyld bag Hjemmets Vægge,
Θελω εισθαι συνετος εν οδω αμωμω ποτε θελεις ελθει προς εμε; θελω περιπατει εν ακεραιοτητι της καρδιας μου εν μεσω του οικου μου.
på Niddingsdåd lader jeg aldrig mit Øje hvile. Jeg hader den, der gør ondt, han er ej i mit Følge;
Δεν θελω βαλει προ οφθαλμων μου πραγμα πονηρον μισω τους ποιουντας παρανομα ουδεν τουτων θελει κολληθη εις εμε.
det falske Hjerte må holde sig fra mig, den onde kender jeg ikke;
Η διεστραμμενη καρδια θελει αποβληθη απ εμου τον πονηρον δεν θελω γνωριζει.
den, der sværter sin Næste, udrydder jeg; den opblæste og den hovmodige tåler jeg ikke.
Τον καταλαλουντα κρυφιως τον πλησιον αυτου, τουτον θελω εξολοθρευει τον εχοντα υπερηφανον βλεμμα και επηρμενην καρδιαν, τουτον δεν θελω υποφερει.
Til Landets trofaste søger mit Øje, hos mig skal de bo; den, der vandrer uskyldiges Vej, skal være min Tjener;
Οι οφθαλμοι μου θελουσιν εισθαι επι τους πιστους της γης, δια να συγκατοικωσι μετ εμου ο περιπατων εν οδω αμωμω, ουτος θελει με υπηρετει.
ingen, der øver Svig, skal bo i mit Hus, ingen, som farer med Løgn, bestå for mit Øje.
Δεν θελει κατοικει εν μεσω του οικου μου ο εργαζομενος απατην ο λαλων ψευδος δεν θελει στερεωθη εμπροσθεν των οφθαλμων μου.
Alle Landets gudløse gør jeg til intet hver Morgen for at udrydde alle Udådsmænd af HERRENs By.
Κατα πασαν πρωιαν θελω εξολοθρευει παντας τους ασεβεις της γης, δια να εκκοψω εκ της πολεως του Κυριου παντας τους εργατας της ανομιας.